Όταν μπαίνουμε στο ρόλο των γονιών, το μοντέλο συμπεριφοράς που αυτόματα μας έρχεται στο μυαλό (ακόμη και για να το αμφισβητήσουμε) είναι αναπόφευκτα εκείνο των δικών μας γονιών. Αυτή είναι πράγματι η μοναδική εμπειρία που έχουμε βιώσει μέρα με τη μέρα στο πετσί μας, και η οποία έγινε έτσι ένα μοντέλο σχέσης για να υιοθετήσουμε ή να απορρίψουμε, ή, ακόμη πιο συχνά, εν μέρει να αποδεχθούμε και εν μέρει να τροποποιήσουμε, ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε αυτήν τη σχέση που πειραματιστήκαμε εμείς οι ίδιοι πολλά πράγματα πήγαν καλά, και το αποδεικνύει ξεκάθαρα το ίδιο το γεγονός ότι εμείς μεγαλώσαμε, γίναμε ενήλικες και βρήκαμε το δικό μας δρόμο.
Αυτά που εύκολα μένουν στο μυαλό μας από αυτήν τη σχέση είναι όλα εκείνα που δεν πήγαν καλά και τα οποία θα θέλαμε να τα αλλάξουμε, δίχως να το καταφέρουμε, δηλαδή μια ανικανοποίητη επιθυμία της ζωής μας ως παιδιά. Μην μπορώντας να επιστρέψουμε πίσω στο χρόνο και να την ικανοποιήσουμε, μπορεί πιθανόν να προσπαθήσουμε να το κάνουμε, συχνά αδυνείδητα, στη σχέση που ζούμε σήμερα γονείς-παιδιά, δηλαδή σε εκείνη με τα παιδιά μας.
Αυτή η ανικανοποίητη παιδική μας επιθυμία είναι αυτή που γίνεται, λοιπόν, ένα απειλητικό έδαφος. Απειλητικό γιατί, ενώ έχει καλές προθέσεις («Το παιδί μου δεν πρέπει να υποφέρει όπως εγώ!»), στην πραγματικότητα κάνει το παιδί συχνά να υποφέρει το ίδιο για αντίθετους ή απλώς διαφορετικούς λόγους.
Τα όρια και οι κανόνες θα μπορούσαν να αποτελούν ένα καλό παράδειγμα. Εάν εγώ ο γονιός υπέφερα εξαιτίας των πολλών ορίων που μου επέβαλαν όταν ήμουν παιδί ή έφηβος, διατρέχω τον κίνδυνο, για να κάνω το παιδί μου να νιώσει ελεύθερο, να του θέτω ελάχιστα ή καθόλου όρια. Δηλαδή κάνω κάτι το οποίο φαινομενικά μοιάζει να προορίζεται σε αυτό, ενώ στην πραγματικότητα είναι η προσπάθεια να ικανοποιήσω σήμερα, ως γονιός, μια δική μου παιδική επιθυμία, ακριβώς όπως συμβαίνει συχνά με τα παιχνίδια.
Τα όρια και οι κανόνες είναι απαραίτητα για ένα παιδί που ετοιμάζει το ψυχικό υπόβαθρο που θα το συνοδεύει στη ζωή. Εάν δεν το μάθει θα βρεθεί πράγματι αβοήθητο και ανυπεράσπιστο μπροστά σε όλες τις μικρές ή μεγάλες δυσκολίες που η ζωή θα του φέρει μπροστά, και θα τον βρουν απροετοίμαστο και απροστάτευτο.
Ένα άλλο παράδειγμα προσπάθειας για ικανοποίηση μιας ανεκπλήρωτης παιδικής ανάγκης είναι όταν εμείς οι ενήλικες προσπαθούμε να επανορθώσουμε στη σχέση με τα παιδιά τη συγκρουσιακή σχέση που εμείς ζήσαμε από μικροί, και προσπαθούμε γι’ αυτό να ακολουθήσουμε ένα μοντέλο τελείως ειδυλλιακό, από το οποίο έχει αποβληθεί κάθε σύγκρουση.
Εάν μία σχέση είναι έντονα δομημένη κυρίως γύρω από αυτήν την έντονη επιθυμία της επανόρθωσης, αργά, ή γρήγορα εύκολα θα αναδυθεί κάποιο σημάδι παιδικής δυσφορίας για να μας επισημάνει ότι μπροστά σ’ αυτό το συγκεκριμένο παιδί τοποθετήθηκε ασυνείδητα και ένα φάντασμα που συνδέεται με τα δικά μας παιδικά τραύματα.
Τελικά πρέπει να καταλάβουμε ότι οι δικές μας ανικανοποίητες παιδικές ανάγκες είναι δικές μας και μόνο δικές μας, δεν ανήκουν σε άλλους, ούτε στα παιδιά, παρά μόνο στη δική μας ιστορία, αυτή που υπήρξε και μόνο αυτή. Ο μόνο τρόπος, λοιπόν, για να κλείσουν αυτοί οι λογαριασμοί που είναι σε εκκρεμότητα είναι να τους πάρουμε πάνω μας και να αποδεχθούμε τον πόνο που επεφύλαξαν.
Μαμά αν είσαι εσύ ευτυχισμένη είμαι κι εγώ
Είναι πολύ σημαντικό να ακούει κανείς πόσα μαθήματα σήμερα κάνουν τα παιδιά, πέρα από τις σχολικές ώρες, που ήδη δεν είναι λίγες. Μαθήματα που απαιτούν ενέργεια και εφόδια ακόμη και από τους ενήλικες που πρέπει να τα συνοδεύουν, οργανώνοντας τα ωράρια της δουλειάς τους σύμφωνα με εκείνα των παιδιών τους. Παρ’ όλ’ αυτά, τα παιδιά δεν είναι περισσότερο ευτυχισμένα, αντίθετα μάλιστα, αυξάνει η ψυχολογική τους δυσφορία.
Ένα παιδί που μεγαλώνει με όλους τους χρόνους του καταμερισμένους και οργανωμένους από άλλους, είναι ένα παιδί από το οποίο αφαιρείται μια σημαντική εμπειρία ζωής, εκείνη του να μάθει να οργανώνεται από μόνο του. Όμως για να μάθει να οργανώνεται από μόνο του πρέπει να έχει μπροστά του τον ελεύθερο χρόνο για να μπορέσει να το κάνει.
Το παιδί συνεχίζει να μεγαλώνει εξαρτώμενο από μια οργάνωση που είναι έξω απ’ αυτό, όπως ένα μωρό που μόλις γεννιέται και τα εφόδιά του για αυτονομία υπάρχουν μέσα του σαν σπόροι, που δεν μπορούν να αναπτυχθούν γιατί δεν ποτίζονται, και έτσι η αδυναμία του με το χρόνο μεγαλώνει.
Παραμένει ωστόσο το γεγονός πως η δική μας κοινωνία, έτσι όπως είναι συνήθως οργανωμένη, φαίνεται να είναι ελάχιστα κατάλληλη τόσο για τα παιδιά, αλλά και για τους γονείς τους, όπως ακριβώς φαίνεται να είναι και για τα ηλικιωμένα άτομα.
Μια παρέμβαση που θα ήταν λογική, σε αυτήν την κατάσταση, θα μπορούσε να είναι στα ωράρια εργασίας, ώστε να επιτρέπουν να έχουμε λίγο παραπάνω χρόνο στη διάθεσή μας για τα παιδιά, αλλά και το ζευγάρι για να καλλιεργήσει τη σχέση. Αυτό είναι σίγουρα ένα από τα καλύτερα δώρα που οι γονείς μπορούν να κάνουν στα παιδιά τους και που εμείς οι ενήλικες μπορούμε να κάνουμε στις επόμενες γενιές. Εντωμεταξύ δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να θέσουμε περιορισμούς, επιλέγοντας ως απόλυτη προτεραιότητα το χρόνο για να ακούσουμε εμάς τους ίδιους και τα παιδιά μας.
Κάθε φορά που οι γονείς καταφέρνουν, έστω και με μεγάλο κόπο, να αρνηθούν πράγματα που νωρίτερα θεωρούνταν απαραίτητα, με στόχο να εξοικονομήσουν χρόνο για τον εαυτό τους και για τη μεταξύ τους σχέση ως ζευγάρι, άμεσα ωφελούνται και τα παιδιά τους. Όπως είπε κάποτε ένα κοριτσάκι στη μητέρα του, «Μαμά, εσύ να φροντίζεις να είσαι εσύ ευτυχισμένη, γιατί έτσι, στη συνέχεια, είμαι και εγώ».
Ο Nathanielsz αναφέρει:
Ο τρόπος που ζούμε είναι συνέπεια του ποιοι είμαστε, και εντωμεταξύ συμβάλλει και στη διαμόρφωσή μας. Η μεγάλη αύξηση των καρδιακών παθήσεων, του έλκους στομάχου, των κεφαλαλγιών και άλλων αρνητικών εκδηλώσεων στρες στο εσωτερικό μας επίπεδο, δείχνει ότι πολλά πράγματα στον καθημερινό μας τρόπο ζωής δε βρίσκονται σε αρμονία με τη βιολογική μας δομή. Γενικά, δεν είμαστε καλά με τον εαυτό μας...
Η κοινωνία σίγουρα έχει προοδεύσει, όμως το σώμα μας δεν ακολούθησε αυτήν τη γρήγορη αλλαγή. Το σώμα μας συνεχίζει να λειτουργεί στον ίδιο ρυθμό, εκείνον που ήταν κατάλληλος για σταθερές και τακτικές συνήθειες: να κοιμάται, να τρώει, να δουλεύει, να τρώει, να κοιμάται. Στη σημερινή εποχή όλο αυτό δεν υπάρχει πλέον, γιατί κυριαρχήθηκε από έναν καθημερινό ρυθμό ζωής που είναι καταπιεστικός, ακόμη και για τις μέλλουσες μητέρες και τους μελλοντικούς πατέρες, άτομα που, όπως έχουμε δει, έχουν μια ιδιαίτερη ανάγκη από τάξη και ηρεμία στη ζωή τους.
Με τα λογια ενός επιστήμονα, ο Nathanielsz λέει τα ίδια πράγματα με τον Γκαμπριέλε, που σε ηλικία 9 ετών έγραψε σε μια έκθεση:
Υπήρχε κάποτε ένα παιδί που ήταν πάντα σκυθρωπό, γιατί η μαμά του δεν μπορούσε να του δώσει τρυφερότητα. Η δουλειά της την απασχολούσε πολύ, οπότε είχε πάντα πολλά να κάνει. Η μαμά αντιλήφθηκε τη λύπη του και του είπε: «Γιατί είσαι τόσο λυπημένος;»
Το παιδί δεν μπορούσε να της δώσει κάποια εξήγηση. Εκείνη για να το κάνει να γίνει περισσότερο χαρούμενο, του αγόρασε τα καλύτερα παιχνίδια, αλλά αυτό και πάλι δεν ήταν χαρούμενο. Τότε, λοιπόν, άλλαξε δουλειά, γιατί κατάλαβε πως στο παιδί της έλειπε η στοργή. Η νέα δουλειά τής επέτρεπε να μένει περισσότερο χρόνο μαζί του, και έτσι και εκείνο έγινε και πάλι ήρεμο.
Στις ρίζες της νοσταλγίας
Μια ενδιαφέρουσα σκέψη σχετικά με το θέμα των αποχωρισμών νομίζω ότι είναι το να αντιληφθούμς το πώς οι πρώιμοι τραυματικοί αποχωρισμοί από τους γονείς μπορούν να δημιουργήσουν τραύματα που υπεισέρχονται στο παιχνίδι της σχέσης με τα παιδιά, διασχίζοντας κατά συνέπεια γενιές και κινητοποιώντας συμπεριφορές εκ πρώτης όψεως.
Αυτό ισχύει κυρίως για έναν πρώιμο αποχωρισμό-για ένα παιδί είναι πάντα ένα τραυματικό γεγονός το να χάνει γονιό, ακόμη και όταν έχει λενα καλό υποστηρικτικό περιβάλλον-, όπως επίσης και για την απώλεια γονιού ενός ενήλικα, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για ήδη δύσκολες στιγμές της ζωής. Το να χάνεις ένα γονιό σημαίνει πράγματι έναν αποχωρισμό από τις ρίζες, δύσκολο για οποιαδήποτε ηλικία, αλλά ακόμη δυσκολότερο εάν ο ενήλικας που το υφίσταται είναι μια νεαρή γυναίκα εγκυμονούσα ή που μόλις απέκτησε παιδί.
«Εάν ξέρετε τι σήμαινε για μένα ο θάνατος της μητέρας μου!» ανέφερε κάποια φορά μια μητέρα. «Συνέβη ξαφνικά, λίγους μήνες μετά τη συνταξιοδότηση. Ήμουν έγκυος στο γιο μου και ξαφνικά ένιωσα εγκαταλελειμμένη και ξεριζωμένη. Όχι μόνο δεν είχα πλέον τη μητέρα μου, που ερχόταν να με βρει καθημερινά, να καλλιεργήσει τον κήπο και να με φροντίσει όταν δεν ένιωθα καλά και είχα ανάγκη από βοήθεια, έχασα όμως και τον πατέρα μου, ο οποίος κλείστηκε στο σπίτι στον πόνο του και δεν ξαναβγήκε. Μετά που γεννήθηκε το μωρό, περνούσα ατελείωτες μέρες μόνη στο σπίτι, δίχως κανέναν δίπλα μου, με το συζυγό μου αργά το βράδυ. Ποτέ δεν ένιωσα τόση μοναξιά σε όλη μου τη ζωή. Από ανάγκη προσκολλήθηκα σε αυτό το παιδί με όλες μου τις δυνάμεις· νήταν για μένα η μοναδική μου συντροφιά. Οι άλλοι μου έλεγαν πως δεν έρχονταν ή δεν τηλεφωνούσαν για να μη με ενοχλήσουν, όμως εγώ ήθελα να είμαι απασχολημένη, ακόμη από κάποιο τηλεφώνημα, για να νιώσω συντροφιά. Δεν περίμενα τίποτε άλλο!»
Όταν μετά από χρόνια το παιδί μπήκε σε ψυχοθεραπεία για να βοηθηθεί να ελευθερωθεί από αυτόν τον υπερβολικό δεσμό εξάρτησης από τη μαμά, το παιχνίδι που συχνότερα έκανε στη συνεδρία με την ψυχοθεραπεύτρια ήταν εκείνο με τα «δυο ορφανά από γονείς παιδιά». Μια μητέρα που μόλις γέννησε γίνεται πράγματι συνεναισθηματικά εύθραυστη σαν ένα κοριτσάκι, γιατί διασχίζει μια φυσική παλινδρόμηση ώστε να καταφέρει να συντονιστεί με τις ανάγκες ενός νεογνού.
Αυτό είναι μόνο ένα από τα χιλιάδες, χιλιάδες παραδείγματα στα οποία μια ενδελεχής δουλειά της οικογενειακής αρχαιολογίας και της ανάδυσης ενός παλαιού πόνου που η μητέρα βίωσε σε μοναξιά και τον συμμεριζόταν μόνο με ένα νεογνό, μπορεί σιγά-σιγά να βοηθήσει όχι μόνο τη μητέρα να νιώσει καλύτερα, αλλά και το παιδί, ελευθερώνοντάς του τις ψυχικές ενέργειες που προηγουμένως απορροφούσε η θλίψη του για τον πόνο της μητέρας. Η ιστορία τους θα παραμείνει αυτή και μόνο αυτή και δε θα μπορέσει να αλλάξει διά μαγείας. Εκείνο που ίσως θα μπορέσει να αλλάξει, έστω και με πολύ μικρά βήματα, θα μπορούσε να είναι η ικανότητα να αντέχουν τον πόνο.
Το έδαφος που τρέφει τις ρίζες
Υπάρχει ένα έδαφος που προϋπάρχει της γέννησης κάθε παιδιού: είναι αυτό στο οποίο το δεντράκι του θα βυθίσει τις ρίζες. Είναι ένα έδαφος στο οποίο συγκλίνει η ιστορική κληρονομιά διά μέσου των γονέων από εκείνη την οικογένεια, έως την πιο πρόσφατη, που κληρονομήθηκε από γονείς, παππούδες, προπαππούδες, με τις ξεχωριστές τους ιστορίες.
Αν σε αυτές τις τελευταίες, το παιδί νιώσει ότι υπάρχουν «τρύπες» ή κενά για γέμισμα, τότε μπορεί να κάνει οτιδήποτε για να τα καταφέρει το ίδιο. Όμως οι πόροι που θα χρησιμοποιήσει σε αυτήν την ουτοπιστική και ανώφελη προσπάθεια- κανένα παιδί δεν είναι σε θέση να γεμίσει τα κενά μιας ιστορίας άλλων-θα αφαιρεθούν από το δικό του σχέδιο ανάπτυξης, το οποίο έτσι θα εξαντληθεί.
Ένα κλασικό παράδειγμα μπορεί να αποτελούν οι σπουδές. Πολλές φορές, πίσω από μια σχολική αποτυχία μπορεί να βρεθούν προσδοκίες ενός γονιού, οι οποίες ως επί το πλείστον προορίζονται στο να καταπραΰνουν μια δική του παιδική ματαίωση. «Ο πατέρας μου είχε πάντα τη λυπηρή ανάμνηση του ότι δεν μπόρεσε να σπουδάσει, και έκανε τεράστιες θυσίες για να μου προσφέρει ό,τι καλύτερο» άκουσα να μου διηγούνται κάποιες φορές. «Με έστειλε σ’ ένα από τα πιο ακριβά ιδιωτικά σχολεία, όπου πήγαιναν τα παιδιά σπουδαίων οικογενειών της πόλης.
Βέβαια ο ίδιος δε φανταζόταν ότι για μένα ήταν μια από τις πιο ταπεινωτικές και προσβλητικές εμπειρίες της ζωής μου. Οι συμμαθήτριές μου φορούσαν πολύ ακριβά ρούχα, είχαν υπηρετικό προσωπικό, συχνά τον οδηγό που ερχόταν να τις πάρει από το σχολείο με το αυτοκίνητο, πολύ ωραία σπίτια και πήγαιναν διακοπές σε πολύ ωραία μέρη. Εγώ ένιωθα ταπεινωμένη, πληγωμένη, διαφορετική από τις άλλες, ντρεπόμουν να μιλήσω για τη ζωή μου και μεγάλωσα με την αίσθηση ότι δεν αξίζω τίποτα. Λυπήθηκα αφάνταστα που δεν μπόρεσα να πάω στο σχολείο της γειτονιάς. Εκεί τουλάχιστον θα μπορούσα να είχα φίλες και να τις καλώ στο σπίτι μου, ενώ στο σχολείο που πήγαινα, και μόνο στην ιδέα ότι οι συμμαθήτριές μου θα μπορούσαν να δουν πώς ήταν το σπίτι μου, θα κρυβόμουν κάτω από τη γη».
Ένα άλλο παράδειγμα αυτών των προσδοκιών που επικεντρώνονται όχι μόνο στο παιδί, αλλά και σε προσωπικά τραύματα, νομίζω πως μπορεί να είναι εκείνο των
γονιών οι οποίοι, αδικαιολόγητα ή δικαιολογημένα -από την πλευρά τους σίγουρα δικαιολογημένα-, σκέφτονται ότι έχουν υποστεί πολλές αδικίες στη ζωή, και ότι στερήθηκαν πολλά τα οποία πίστευαν ότι δικαιούνταν. Ο κίνδυνος που διατρέχουν τα παιδιά που θα γεννηθούν σε αυτήν την οικογένεια - αν και αυτό δεν είναι δεδομένο - είναι να θωρούν τους γονείς τους θύματα που πρέπει να πάρουν εκδίκηση.
Ένα παιδί που αφιερώνει τις ζωτικές του ενέργειες για να διορθώσει μια υποθετική ή πραγματική αδικία -η διαφορά είναι ασήμαντη, γιατί το παιδί σε κάθε περίπτωση πιστεύει τα ίδια ακριβώς με τους γονείς του- που έχει υποστεί ο μπαμπάς ή η μαμά, είναι και αυτό ένα παιδί προορισμένο να υποφέρει στη ζωή πολύ περισσότερο, γιατί το ίδιο έχει υποστεί μια αδικία: εκείνη του ότι στερήθηκε ένα μεγάλο μέρος των ενεργειών που του είναι απαραίτητες και χρήσιμες στην ανάπτυξη, για να τις διαθέσει στο ρόλο του «μικρού εκδικητή» (όπως ορθά ορίζεται από το Charmet).
Ιδού, λοιπόν, οι προσδοκίες, οι οποίες στην πραγματικότητα έχουν σκοπό να διορθώσουν κάποιο παλιό δικό μας πόνο των ενηλίκων, θεωρώ πως είναι ένα πολύ γόνιμο έδαφος: γιατί μπορούμε να ασχοληθούμε εμείς με αυτά τα παλιά τραύματα, δίχως να τα αναθέτουμε στα παιδιά που αγαπάμε και μας αγαπούν, εγκλωβίζοντάς τα σε ένα πρόβλημα που δεν είναι δικό τους, δίχως αυτά να μπορούν να αμυνθούν.
Πηγή: «Το παιδί που χάθηκε», Alba Marcoli,
UNIVERSITY STUDIO PRESS

