ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ιησού Χριστού Ιστορική ύπαρξη

0

του Μανώλη Σκαρσούλη

 

Ψυχή των Ευαγγελίων και της Καινής διαθήκης έν γένει είναι ο Ιησούς Χριστός. Όχι βέβαια ως αντικείμενο ιστορικού ενδιαφέροντος των Ευαγγελιστών. Άλλωστε τα βιογραφικά στοιχεία που μας διαβιβάζουν οι τελευταίοι είναι ελάχιστα και ανεπαρκή. Μπορούμε ωστόσο να συναγάγωμε από τους Συνοπτικούς κυρίως και δευτερευόντως από τον Ιωάννη ότι γεννήθηκε στην Γαλιλαία μεταξύ των ετών 7 και 4 π.Χ :ότι έως ότου αναλάβn δημόσια δράση έζησε στην Ναζαρέτ και ασκούσε όπως Ιωσήφ το επάγγελμα του ξυλουργού, ότι περί το 27 με 29 βαπτίστηκε στον ποταμό Ιορδάνη από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο• ότι διέθετε τήν βιβλική κατάρτιση που του επέτρεπε, καίτοι είχε μητρική γλώσσα τα αραμαϊκά, να διαβάζει την εβραϊκή της Παλαιάς Διαθήκης και να μιλή με κύρος στην Συναγωγή• ότι συγκέντρωνε γύρω του μαθητές και δίδαξε στην περιοχή της Γαλιλαίας, ότι κήρυξε ως παρούσα •ή αμέσως επικείμενη την Βασιλεία του Θεού και επέμενε ιδιαίτερα στην αλήθεια της θείας δωρεάς εναντίον του γ ράμματος, ότι σ ' αυτήν του την πεποίθηση ανεγνώριζε ως αδελφούς Ιουδαίους και ξένους, συνέτρεχε δε και συνέτρωγε με αμαρτωλούς, δηλαδή άτομα τα οποία δεν τηρούσαν επαρκώς ή καθόλου τον Νόμο, ότι με τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη περί το 29 ή 30 μετέβη στην Ιερουσαλήμ για τις εορτές του ιουδαϊκού Πάσχα και ότι εκεί προκάλεσε ανησυχητικό για τους κρατούντας επεισόδιο στον περίβολο του Ναού, ενώπιον πλήθους κόσμου, ότι εν συνεχεία δείπνησε για τελευταία φορά με τους μαθητές του, ότι συνελήφθη, ανακρίθηκε από την πολιτικοθρησκευτική ηγεσία των Ιουδαίων και κατόπιν εισηγήσεώς της σταυρώθηκε ως ανατρεπτικό στοιχείο με απόφαση του Ρωμαίου επάρχου Ποντίου Πιλάτου.

Η ιστορική ύπαρξη του Ιησού δεν μπορεί να τεθή σοβαρά υπό αμφισβήτηση. Την τεκμηριώνουν αναφερόμενοι στον ίδιο ή την κίνηση των μαθητών του οι ιστορικοί της εποχής Φλάβιος Ιώσηπος , Τάκιτος και προηγουμένως ο Σουητώνιος στους Βίους των δώδεκα καισάρων. Πρόκειται για απλές, πλην επαρκείς αναφορές, καθώς ο Ιησούς ήταν για τα δεδομένα εκείνης της εποχής ένας ασήμαντος υπήκοος της Ρώμης. Οι ιστορικοί τοποθετούν την γέννησι του Ιησού στο διάστημα μεταξύ 6π.Χ και 6 μ.Χ, με πιθανότερο το 4π.Χ, τον δε σταυρικό του θάνατο στο διάστημα μεταξύ 26 και 36 μ.Χ, με πιθανότερη εκδοχή τον Απρίλιο του έτους 30.

Στην πραγματικότητα διαθέταμε για τον Ιησού όχι τόσο συγκεκριμένες πληροφορίες όσο αναμνήσεις εντυπώσεων, οι οποίες διατηρήθηκαν στους κόλπους της πρωτοχριστιανικής κοινότητος και ενσωματώθηκαν στις ευαγγελικές αφηγήσεις. Θα έλεγα, μαζί με τους ιστορικούς ερευνητές, ότι ή αγάπη και το δέ¬ος των μαθητών για τον δάσκαλο μετέχουν καταστατικά στα εξιστορούμενα πράγματα. Το πρώτο πρόσωπο της ατομικής του υπάρξεως ενέχει το δεύτερο των πιστών του ανθρώπων, οπότε χρησιμοποιούμε θεμιτά τις διηγήσεις τους ως μέτρο αναγνωρίσεως της υπερβατικής του προσωπικότητος. Ο Ιησούς φέρνει μια νέα. εκδοχή του βιβλικού Μεσσία, ένα νέο τύπο ανθρώπου ως ανοικτή δυνατότητα υπάρξεως, ο οποίος ενσαρκώνει το «εντός υμών» της Βασιλείας και ξεκλειδώνει αναγεννητικά τις ψυχές , ελευθερώνοντας τες από τα δεσμά της συλλογικής ταυτότητος.

Εάν υφίσταται μυστικό του Ιησού, έγκειται στο μυστήριο της ίδιας της υπάρξεως του. Η απουσία σαφούς εικόνος συνιστά πραγματικό κενό και πνευματικό πρόβλημα. Όπως εκείνος υπήρχε ως δυνατότης του αλλιώς, έτσι και ή προσω¬πικότης του έβγαινε από τα πλαίσια της ταυτότητος ως αντικειμενικού προσδιορισμού. Παραδόξως έχομε στην διάθεσί μας την ταυτότητα αλλά μας διαφεύγει το είναι• μιλούμε για τον Ναζωραίο αλλά τον αντιλαμβανόμαστε με όρους σημασίας πνευματικής και όχι φυσικής υποστάσεως. Μιλούμε για ιστορικό πρόσωπο με οντολογικό περιεχόμενο ένα μυστήριο. Δεν κρύβει ούτε μεταμφιέζει το πρόσωπό του ο Ιησούς. Ακόμη και όταν εκφράζεται σε πρώτο πρόσωπο με εκείνα τα εγώ ειμί του ευαγγελιστή Ιωάννη, παραπέμπει στην ταυτότητά του ως φανέρωσι του Πατρός και καλεί το ακροατήριό του να ανοιχτή αποφασιστικά στην χάρι αυτής της φανερώσεως. Το μυστήριο και μυστικό του 'Ιησού μας οδηγεί σε αναγνώρισι ταυτότητος με όρους οι οποίοι δεν αποδίδουν κάποια εξίσωση του Εγώ και του είναι, καθώς το «ειμί» προσδιορίζει το Εγώ ως φως του κόσμου, αλήθεια και ζωή, άμπελο αληθινή, θύρα είτε ύδωρ αιώνιον, με μια λέξι ως αναγωγική δύναμι σε τόπο ανοικτό. Υπ’ αυτό το πρίσμα δεν μπορούμε να κατανοήσωμε τον Πατέρα ως υπερφυσικό γεννήτορα, ο Πατήρ πού στέλνει ως φως τον Υιό του στον κόσμο, που ελκύει τους ανθρώπους προς τον Χριστό, σημαίνει την υπερούσια εκείνη πηγή ζωής ή οποία ξεχειλίζει με νόημα το είναι.

Η Θεανθρωπότης του έγκειται στο παράδοξο αυτής της δισυπόστατης μοναδικότητος και όχι σε ουράνια επανέκδοσι της βιολογικής σχέσεως πατέρα και γιου. Η μοναδικότης του συνυφαίνεται με την πολλαπλότητα των εικόνων του, χωρίς να καταντά διφορούμενη.

Τις πράξεις του διακρίνει μια υπερβατική ποιότης - ή αίγλη τους ξεπερνά την εικόνα που διαμορφώνουν οι άνθρωποι για το ίδιο, τα λόγια και τα έργα του. Ο χωρισμός είναι και ταυτότητος τον κάνει χειροπιαστό διπλανό και συγχρόνως ασύλληπτο, όχι μόνο για τους πολλούς αλλά για τους μαθητές του, οι οποίοι τον έχουν μαζί τους διαρκώς και τον χάνουν μονίμως.

Ο Ιησούς ζη στον καθένα χωρίς να γίνη κτήμα κανενός, είναι ό,τι ο καθείς γνωρίζει και συγχρόνως κάτι άγνωστο. Αναγνωρίζεται Υιός του

Θεού υπό την έννοια ότι στο πρόσωπό του ο Πατήρ Θεός δεν φανερώνεται πλέον ως υπερφυσική οντότης αλλά ως πνεύμα καινούργιας ζωής, ως αυθεντικός τρόπος υπάρξεως, διηνεκές άνοιγμα στην αλήθεια του μεταμορφωμένου ανθρώπου.

Τα Ευαγγέλια δεν μας πληροφορούν για τον φυσικό Ιησού, αλλά ζητούν να διαβάσουμε στο πρόσωπο των λόγων και των έργων του το ίδιο το γεγονός της Βασιλείας.

Εξ’ oυ και ουδείς κατόρθωσε, ούτε θα κατορθώσn να βιογραφήση

τον Ιησού με τα στοιχεία της Καινής Διαθήκης. Η ευαγγελική παρουσίασι του Ιησού μας αφόρα ως αντικείμενο πίστεως αμεσότατα - θα έλεγα: μας περιλαμβάνει στο μέτρο που καθρεφτιζόμαστε πάνω της, ενώ μία βιογραφική αναπαράσταση μας κρατεί σε απόσταση περιεργείας, η οποία έξ ορισμού αδυνατεί να αποτελέσει κίνητρο αυθυπερβάσεως και εσωτερικής αλλαγής.

Με τα Ευαγγέλια μιλούμε για τον Θεό και έχομε στον νου μας τον Ιησού Χριστό. Εκεί που δεν τολμούσαμε να πιάσουμε το όνομα του Θεού στα χείλη, τώρα μας φανερώνεται στο πρόσωπο του Ιησού, τον ζούμε στις δυσκολίες μας και τον γνωρίζουμε στην μεταμόρφωσί τους σε ελπίδα αναστάσιμη μέσα από την πίστι.

Τα βιβλία της Καινής Διαθήκης κηρύττουν σε όλους τους τόνους πώς ο Ιησούς είναι ο Χριστός του Θεού, άλλα το αποφασιστικό για να τον καταλάβουμε δεν είναι η μεσσιανική ιδιότης του, είναι το ανθρώπινο του πρόσωπο. Αυτού την πραγματικότητα βιώνουμε καθώς εξιστορούν τα σύμβαντα του ενός ή δύο τελευταίων χρόνων της ζωής του με την σκανδαλώδη πίστι ότι ο Ιησούς ενσαρκώνει την δόξα του Θεού, οπότε η ύπαρξι του σύνολη, ακόμη και ο Σταυρός του μαρτυρούν αναστάσιμο θρίαμβο του Θεού επί του κόσμου – την πρώτη και έσχατη ταυτοχρόνως παρουσία του.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΙΗΣΟΥΣ

Το ζήτημα του ιστορικού Ιησού προκύπτει κατά τά τέλη του 18ου αιώνος και είναι απόρροια του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Προηγουμένως τα Ευαγγέλια αντιμετωπίζονταν ως αψευδείς ιστορικές μαρτυρίες, ασχέτως μεταξύ τους αντιφάσεων ή διαφοροποιήσεων. Τότε αρχίζει να συνειδητοποιείται πώς είναι άλλο ο Ιησούς της ιστορικής και άλλο ο Ιησούς του κηρύγματος της χριστιανικής κοινότητος. Ο ιστορικός Ιησους με τους λόγους και τα έργα του εξασφαλίζει αυθεντικότητα στο κήρυγμα, αποτελεί ένα είδος σταθερής του εγγυήσεως και γι' αυτό έχει σημασία να τα διαστείλωμε. Το ιστορικό συμβάν προεκτείνεται στο εσωτερικό γεγονός της πίστεως, η οποία χωρίς το υπόστρωμά του θα ωδηγούσε σε θεωρητικό μήνυμα, κάτι σαν φιλοσοφική διδασκαλία.

Στο κήρυγμα αναγνωρίζουμε τον Ιησού της πίστεως τον Χριστό, γιατί αυτός ενδιέφερε κυρίως τους συντάκτες των Ευαγγελίων και τα μέλη της κοινότητος. Κατά την διαδρομή των δύο τελευταίων αιώνων η πίστι ετούτη θα ερμηνευθεί ορθολογιστικά, ιδεαλιστικά, ρομαντικά, σοσιαλιστικά, εσωτεριστικά, εκκλησιοκεντρικά, καθώς η χριστιανική ανθρωπότης θα ανιχνεύη στο μυστήριο της μορφής του τις πνευματικές της αναφορές. Ήδη στα Ευαγγέλια εντοπiζομε διαφορετικές προσεγγίσεις έν σχέσει προς τα Λόγια μεταξύ τους: Ο Μάρκος μιλεί για κεκαλυμμένο Μεσσία του οποίου η ταυτότης αποκαλύπτεται με την εκ νεκρών ανάστασι. Ο Ματθαίος κάνει λόγο για μυστικό βασιλέα του Ισραήλ, ύπ' αυτό δε το πρίσμα δίνει έμφαση στο πρόσωπο του Ιησού και στην μεσσιανική αποστολή του, ως και στην αποστολή των μαθητών. Ο Λουκάς εκθέτει το ιδρυτικό και σωτήριο γεγονός της παρουσίας του Χριστού, όπως ξεκίνησε και όπως διέτρεξε αναγεννητικά την ιστορική ζωή της πρώτης χριστιανικής κοινότητος. Όσο για των Ιωάννη, εκείνος συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του στον αυτοφανερούμενο Υιό του Θεού, ο οποίος καλεί τους πάντες σε προσωπική συνάντησι πlστεως μαζί του.

Ο Χριστός της πίστεως έρριξε την φωτεινή του σκιά στον Ιησού της ιστορικής πραγματικότητος.

Οι Ευαγγελιστές δεν μας παραδίδουν κανένα στοιχείο της εξωτερικής ταυτότητος του Ιησού ή της προσωπικότητος του. Ίσως αυτό να οφείλεται στην ιουδαϊκή απέχθεια προς τον απεικονισμό, ίσως στο ίδιο το μυστήριο του ατόμου του. Θεωρώ το τελευταίο πιθανώτερο. Μας δίνουν μόνο ενδείξεις για την εντυπωσιακή ακτινοβολία και δύναμη που εξέπεμπε. Ανεξαρτήτως όμως της ελλέιψεως βιογραφικών στοιχείων και εν επιγνώσει της σημασίας των, δεν είναι ανέφικτο να χαράξωμε το πνευματικό πορτραίτο του Ιησού, φροντίζοντας διαρκώς να συμπληρώνουμε κενά στα διαθέσιμα πραγματολογικά στοιχεία.

Το κήρυγμα της πρώτης χριστιανικής κοινότητας και το ευαγγέλιο του ιστορικού Ιησού είναι μεταξύ τους αξεχώριστα – το δεύτερο μαρτυρεί περί της αλήθειας του πρώτου.

Ο Ιησούς ήταν Ιουδαίος. Μέχρι να εγκατασταθούν μονίμως οι Ιουδαίοι στην Παλαιστίνη ήταν λαός νομαδικός, χωρίς σταθερούς δεσμούς με την γη, αλλά και η εγκατάσταση δεν εμπόδισε το μεγαλύτερο μέρος τους να διασπαρή στον τότε ελληνορρωμαϊκό κόσμο. Οδηγός της ζωής και συνεκτικός τους δεσμός υπήρχε ο Νόμος και η μεσσιανική προσδοκία σε αλληλοπεριχώρησι υπακοής κι ελπίδος. Θεό λάτρευαν ένα και μοναδικό, προσωπικό, αόρατο, άυλο δημιουργό και κύριο του κόσμου, κάτι σαν παντογνώστρια παντοδύναμη θέληση που σχεδιάζει αενάως – τον Γιαχβέ. Γιαχβέ είναι σύνθεση των τεσσάρων συμφώνων Γ,Χ,Β,Χ, τα οποία ο ίδιος ο Θεός επρόφερε στον Μωυσή επί του όρους Σινά ονομάζοντας τον εαυτό του, και σημαίνει κάτι σαν «Είμαι αυτός που υπάρχει ενεργά», «Είμαι αυτός που φανερώνεται».

Ο Ιησούς εμφανίσθηκε σε περίοδο κατ’ εξοχήν ηλεκτρισμένη. Οι Ιουδαίοι βίωναν πολύ έντονα την μεσσιανική προσδοκία, την έλευσι δηλαδή της δόξης του Θεού και το τέλος της ανυπόφορης κοσμικής συνθήκης, που σήμαινε και το τέλος της ανυπόφορης κοσμικής συνθήκης, που σήμαινε και το τέλος κάθε στερήσεως, οδύνης και κυριαρχίας των ειδωλολατρικών εθνών επί του Ισραήλ.

Ο ιουδαϊσμός συνιστά ακραιφνώς μονοθεϊστική θρησκεία. Απέναντι στην λατρεία του ενός αρσενικού, απολύτως υπερβατικού Θεού, οι θεότητες των άλλων λαών φάνταζαν δαίμονες, με αρχιδαίμονα τον Σατανά.

Οι Ιουδαίοι ώφειλαν να λατρεύουν τον Θεό στον Ναό και συγχρόνως να προσεύχονται πρωί και βράδυ, να περιτέμνουν τα αρσενικά μωρά, να σχολάζουν εντελώς το Σάββατο, να αποφεύγουν ακάθαρτες τροφές, όπως τα χοιρινά και τα οστρακόδερμα, προτού εισέλθουν στον Ναό να καθαρίζωνται από μιασμούς οφειλόμενους στο αίμα της περιόδου, τον τοκετό, την σπερματόρροια, την επαφή με πτώματα, και άλλα. Κατά καιρούς η πίστι του ιουδαϊκού λαού χαλάρωνε υπό την πίεσι της ανεκπλήρωτης μεσσιανικής προσδοκίας, τότε όμως εμφανίζονταν οι προφήτες, εμπνευσμένοι άνθρωποι του Θεού, οι οποίοι με τον λόγο και τα έργα τους προσπαθούσαν – και κατώρθωναν- να την στερεώσουν. Χωρίς να διεκδική προφητική ιδιότητα, ο Ιησούς ανέλαβε δράσι πεπεισμένος ότι γνώριζε το σχέδιο του Θεού και το κήρυττε δημόσια.

Ο Ιησούς δεν διδάσκει ούτε καινοφανές θεωρητικό σύστημα, ούτε νέα θρησκεία. Κηρύττει, όπως και οι μαθηταί του, ένα μόνο πράγμα επίμονα – ότι η Βασιλεία του Θεού έφθασε και η ολοκλήρωσί της βρίσκεται επί θύραις. Αντί να ζητή εμμονή στην τυπολογία του Νόμου εκόμιζε το καλό νέο και παρώτρυνε τους ακροατές του να μετάσχουν εόρτια στο μεγάλο γεγονός.

Ως γνωστόν, με την έκφρασι «βασιλεία του θεού» ή «των ουρανών» ο Ιησούς εννοούσε ένα κόσμο αξιών και ιεραρχήσεων ριζικά διαφορετικό από εκείνον των ανθρωπίνων σκοπιμοτήτων, κόσμο όπου τα άτομα και τα σύνολα ακολουθούν απαρέγκλιτα το θέλημα του Θεού και το κακό δεν έχει πλέον θέσι.

Στην κλήσι του Θεού ο άνθρωπος οφείλει να απαντήση με σύνολη την ύπαρξη του – να δεξιωθή τον συνάνθρωπο ακόμη κι αν είναι εχθρός. Η άνοιξη σώζει, ήτοι ζωντανεύει τον άνθρωπο. Βεβαίως δεν έρχεται να καταλύση τον Νόμο αλλά να τον συμπληρώση.

Συνυφασμένη με την ιστορική παρουσία του Ιησού, η Βασιλεία της διδασκαλίας του προσέδωσε στο είναι ασυνήθιστη έντασι, αφαιρώνας την αοριστία του απαρεμφάτου, που ελλείψη γειώσεως καταλείπει μετέωρη την ρηματική ενέργεια. Στην εντός Βασιλεία ανατρέπεται η εδραία φυσική τάξι, η οποία ενθαρρύνει και στηρίζει την ουσιαστικότητα εναντίον του δυναμισμού των πραγμάτων. Η Βασιλεία έφθασε, βεβαίωνε ο Ιησούς αυτοπροσώπως. Υπονοούσε έτσι μια κατάσταση μετα-ουσιαστική, μια ποιότητα δηλωτική και διάφορη των όρων που την παρήγαγαν, όπως το κόσμιος εκ του κόσμου ή το χριστός εκ του χρίσματος.

Το μυστικό της μεσσιανικότητας υπάγεται στο μυστήριο της Βασιλείας. Ο Ιησούς είναι Μεσσίας – Χριστός εφ’ όσον με την ύπαρξι και την δράσι του υπηρετεί την Βασιλεία ως καινούργια ζωή, κάτι πολύ διαφορετικό – έχει τονισθή κατά κόρον – από το ελληνιστικό πρότυπο του «θείου ανδρός», ο οποίος θαυματουργούσε μεν, αλλά στα πλαίσια ενός κόσμου παραδομένου στην φθορά και ενός ανθρώπου υποκειμένου στην εξουσία του θανάτου. Όχι ότι ο θάνατος καταλύεται ως φυσικό γεγονός στην καινούργια ζωή του Χριστού. Ο θάνατος παραμένει, όμως καθοριστικό στοιχείο του βίου αναδεικνύεται η θέλησι, η επιθυμία του πιστού να ενωθή καθ’ ολοκληρίαν με το θείο θέλημα.

Ο Ιησούς θεωρεί το άνοιγμα της αγάπης και το έσχατο συνώνυμα. Το έσχατο είναι αδιανόητο χωρίς την αναγέννησι του ανθρώπου. Αυτή η βαθειά πεποίθησι τον κάνει να καλή επίμονα τον κόσμο σε ματάνοια. Μιλούμε για κάτι διαφορετικό από την μετάνοια στην οποία καλούσε ο Ιουδαίος ο βαπτιστής Ιωάννης. Ο Πρόδρομος κεραυνοβολούσε τους Ιουδαίους από την έρημο (κηρύσσων εν τη ερήμω) και τους ζητούσε να επιστρέψουν καθαρτικά στο θέλημα του Θεού. Ο Ιησούς αντιθέτως πήγε προς τους ανθρώπους γιατί αντιλαμβανόταν την μετάνοια ως απόφασι εσωτερικής αλλαγής και όχι ως κάθαρσι. Αφ’ ης στιγμής η Βασιλεία σήμαινε γι’ αυτόν την πληρότητα νοήματος της υπάρξεως, το απόλυτο στην καρδιά, ήταν επόμενο να κατανοή την μετάνοια ως ανανέωσι της πίστεως στον Θεό με απανεύρεσι του χαμένου νοήματος στην υπέρβαση της εγωκεντρικής απολαύσεως των πραγμάτων.

Προϋπόθεση για να κερδηθή η ένδον Βασιλεία, που ο ευαγγελιστής Ιωάννης αποκαλεί «αιώνιο ζωή» (την «βασιλεία του θεού» αναφέρει μόνο δύο φορές στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου του) και συνδέει με την πνευματική καθαρότητα, είναι ο άνθρωπος να πράττη το θείο θέλημα. Όχι πλέον την παραδόσιμη τυποτελετουργική κάθαρσι, που ο Ιησούς πολεμά στην υποκρισία της νομοκανονικής ευσέβειας, αλλά την απλότητα του οφθαλμού ή της καρδιάς ως μόνη αυθεντική καθαρότητα.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

Καθώς ο Πάυλος δεν είχε βίωμα του ιστορικού Ιησού, προσέλαβε το πάθος και την Ανάστασι ως μεταμορφωτική ενέργεια του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Στο πνεύμα της μεταστροφής του ο φωτισμός του «λόγου» συνεπαγόταν ρήξι. Αφ’ ης στιγμής τον δεχόμαστε, εγκαταλείπομε τον παλιό μας εαυτό και αφηνόμαστε στον λόγο της αλήθειας, ο οποίος δεν είναι δικό μας, αλλά στόχος μας, σκοπός της ζωής μας.

Για τον Παύλο η χριστιανική ζωή ισοδυναμεί με νέα δημιουργία, που δεν ανήκει στο απώτερο μέλλον αλλά στο άμεσο παρόν. Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας, υπογραμμίζει στην δεύτερη επιστολή του προς τους Κορινθίους. Τα Ευαγγέλια ανήγγειλαν την έλευσι της Βασιλείας ως άνοιγμα μας σ’ αυτήν. Ο Απόστολος διακηρύσσει ότι ο άνθρωπος ελευθερώνεται από τα δεσμά της πτώσεως και της αμαρτίας, αναγεννιέται για την ακρίβεια με την ζωή, τον θάνατο και την ανάστασι του Ιησού Χριστού, συμφιλιώνεται με τον Θεό. Δεν εξετάζει ο Παύλος την όποια φυσική είτε υπερφυσική οντότητα του Ιησού. Γι’ αυτόν ο Ιησούς είναι μια πραγματικότης η οποία φανερώνει από μόνη της την σωτηρία του ανθρώπου. Ζητεί λοιπόν επίμονα από τον πιστό να εκφράση το γεγονός Ιησούς Χριστός, αφού προηγουμένως το εσωτερικεύση και το βιώση. Εκεί οφείλετε η καταλυκτική προσωπική του συμβουλή. Χωρίς την ανατροπή που επέφερε ο Παύλος μεταβάλλοντας την πίστι σε υπαρξιακό εσχατολογικό γεγονός, ο χριστιανισμός πολύ δύσκολα θα εδραιωνόταν και πολύ δυσκολώτερα θα είχε διαδραματίσει τον ιστορικό ρόλο που εν τέλει διεδραματισε.

Μετά κάποιους δισταγμούς, μαρτυρία των οποίων μας παρέχει η μνημονευόμενη στις Πράξεις των Αποστόλων διένεξι Πέτρου και Παύλου, οι χριστιανοί Ιουδαίοι (το πρωσονύμιο «χριστιανοί» είναι δημιούργημα των εθνικών της Αντιόχειας) διάβηκαν τα σύνορα της Παλαιστίνης για να κηρύξουν την θρησκευτική τους πίστι στους ελληνίζοντες Εβραίους της διασποράς.

Τα καθοριστικά προς αυτή την κατεύθυνσι βήματα έγιναν από τους Αποστόλους, οι οποίοι με το περιεχόμενο του ευαγγελικού μηνύματος και την δύναμι της πίστεως ξεπέρασαν τα πάσης φύσεως αρχικά εμπόδια και χωρίς να περιπέσουν σε Θεοκρασία ανοίχτηκαν στην τότε παγανιστική οικουμένη (αυτό που σήμερα θα ωνομάζαμε ανεπτυγμένο κόσμο) αξιοποιώντας την ευνοϊκή συνθήκη της ρωμαϊκής ειρήνης, αλλά και περιστάσεις ολέθριες, όπως η σαρωτική επιδημία -ίσως ευλογιάς - του 165 που αφάνισε δεκαπέντε με είκοσι εκατομμύρια ανθρώπους, επί εξήντα εκατομμυρίων συνολικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας. Η ρωμαϊκή ειρήνη εδραιώθηκε μέν στην πολιτική ενότητα των λαών και την ανεξιθρησκία, όμως ταυτοχρόνως υπέφερε από το πολιτισμικό χάος πού δημιούργησε η πανσπερμία εθνών και πολιτισμών, χωρίς άξονα ο οποίος να υφαίνη σε λειτουργικό όλον την συγκεχυμένη και πολωτική πραγματικότητα, η πολιτική ενότης εστερείτο πνευματικής ενότητος. Αυτήν επαγγέλθηκε πειστικά ο χριστιανισμός με τον τρόπο ζωής των πιστών στις απανταχού κοινότητες και το κήρυγμα της καθολικότητας που ζητούσε η ιστορική στιγμή της τότε πραγματικότητος.

Πηγή : ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ

Στέλιος Ράμφος

Εκδόσεις ΑΡΜΟΣ

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ιησού Χριστού Ιστορική ύπαρξη

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ