ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ένας συζυγικός καβγάς

0

  Του Μανώλη Σκαρσουλή

Όταν η γυναίκα πήρε τον αέρα του άνδρα

Έφτυνε έξαλλος τις λέξεις οδηγώντας ο Θανάσης, για τους φίλους Θάνος. Η Έλσα δίπλα του, η γυναίκα του ανησύχησε.

«Άντρα μου, παραφέρεσαι, κουλάρισε μια στάλα, πρόσεξε το τιμόνι που κρατάς»

«ΕΣΥ Σ’ ΕΜΕΝΑ ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ,  ΜΩΡΗ ΑΝΑΠΗΡΗ, ΘΑ ΣΕ ΠΑΤΗΣΩ ΜΕ Τ’ ΑΜΑΞΙ, ΣΑΝ ΣΚΟΥΛΗΚΙ, ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΛΙΩΜΑ!  ΕΧΕΙΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ!» Στην αντρική τιμή μου σου τ’ ορκίζομαι»

«Μπα έχεις κι απ’ αυτή;»

Ο Θάνος που ‘χε πιεί, σήκωσε χέρι να της ρίξει το μπουκέτο. Τ’ αμάξι έκανε οχτάρια μεσ’  στο δρόμο.

«Καλύτερα νεκρός παρά ατιμασμένος θα κάτσεις ήσυχα μωρή;  Θα υποταχθείς στον Άνδρα ή …»

«Έγινε αφέντη,. Ό,τι πεις εσύ διατάζεις»

«Άκου, τις ειρωνείες εκεί που ξέρεις, δεν σηκώνω λοιπόν, σήμερα θα σε πάει ο μάγκας να γλεντήσετε σεμνή και χαμηλοβλεπούσα, στο ‘να πόδι ξηγηθήκαμε;  Αλλιώς θα σε ζητάνε μέσω του Ερυθρού Σταυρού σ’ το ορκίζομαι».

«’Ήσυχα μη συγχύζεσαι άντρα μου, θα σου ανέβει η πίεση,. Αγάπη μου, εντάξει, θα ‘μαι ήσυχη που πάμε;»

«Όπου γουστάρω»

«Να μην ξέρω;»

«Όχι μωρή, εγώ τουμπέκα τη»

«Για την ισότητα των φύλων σου ‘χουν πει καθόλου;  Στα τέλη του εικοστού αιώνα, για φεμινισμό άκουσες τίποτα;»

«Άσε τις μαλακίες αύριο που θα το παίζω πάλι ο0ικογενειάρχης και φιλήσυχος, σήμερα όμως ξεσαλώνω αντρικά και μάγκικα κι άμα μου τη χαλάσεις, θα ψοφήσεις. Είπα…»

Η Έλσα άναψε  τσιγάρο αυτός τα πήρε:

«ΣΟΥ ‘ΧΩ ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΕΙ ΝΑ ΚΑΠΝΙΖΕΙΣ ΜΕΣ’  ΣΤ’  ΑΜΑΞΙ!  ΤΩΡΑ ΠΕΤΑ ΤΟ!»

«Όχι δεν το πετάω, ρε μαλάκα.  Τι θα κάνεις; «

Της άστραψε ένα μπάτσο ξαφνικά, χτύπησε το κεφάλι της στο τζάμι, είδε αστέρια, το τσιγάρο έπεσε στο κάθισμα., εκείνος τ’ άρπαξε το πέταξε απ’ το τζάμι μετά σταμάτησε απότομα δεξιά, η φωνή του έτρεμε, την παραμόρφωνε η οργή.

«Λοιπόν, δύο παίζουν:  ή κατεβαίνεις, πας το διάολο…»

«Εδώ στις ερημιές;  Θα με ξεσκίσουν οι Αλβανοί!»

«Μακάρι, ο Θεός να δώσει, κατεβαίνεις και πουλεύεις, ή υποτάσσεσαι ή σε κόβω φέτες διάλεξε»

«Λοιπόν, εντάξει, δεν καπνίζω»

Ο Θάνος πάρκαρε έξω από μια παράγκα, μεσ’  στα έρημα χωράφια.  Από μέσα ακουγότανε μπουζούκι, κατέβηκαν η Έλσα δεν  γουστάριζε, τον έβγαλε οφσάϊντ

«Πάλι εδώ στην άκρια του πουθενά με έφερες πάλι ν’ ακούσουμε τους προπολεμικούς σου γέρους;  Δεν θα με πας και στα μοντέρνα καμιά φορά;»

«Τι λες μωρή ιερόσυλη ξεκούδουνη.  Οι γέροντες που λες είναι ιεροί, είναι γνήσιοι τραγουδούν με την ψυχή, όχι με την … όπως οι ψόφιοι, οι μοντέρνοι στα «Ρεταλάδικα»  στ’  «Αγγουράδικα» και στα λοιπά άντρα του ψεύδους που γουστάρεις και που σ’ αντιπροσωπεύουν».

Στον τοίχο ήταν γραμμένο ένα ποίημα του Καβάφη, με μεγάλα γράμματα.  Ο Θάνος διάβασε μεγαλόφωνα:

ΟΜΝΥΕΙ

Ομνύει κάθε τόσο ν’ αρχίσει πιο καλή ζωή…

Αλλ’ όταν έλθει η νύχτα με τις δικές της συμβουλές

Με τους συμβιβασμούς της και με τις υποσχέσεις της…

Ο Θάνος έμεινε για λίγο σκεπτικός:

«Λοιπόν αγάπη, ξέρεις κάτι;» είπε τελικά. «Ετσι επί τόπου ορκίζομαι κι εγώ καλά τα λέει ο μάγκας, ορκίζομαι να σε πουλέψω, να ησυχάσω πια, μου ρήμαξες το βίο».

«Μα ο Καβάφης ήταν αδελφή»

«Μαγκιά του, γούστο του, καλά ξηγιότανε»

«Κι εσύ κρυπταδερφάρα είσαι»

«Γούστο μου και καμάρι μου!  ΄Ετσι την βρίσκω, να μαζεύω εμπειρίες να τα κάνω όλα στη ζωή»

«ΑΝΤΡΑΣ ΚΙ ΑΔΕΛΦΗ ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ;»

«Μη σκούζεις μωρή!  Ρόμπα μ’ έκανες τουμπέκα τη!»

«Σου πάτησα τον καλο, άτιμε;»

«Είπα θέλω να πιω».  Η Έλσα φώναξε τον γκαρσόνι.  «Φέρε μας ένα Johnny».

Ο Θάνος του ‘κανε νόημα να σπάσει. «Οχι, δε φέρνεις τίποτα, άκυρο» είπε.

«Αυτός πήγε να φύγει κι η Έλσα τον τραβούσε απ’ το σακάκι. «Φέρε ένα Johnny φίλε»

«ΟΧΙ, ΔΕΝ ΦΕΡΝΕΙΣ ΤΙΠΟΤΑ!  ΕΓΩ ΠΛΗΡΩΝΩ, ΦΥΓΕ»…

«Φέρε ένα Johnny, χεσ’ τον το χαμούρη!»  Το γκαρσόνι τα ‘χε παίξει, έφυγε και κουνούσε μ’ απορία το κεφάλι.

Η Έλσα έξαλλη σηκώθηκε.

Έφυγε τρεχάτη στην τουαλέτα και κλειδώθηκε.

Ανάσανε βαθιά, ύστερα έβγαλε δυο υπνοστεντόν και τα κατάπιε.  Πλησίασε τον καθρέφτη και κοιτάχτηκε μάτια μεγάλα, καστανά, στόμα γλυκό, μετρούσε ακόμα, ας είχε τις ρυτίδες

«θα του δείξω  εγώ του κερατά!» είπε

Βγήκε χαπακωμένη, κάνοντας οχτάρια χαμήλωσε το ήδη αβυσαλλέο ντεκολτέ της και πλησιάζοντας μια παρέα νεαρών τους χαμογέλασε πουτάνιαρικα.

«Παιδιά, ένα ποτό θα με κεράσετε; «

«Μανάρι μου, ό,τι θες κάτσε κοντά μας»

Οι τύποι χύθηκαν στη θέα του στήθους της.

Πέρα στο βάθος, ο Θάνος παρακολουθούσε , «παλιά της τέχνη» είπε και στέναξε.

Βαλαντωμένος ο Θάνος σηκώθηκε, πλησίασε  τον γέρο. «Θέλω παραγγελιά ζεϊμπέκικο, ασήκωτο, βαρύ»

Ο γέρος συγκατένευσε. Έπιασε το μπουζούκι, άρχισε ένα ταξίμι του θανάτου, βραχνός κι αυθεντικός, τραγούδησε.

Σκύλα μ’ έκανες κομμάτια

Με τα μαύρα σου τα μάτια.

Σκυφτός, μόνος στην πίστα ο Θάνος χόρευε μερακλωμένος, τα ‘δινε όλα.

Η ΄Ελσα απέναντί του, με τα χέρια της στη μέση γυάλιζε το μάτι της, είχε ανεβεί για τσαμπουκά στην πίστα.

Άσε, θα το χορέψω εγώ, κατέβα» είπε

«Ελσα κοπάνα τη, επί τόπου, επιθυμία δική μου, έκανε  ο Θάνος, ενώ το αίμα πολιορκούσε το κεφάλι του.

«Σπάσε πριν σ’ ανατινάξω» βρυχήθηκε η Έλσα πήρε φόρα και τον έσπρωξε.

«Είπα!  Κατέβα, θα χορέψω εγώ, δικό μου». Στο μεταξύ ο γέρος έπαιζε:

«Σκύλα, μ’ έκανες ρεζίλι

Στον πασά και στο βεζίρη.

Και η Έλσα ήδη χόρευε μια μεθυσμένη ζεϊμπεκιά που ‘μοιαζε τσιφτετέλι της ξευτίλας

«Φύγε, κατέβα, άσχετη, τι κάνεις;  Το πιο βαρύ ζεϊμπέκικο του Μάρκου τσιφτετέλι.  Με ρεζίλεψες μ’ έκανες των σκυλιώνε, φτου σου θα πληρώσεις» είπε και σφίγγοντας τα δόντια του, κατέβηκε, χοντρή ξευτίλα και το έφερε βαρέως.

Χώθηκε τουαλέτα και ξηγήθηκε ένα τρίφυλλο μονάχος του λίγο και ξαλεγράρει απ’ το πρωτοφανές στραπάτσο, του ανδρισμού του το αδιανόητο τσαλάκωμα.

Μετά η Έλσα την έπεσε σε μια παρέα λαχαναγορίτες που την κέρναγαν σαμπάνιες και της χάιδευαν ασύστολα τα μπούτια.  Ο Θάνος ένιωσε πως δεν θ’ αντέξει άλλο πλήρωσε κι έστειλε να τη φωνάξουν ήρθε εκείνη γελαστή, ήταν στα χάϊ της.

Βγαίνοντας  του Θάνου  του ‘ρθε γέλιο ανώμαλο, τρελό

«Γιατί γελάς;»

«Να θυμήθηκα εκείνο το έργο, τη «Βιρτζίνια Γούλφ» που όλο τρώγονταν οι δυο τους, σαν σκυλιά, θυμάσαι;»

«Ναι, γιατί;»

«Ε, λοιπόν, εμείς τους ξεπεράσαμε»

«Ε, καλά, ένας συζυγικός καβγάς ήτανε μόνο»

Στέναζε εκείνος και την πήρε αγκαζέ.

«Άντε πάμε λίγο πέρα, προς τα χωράφια, να πάρουμε λιγάκι αέρα»

«Ώστε με συγχώρεσες, αντρούλη μου, που λίγο παραφέρθηκα;»

«Αφού σ’ αγαπώ μωρή, το ξέρεις»  και προχωρούσαν αγκαζέ στις ερημιές λίγο προτού χαράξει.

ΤΕΡΜΑ ΣΤΟ ΣΠΑΣΙΜΟ ΤΩΝ ΠΙΑΤΩΝ

ΔΙΑΤΑΓΗ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΥΛΙΑ ΔΕΜΕΝΑ

Είχαν περάσει δύο περίπου χρόνια από την 21η Απριλίου 1967 που οι συνταγματάρχες είχαν επιβάλλει την «επανάστασή»  τους. οι νυχτόβιοι, οι καλλιτέχνες, οι επιχειρηματίες είχαν ΞΕΣΑΛΏΣΕΙ επειδή στην αρχή είχαν πιστέψει πως ο στρατιωτικός νόμος θα ερήμωνε και τη διασκέδαση…

Κι όμως, εκείνα τα χρόνια,  είτε για λόγους σκοπιμότητας είτε γιατί υπήρχε μεγαλύτερη οικονομική άνεση, η νυχτερινή διασκέδαση ανθούσε.

Ήταν η εποχή που αναπτύχθηκε κι αναδείχθηκε η μεγάλη γενιά των Ελλήνων τραγουδιστών. Η Μαρινέλλα, ο Βοσκόπουλος, ο Πουλόπουλος, η Μοσχολιού, ο Κόκοτας, ο Πάριος, η Αλεξίου, η Γαλάνη κι όλοι οι άλλοι που ούτε μπορώ να τους συμπεριλάβω, ούτε μπορώ να τους γράψω όλους, δίχως ν’ αδικήσω κάποιους.

Η περιοχή της Πλάκας ήταν γεμάτη κέντρα.  Η Λεωφόρος Συγγρού και η παραλιακή επίσης.  Το ίδιο η Θηβών αλλά και η εθνική οδός μέχρι το 24ο χιλιόμετρο.

Οι Αθηναίοι διασκέδαζαν σπάζοντας πιάτα, ποτήρια, κανάτες και ό,τι άλλο έβρισκαν μπροστά τους.

Οι σερβιτόροι- πάντα πρώτοι στην Πλάκα- είχαν βγάλει και όνομα στους πελάτες που έκαναν μεγάλους λογαριασμούς.  Τους φώναζαν … λαγούς.  Κι ενώ έτρεχαν να φέρουν πιάτα στα τραπέζια τους, μπαίνοντας στην κουζίνα όπου ήταν αραδιασμένες οι ντάνες με τα πιάτα φώναζαν για συντομία στον ταμία να χρεώσει :

-    Τρεις ντάνες  στο .. λαγό τρία…

-    Επτά ντάνες στο… λαγό οκτώ…

Τους  είχαν δώσει και αριθμούς για να μην μπερδεύονται. Και το κακό δε σταματούσε εκεί. Υπήρχαν και οι άλλοι που για επίδειξη ανδρισμού έσπαγαν τα πιάτα στο.. κεφάλι τους.

Τα ατυχήματα στην πίστα ήταν συχνά.  Γιατί μαζί με τα πιάτα έσπαγαν και ποτήρια και καράφες και τασάκια… Πολλές τραγουδίστριες πήγαν για ράμματα στα νοσοκομεία, όπως και όσες χόρευαν στην πίστα και γλίστραγαν πέφτοντας, πάνω στα γυαλιά ή πατώντας κάποιο μυτερό κομμάτι από πιάτο ή ποτήρι.  Η Πόλυ Πάνου, η συγχωρεμένη Ρίτα Σακελλαρίου, η Πίτσα Παπαδοπούλου και όλες σχεδόν οι τραγουδίστριες κάθε δύο εμφανίσεις άλλαζαν παπούτσια.

Πώς σταμάτησαν όλα αυτά;  Θα σας πω…

Ένα βράδυ λοιπόν, έξω από τη Νεράιδα σταμάτησαν τρία αυτοκίνητα και από την πρώτη μαύρη λιμουζίνα κατέβηκε, κορδωτός πάντα, ο Γιώργος Παπαδόπουλος. Από πίσω του κρατώντας μια μεγάλη τσάντα με λουριά, έτρεχε η δέσποινα, που όμως πολλές φορές μόνη της ή με συντροφιές 0 διασκέδαζε στο ίδιο κέντρο.

Εκείνο το βράδυ στη Νεράιδα ήταν και ο Αριστοτέλης Ωνάσης μαζί με τον Ρουφογάλη, τον αρχηγό της τότε ΚΥΠ.  Και σε άλλο τραπέζι ο Κώστας Ασλανίδης, γενικός γραμματέας Αθλητισμού εκείνη την εποχή.

Μαζί με τον Παπαδόπουλο και από το δεύτερο αυτοκίνητο κατέβηκε ο Μπάμπης Παπαδόπουλος, ο αδελφός του, που τον είχαμε από άλλες περιπτώσεις κατατάξει στους καλοσυνάτους νυχτόβιους.

`Με την είσοδο του Παπαδόπουλο στη Νεράιδα, το μαγαζί.. ψιλοπάγωσε.  Ο Παντελής, ο πιο παραδοσιακός κι ευγενικός μετρ της αθηναϊκής νύχτας, πάντα άψογος, υποκλίθηκε και τον οδήγησε στο πρώτο τραπέζι. Ο Παπαδόπουλος προχώρησε και κάθησε δίχως να  γυρίσει πουθενά το κεφάλι του, αλλά τα ‘βλεπε όλα στριφογυρίζοντας συνεχώς τα μάτια του σαν χαμαιλέοντας…

Ο Γιάννης Πάριος έμεινε άγαλμα στην πίστα και τσάμπα του έγνεφε ο μαέστρος Γιώργος Κατσαρός.

Ο Παράβας, που λίγο πριν είχε τελειώσει μια σάτιρα εις βάρος της Δικτατορίας κάπως καλυμμένη, κόντευε να μπει κάτω από το τραπέζι.

Την κατάσταση την έσωσε η Λένα Παμέλα, ιδιοκτήτρια της Νεράιδας, που έτρεξε πίσω από τις κουίντες και φώναξε στον Κατσαρό.

- Βάλε τσάμικο, βάλε τσάμικο…

Ξυπνάει ο Κατσαρός, κάτι φωνάζει στην ορχήστρα και ο Πάριος αρχίζει.. Του Κίτσου η μάνα κάθεται. Ο γνωστός νυκτόβιος, Γιώργος Χαραλαμπόπουλος – δεν του ‘βγαλε τσάμπα το τραγούδι η Ρίτα Σακελλαρίου, που έλεγε Είναι γάτα, είναι γάτα ο κοντός με τη γραβάτα- πετάγεται στην πίστα μ’ ένα μαντήλι στο χέρι και στήνει το χορό.

Ο Παπαδόπουλος αρχίζει να κουλάρει και μια υποψία χαμόγελου σχηματίζεται στο πρόσωπό του.  Και ‘κει που όλοι πήγαμε να πούμε Δόξα σοι ο Θεός, αρχίζουμε να φωνάζουμε Βοήθα Παναγιά.  Ένας ελαφρόμυαλος από δίπλα, που έχει πάνω στο τραπέζι του μια ντάνα πιάτα, έρχεται στο κέφι και τα σβουρίζει στην πίστα.

Ο Παπαδόπουλος τινάχτηκε πάνω λες και τον χτύπησε το ρεύμα…

- Γελοίον, κύριοι… Απαράδεκτον… Ανήκουστον…

Και φεύγει βιαστικά σαρώνοντας όλο το μαγαζί με τα μάτια του, σαν χαμαιλέων, αλλά με το κεφάλι του ακίνητο, γυψαρισμένο μπροστά…

Από την επόμενη μέρα τέρμα τα πιάτα.  Έμπαιναν οι αστυνομικοί στα κέντρα και, αν έβλεπαν πιάτο πάνω σε τραπέζι, έπαιρναν αυτόφωρο τον ιδιοκτήτη αλλά και τον πελάτη…

Στην Θεσσαλονίκη έκαναν… αντίσταση. Μερικοί ευρηματικοί επιχειρηματίες, επειδή η αστυνομική διάταξη αναφερόταν σε πιάτα, βρήκαν τη λύση.. Κατάργησαν τα πιάτα και πήγαιναν στους πελάτες τους να σπάσουν ντάνες από .. πλακάκια μπάνιου.

Πηγές:  Ανδρέας Κουβαλογιάννης, Εκδόσεις ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

       Γιώργης Χρηστέας, ΑΠΟΠΕΙΡΑ

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Ένας συζυγικός καβγάς

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ