Η κυβέρνηση επιχειρεί να παρουσιάσει την αναμόρφωση του πειθαρχικού δικαίου ως «μεταρρύθμιση». Το ερώτημα όμως είναι αν το νέο πλαίσιο απαντά πραγματικά στις ανάγκες του Δημοσίου ή αν συνιστά ένα ακόμη βήμα σε μια πολιτική πειθαρχίας, ελέγχου και στοχοποίησης των εργαζομένων.
Το ισχύον καθεστώς ήδη προβλέπει αυστηρές ποινές, ακόμη και απόλυση, για πληθώρα παραπτωμάτων· δεν είναι τυχαίο ότι την τελευταία πενταετία έχουν απολυθεί περίπου 1.200 δημόσιοι υπάλληλοι. Η αργοπορία στη λειτουργία των πειθαρχικών συμβουλίων δεν οφείλεται στους εκπροσώπους των εργαζομένων, όπως συχνά καλλιεργείται επικοινωνιακά, αλλά σε αδυναμίες του ίδιου του διοικητικού μηχανισμού.
Ένα «Συμβούλιο» χωρίς επανεξέταση
Η κατάργηση των πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων πειθαρχικών συμβουλίων οδηγεί σε μια θεσμική πρωτοτυπία: ο εργαζόμενος δεν θα έχει πια το δικαίωμα επανεξέτασης της υπόθεσής του παρά μόνο μέσω δικαστηρίων. Μια επιλογή που απαιτεί σημαντικούς οικονομικούς πόρους και αντοχή σε μια μακροχρόνια και ψυχοφθόρα διαδικασία. Πόσοι και πόσες θα μπορέσουν να το αντέξουν;
Το νέο «Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθρώπινου Δυναμικού Δημοσίου Τομέα» θα απαρτίζεται αποκλειστικά από νομικούς του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Ο αποκλεισμός των εκπροσώπων των εργαζομένων –πολιτική που εφαρμόστηκε ήδη στο Υπουργείο Παιδείας– επεκτείνεται σε όλο το Δημόσιο. Παράλληλα, εκτός μένουν και οι δικαστικοί, γεγονός που υπονομεύει την αμεροληψία και την αντικειμενικότητα στη λήψη αποφάσεων.
Ποινές χωρίς αναλογικότητα
Το νέο πλαίσιο προβλέπει ένα εξαιρετικά αυστηρό φάσμα ποινών: σοβαρές οικονομικές κυρώσεις και πρόστιμα που μπορεί να φτάνουν σε χιλιάδες ευρώ. Επιπλέον, διευρύνονται ασαφώς οι περιπτώσεις που συνιστούν πειθαρχικά αδικήματα. Έτσι, ανοίγει επικίνδυνος δρόμος ώστε ακόμη και συνδικαλιστικές δράσεις να μπορούν να διωχθούν ως παραπτώματα. Η ποινικοποίηση της συλλογικής διεκδίκησης δεν είναι απλώς ακραία επιλογή· είναι χτύπημα στον πυρήνα της δημοκρατίας στους χώρους δουλειάς.
Τι δεν αλλάζει
Αξιοσημείωτο είναι ότι η κυβέρνηση, ενώ επιμένει στην «προστασία της αξιοκρατίας», έχει αφήσει αναλλοίωτη εδώ και έξι χρόνια την πραγματικότητα της απουσίας κρίσεων για στελέχη διοίκησης. Έτσι, πολλοί προϊστάμενοι συνεχίζουν να ασκούν καθήκοντα χωρίς να έχουν αξιολογηθεί ποτέ, την ώρα που καλούνται να αξιολογήσουν υφιστάμενους υπαλλήλους. Πρόκειται για ένα σύστημα που θυμίζει δίκτυα πατρωνίας, ξένο προς τις ευρωπαϊκές διοικητικές πρακτικές.
Το επικοινωνιακό παιχνίδι
Η κυβερνητική ρητορική εστιάζει στην «άρση της μονιμότητας» των δημοσίων υπαλλήλων, παρουσιάζοντάς την ως λύση για τα προβλήματα του Δημοσίου. Στην πραγματικότητα, η μονιμότητα –θεσμός 114 ετών– αποτελεί εγγύηση ανεξαρτησίας, θωράκιση απέναντι στον κομματισμό, την ευνοιοκρατία και τον πελατειακό έλεγχο. Η στοχοποίησή της δεν υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον αλλά πολιτικές σκοπιμότητες.
Η πραγματική ανάγκη
Σε μια εποχή γεωπολιτικών ανακατατάξεων, η ύπαρξη ισχυρού Δημόσιου Τομέα είναι προϋπόθεση για τη σταθερότητα της χώρας και την κοινωνική συνοχή. Η βελτίωση του Δημοσίου δεν μπορεί να στηριχθεί στον φόβο και την τιμωρία, αλλά στη δικαιοσύνη, στην αξιοκρατία, στη λογοδοσία και –κυρίως– στον σεβασμό των εργαζομένων που το υπηρετούν.
Η κοινωνία δεν χρειάζεται ένα πειθαρχικό δίκαιο που ποινικοποιεί τη δράση και εντείνει τον αυταρχισμό. Χρειάζεται ένα Δημόσιο που θα λειτουργεί με διαφάνεια, ισονομία και σεβασμό στην αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
*ο Γιάννης Μαρινάτος είναι εκπαιδευτικός,
Πρόεδρος Ν.Τ. ΑΔΕΔΥ Ρεθύμνου,
Μέλος Γενικού Συμβουλίου ΑΔΕΔΥ,
Πρόεδρος Συλλόγου Ε
κπαιδευτικών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ρεθύμνου

