ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Μονή Βωσσάκου… είκοσι χρόνια πριν!

0

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΚΛΑΔΟΣ

Πολλές φορές ο χρόνος ρέει με τρόπο που δεν σου αφήνει περιθώρια να χωρέσεις μέσα στα στενά του όρια όλα όσα νομίζεις πως μπορείς και θέλεις να προλάβεις.

Άλλοτε πάλι, έρχονται τα γεγονότα να καταδείξουν πως ο Νίκος Καζαντζάκης είχε δίκιο όταν έγραφε : «μια αστραπή είναι ο χρόνος, μα προλαβαίνουμε.»

Έτσι ή αλλιώς η σχετικότητα του χρόνου κυριαρχεί στο επιστητό.  Και μέσα σε αυτή την αλληλουχία της φυσικής πορείας, τα αποτυπώματα ενός εκάστου μένουν ως μαρτύρια πράξεων που είτε επιτυχώς είτε ανεπιτυχώς διαμορφώνουν την πραγματικότητα του σήμερα.

Αυτές οι σκέψεις πλημμύρησαν το νου μου καθώς ξεφύλλισα το άλμπουμ των αναμνήσεων μου, το οποίο στάθηκε σε μια ημερομηνία που θα με ακολουθεί έως τα έσχατα της ζωής μου μαζί με άλλες: 12 Ιουλίου 1997.

Είκοσι, χρόνια πριν! Ήταν Σάββατο πρωί και μια παρέα, μάλλον ρομαντικών ανθρώπων, παράτολμων, ανηφόρησαν με πολύ δυσκολία στις νότιες παρυφές των Ταλέων Ορέων, πάνω από το χωριό Δοξαρό στον Μυλοπόταμο για να κάνουν την πρώτη τους επίσημη συνεδρίαση ως επιτροπή διαχείρισης και αναστύλωσης μιας ερειπωμένης μονής. Της ιστορικής Μονής Τιμίου Σταυρού Βωσσάκου.

Κατάφυτος ο τόπος. Το «ιδιαίτερου φυσικού κάλλους» δεν φτάνει ως έκφραση για να περιγράψει σωστά. Και στην μέση – μέση του δάσους, ένας σωρός από πέτρες κύκλωναν ένα εγκαταλελειμμένο ναό με επιτοίχιες αναφορές στο παρελθόν της ζωής, που είχε φιλοξενήσει το κτιριακό συγκρότημα, τα λείψανα του οποίου μαρτυρούσαν χρόνους δόξας αλλά και χρόνους λήθης. Η αυλή του ναού, στην οποία καθίσαμε και ξεκινήσαμε την κουβέντα, αποτελούνταν από τις ταφόπλακες των παλαιών μοναχών και στο πλάι υπήρχε η περίτεχνη λιθόγλυπτη, λαξευμένη κρήνη, κάτω από τη σκιά αυτοφυών δέντρων που συμπλήρωναν τον «καμβά» μιας πραγματικότητας που δημιουργούσε ποικίλα συναισθήματα.

Είχαμε πάει για να κουβεντιάσουμε την αναστήλωση μιας παλιάς μονής, που είχε γκρεμιστεί και μετατραπεί σε … στάβλο! Γύρω – γύρω η ιστορία και εμείς στη μέση μιλούσαμε για το μέλλον!

Ήρθαν και έφυγαν τα χρόνια και οι καιροί.

Είκοσι χρόνια μετά, τίποτα δεν είναι ίδιο. Στις 12 Ιουλίου 2017, πήγα και είδα «το μέλλον που συζητούσαμε τότε» … άνοιξα το άλμπουμ με τις φωτογραφίες που είχα τραβήξει και χάρηκα που είχαν γίνει μακρινό παρελθόν….

Η Μονή Βωσσάκου σήμερα είναι ένα λαμπρό αρχιτεκτονικό οικοδόμημα, λειτουργεί με τους μοναχούς της και πορεύεται στην ιστορική της διαδρομή.

 

Η Αρχή…

Υπήρχε ένας κοινοτάρχης, ο Νίκος Πλαΐτης του Δοξαρού, ο οποίος πάντα μιλούσε και ζητούσε την αναστήλωση της Μονής Βωσσάκου. Μάλιστα, είχε καταφέρει να χαράξει με δυσκολία ένα στενό χωματόδρομο για να φτάνει αυτοκίνητο μέχρι τα ερείπια του μοναστηριού.

Υπήρχε επίσης ένα καλόγερος που είχε αναστηλώσει την Μονή Ατάλης – Μπαλί, ο Αρχιμανδρίτης Άνθιμος Συριανός, που κάθε χρόνο, συνήθως το πρώτο Σάββατο του δεκαπενταύγουστου, οργάνωνε μια εκδρομή περιπατητική από το μονοπάτι του Μπαλίου στο Βώσσακος.

Εκείνη την χρονιά, το 1997, υπήρξε και ένας ποιητής που του άρεσε να περπατά στα βουνά και στα λαγκάδια για να εμπνέεται. Ήταν ο «Φτερόλακας», ο κατά κόσμον Ευάγγελος Κιαγιαδάκης.

Ο ποιητής πέρασε από το ερειπωμένο μοναστήρι και μαγεύτηκε. Πόνεσε επίσης. Η αντιξοότητα των συναισθημάτων του καταγράφηκαν στα χαρτιά και δημοσιεύθηκαν στην εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» μαζί με μια φωτογραφία από ένα υπεραιωνόβιο κυπαρίσσι, στον κορμό του οποίου είχε φυτρώσει μια συκιά. Αυτή ήταν η αρχή!

Λες και επρόκειτο για θαύμα! Δεκάδες Ρεθεμνιώτες άρχισαν να ψάχνουν τον ποιητή και να του προσφέρουν υλικά και χρήματα για να αναστηλωθεί το μοναστήρι. Τα δημοσιεύματα πλήθαιναν. Η πρόταση του ποιητή είχε βαθειά ανταπόκριση στους πολίτες και στους πιστούς.

Διακρίνοντας πως οι καιροί ήταν κατάλληλοι, ο πρώην Αρχιμανδρίτης του Μπαλίου Άνθιμος, που στο μεταξύ είχε γίνει Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, κάλεσε κοντά του τον ποιητή, τον Κοινοτάρχη του Δοξαρού και άλλους πέντε ανθρώπους, στους οποίους ανέθεσε να φέρουν σε πέρας το φιλόδοξο και μεγαλεπήβολο όνειρο… να αναστηλωθεί η Μονή Βωσσάκου.

Πρόεδρος της Επιτροπής ορίστηκε ο αείμνηστος Πρωτοπρεσβύτερος του Οικουμενικού Θρόνου και πρώην Γενικός Αρχιερατικός της τοπικής Μητρόπολης π. Θεμιστοκλής Μαρκάκης. Αντιπρόεδρος ο Κοινοτάρχης κ. Πλαΐτης, Γραμματέας ο εκπαιδευτικός Σταύρος Παναγιωτάκης (σημερινός ηγούμενος Τιμόθεος), Ταμίας ο ποιητής Φτερόλακας και μέλη ο Καθηγητής Πανεπιστημίου Μιχάλης Βάμβουκας από το κοντινό χωριό Θεοδώρα και εγώ, που τότε έκανα τα πρώτα δημοσιογραφικά μου βήματα στην εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα».

Η πρώτη μας συνεδρίαση έγινε τον Ιούλιο του 1997… είκοσι χρόνια μετά… ζούμε το μέλλον!

 

ΜΝΗΜΕΣ

Ο Ευάγγελος Κιαγιαδάκης, ο οποίος προκάλεσε την Αρχή του μεγάλου έργου, σήμερα, θυμάται τα εξής:

«Ήταν 17 Νοεμβρίου του 1996 όταν με τον Ορειβατικό Ηρακλείου κατεβαίνοντας από τον Κουλούκουνα φτάσαμε στο εγκαταλειμμένο Μοναστήρι του Βωσσάκου, για ξεκούραση.

Εγώ βλέποντας την εγκατάλειψη και τα χαλάσματα, που ήταν γεμάτα κοπριές από τα ζώα που σταβλιζόταν εκεί, η συνείδηση μου επαναστάτησε, εδώ σκέφτηκα, κάποιοι άνθρωποι έζησαν, εργάστηκαν, πόνεσαν, προσευχήθηκαν, ονειρεύτηκαν. που πήγαν όλα αυτά; διερωτήθηκα, έγιναν χαλάσματα και σταυλισμός ζώων, γεμάτα κοπριές; Μια συγκίνηση με κατείχε μαζί με μια αγανάκτηση.

Έτσι αφού πήρα μερικές φωτογραφίες, έφυγα, αλλά ο νους και η ψυχή μου έμειναν εκεί, το βράδυ στο σπίτι μου έγραφα ένα ποίημα, που προτρέπω τον επισκέπτη να μην πατήσει βαριά την πέτρα γιατί θα πονέσει, λέγοντας του: «Μόνο πέρασε σιγά, σιγά και το σκουφί σου βγάλε και ένα αγριολούλουδο ανέ κρατάς, απόθεσε το ευλαβικά και το σταυρό σου κάνε, στα χρόνια αυτά τις λησμονιάς».

Δεν πέρασε πολύς καιρός και γύρισα πάλι εκεί και τότε πρόσεξα ένα κυπαρίσσι, που σε ύψος τριών μέτρων είχε φυτρώσει, μια συκιά σε μια σχισμή του κυπαρισσιού.

Αφού το φωτογράφισα, το βράδυ στο σπίτι μου, έγραψα πάλι ένα ποίημα, «Το Κυπαρίσσι και η Συκιά». όλα αυτά τα δημοσίευα στην τοπική εφημερίδα Ρεθεμιώτικα Νέα, με το ψευδώνυμο μου «φτερόλακας».

Με τη δημοσιότητα που δόθηκε, επικοινώνησε μαζί μου ,το Τηλεοπτικό κανάλι της Κρητικής Τηλεόρασης και πήγαμε στο Μοναστήρι και απαθανάτισε τα δύο δέντρα "σ' ένα κορμό" και φυσικά το Μοναστήρι με την Ιστορία του.

Αυτό στάθηκε αφορμή να γίνεται γνωστό το Μοναστήρι του Βωσσάκου και βέβαια κάποιος να πάει να κόψει τη συκιά, με την αιτιολογία ότι θα κατέστρεφε το κυπαρίσσι. Εγώ όμως που είχα ρωτήσει δασολόγο, μου απάντησε ότι το κυπαρίσσι δεν είχε πρόβλημα για εκατό χρόνια. Τώρα δεν υπάρχει ποια γιατί το έριξε ο αέρας, όπως και τον φοίνικα που υπήρχε βόρια του Μοναστηριού.

Άρχισα μετά να γράφω αποδείξεις προσφοράς υλικών και να πηγαίνω σε επιχειρήσεις που μου δημοσίευε ο δημοσιογράφος της εφημερίδας Ρεθεμνιώτικα Νέα, Κώστας Πετρίδης, συμβάλλοντας και αυτός στα μέγιστα στην προσπάθεια αναστύλωσης του Βωσσάκου.

Άμα λοιπόν μάζεψα αρκετές αποδείξεις, πήγα στον Μητροπολίτη Άνθιμο και του τις έδωσα, λέγοντας του ότι, ήμουν εγώ που έγραφα με το ψευδώνυμο Φτερόλακας, οπότε με ρώτησε «πως σκέπτεσαι να συνεχίσομε», τότε του απάντησα να κάνει μια επιτροπή, ν’ αρχίσουμε την αναστύλωση του Μοναστηριού. Ρωτώντας με, ποιους να βάλουμε, εγώ του υπέδειξα μόνο τον Καθηγητή του Πανεπιστήμιου κ. Μιχάλη Βάμβουκα, που θα προσέφερε πολλά, με την επιστημονική του κατάρτιση και με το κύρος του, όπως και προσέφερε πολλά.

Η πρώτη Θεία Λειτουργία με την οποία και επίσημα ξεκίνησαν οι διαδικασίες αναστύλωσης έγινε στις 9 Αυγούστου 1997, με τον κόσμο του Μυλοποτάμου να ανεβαίνει κατά εκατοντάδες για να δηλώσει την στήριξη του στο έργο που ξεκινούσε.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ