Το ιστορικό μυθιστόρημα είναι το έργο στο οποίο γίνεται απόπειρα να μεταφερθούν με πιστότητα το πνεύμα, οι συμπεριφορές και οι γενικότερες συνθήκες μιας περασμένης ιστορικής περιόδου σε στενότερο ή σε ευρύτερο κοινωνικό ή γεωγραφικό χώρο. Είναι, επίσης, το λογοτεχνικό είδος στο οποίο γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθεί μια δραματική – με την έννοια της δράσης, της κίνησης και των αντιπαραθέσεων – δομή μυθοπλασίας μέσα σε μια οριοθετημένη ιστορική εποχή, την οποία σκιαγραφεί ο δημιουργός του μετά από διεξοδική μελέτη γεγονότων, τόπων, χαρακτήρων, συνηθειών, ηθών και άλλων επιμέρους γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν την εποχή.
Βασικός συγγραφικός στόχος είναι η σύζευξη της λογοτεχνικής μυθοπλασίας με την Ιστορία. Επιτυγχάνεται, αν αναπαραχθεί σε επαρκή βαθμό η ιστορική αλήθεια, και βέβαια αν ανταποκρίνεται στα λογοτεχνικά κριτήρια η ανάπτυξη της πλοκής και η απόδοση των χαρακτήρων.
Σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα, λοιπόν, ο συγγραφέας έχει διπλό ρόλο, αυτόν του λογοτέχνη, καθώς μέσα στην ιστορικότητα των γεγονότων παρεμβάλλει την ανθρώπινη ψυχολογία, την καθημερινότητα της εποχής στην οποία αναφέρεται, και βέβαια τις ανθρώπινες σχέσεις, ενώ ταυτόχρονα ως ιστορικός, παράλληλα με το μύθο συμπαραθέτει και συμβάντα, που έλαβαν χώρα σε κάποιο δεδομένο ιστορικό χρόνο και δεν αποτελούν αποκύημα της φαντασίας του.
Το έργο της Λέυκης Σαραντινού: «Χαμσίν, ο άνεμος της Ανατολής», ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στις παραπάνω προϋποθέσεις και για το λόγο αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ιστορικό μυθιστόρημα, αναφερόμενο, μάλιστα, σε μια περίοδο, που, αν και κρίσιμη ιστορικά – περί τα τέλη του Μεσαίωνα – είναι παραγνωρισμένη και ίσως υποτιμημένη. Αναφέρεται σε θέματα και γεγονότα που αγνοεί συνήθως ο μη ειδικός μελετητής και σε χώρους γεωγραφικούς και ιδεολογικούς που περιβάλλονται με την αχλύ του μυστηρίου του απρόσιτου. Είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο η Λογοτεχνία συμπλέκεται στενά με τη Ιστορία, όπου το ευρύτερο ιστορικό γίγνεσθαι καθορίζει αποφασιστικά, αποκλειστικά θα μπορούσε να πει κανείς, την ατομική μοίρα των μυθοπλασμένων λογοτεχνικών προσώπων.
Βρισκόμαστε στα τέλη του 13ου και στις αρχές του 14ου αιώνα, στον ύστερο Μεσαίωνα. Μιας εποχής που για τη Δυτική Ευρώπη αλλά και για την Ανατολική Μεσόγειο συνδέεται με την πολιτική αστάθεια, τον εδαφικό κατακερματισμό, τις αδιάκοπες διενέξεις, θρησκευτικές ή μη, τη σύγκρουση του δυτικοευρωπαϊκού κυρίως χριστιανικού κόσμου με τον μουσουλμανικό, ως αποτέλεσμα της αποτυχημένης τελικά έκβασης των Σταυροφοριών. Μιας εποχής που η θρησκεία εξακολουθεί να έχει την εξέχουσα ιδεολογική επιβολή και η Δυτική Εκκλησία να ασκεί σημαντική επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις.
Από την πλευρά του τόπου, του χώρου, του της δράσης, η πλοκή εξελίσσεται – παράλληλα πολλές φορές – από τη μια στη σημερινή Γαλλία, γύρω από το τότε Παρίσι κι από την άλλη στις περιοχές της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, στο χώρο της λεγόμενης Outremer, στις φραγκικές κτήσεις της Μέσης Ανατολής μετά τις Σταυροφορίες.
Τα κύρια πρόσωπα στη μεγάλη πλειοψηφία τους είναι ιππότες, μοναχοί των ιπποτικών ταγμάτων, Ιωαννίτες και Ναϊτες και οι δραστηριότητές τους αναφέρονται κυρίως στους αμυντικούς πολεμικούς αγώνες στα εναπομείναντα φραγκικά κάστρα της Μέσης Ανατολής απέναντι στους εξεγερμένους Μουσουλμάνους, που επιδιώκουν την εκδίωξή τους. Αναφέρονται, επίσης, στην καθημερινότητα της μοναστικής τους ζωής. Αναπτύσσονται ακόμη ενδοθρησκευτικοί προβληματισμοί και ιδεολογικές αναζητήσεις, ενώ προβάλλονται ιδιαίτερα οι εσωτερικές συγκρούσεις βασικών προσώπων, με αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο καθήκον, το οποίο έχουν ταχθεί να υπηρετούν και στις προκλήσεις της ζωής.
Το ενδιαφέρον του αναγνώστη κινητοποιείται από το πλήθος των ιστορικών πληροφοριών, οι οποίες είναι πέρα από την κοινή εμπειρία και εμπλουτίζουν τις γνώσεις του για την εποχή και τον τόπο. Η Ιστορία εντάσσεται στην αφηγηματική πλοκή και λειτουργεί ως φόντο και πλαίσιο της αφηγούμενης δράσης. Μέσα από τους διαλόγους των προσώπων φωτίζονται τα κίνητρά τους αλλά και τα αίτια των γεγονότων, τα οποία παρουσιάζονται βιωματικότερα μέσα από τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών και τις εναλλαγές που συμβαίνουν γύρω τους.
Οι πρωταγωνιστές είναι ιππότες – μοναχοί. Ο τρόπος ζωής, η ιδεολογία και η δράση τους ορίζονται μέσα στα πλαίσια των κανόνων του ιπποτισμού και της αυστηρής μέσα στην τυπικότητά της θρησκευτικής πίστης και λατρείας. Είναι ταγμένοι να υπηρετούν ένα δισυπόστατο ιδανικό, εμπνεόμενο από αντιφατικές αξίες , θρησκευτικές μεν, πολεμικές δε, με κοινή συνισταμένη όμως την αποποίηση της ρουτίνας και του εφησυχασμού, την αναζήτηση της περιπέτειας, την ηρωική ανάδειξη και την απόλυτη αφοσίωση στην δια του πολέμου υπεράσπιση θρησκευτικών – πολιτικών επιδιώξεων. Ο ιπποτικός κόσμος περιγράφεται πολυεδρικά μέσα από την καθημερινότητά του, τις συνήθειες, τα έθιμα, τα αξιώματα αλλά και από τις επικές στιγμές του. Η παράθεση μέσα στην ομαλή ροή της αφήγησης ιστορικών, πραγματολογικών και πολιτιστικών στοιχείων αποδίδει με πειστικότητα την ιδιαίτερη ταυτότητα του χρόνου και του χώρου όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα. Η συγγραφέας δίδει ξεχωριστή σημασία στο ιστορικό περικάλυμμα της μυθοποιημένης αφήγησης, στην κατά το δυνατόν αναπαράσταση της μεσαιωνικής ατμόσφαιρας και γι’ αυτό συνδέει τη δράση με στιγμές από την Ιστορία της εποχής εκείνης και με πρόσωπα που είχαν ρόλο στη διαμόρφωσή της.
Κύριο αντικείμενο αναφοράς του μυθιστορήματος είναι ο θρησκευτικός ιπποτισμός, μια ιδιαίτερη έκφραση του αγωνιστικού πνεύματος, με ειδικές κατευθύνσεις και στόχους, που προσδιορίζονται από τις επιταγές και τις τότε επιδιώξεις της Δυτικής Εκκλησίας και με βασικό κίνητρο την υπεράσπιση των χριστιανικών κτήσεων στους Αγίους Τόπους.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαδικασία εισδοχής και μύησης στο μοναχικό τάγμα, κατά την οποία μέσα από την υποβλητική μοναστική τελετουργία τονίζονται οι επιβαλλόμενες προϋποθέσεις της απόρριψης της ατομικότητας, της αποδοχής της ομαδικής αντίληψης, της δια βίου αφοσίωσης στο τάγμα και της αναντίρρητης υπηρέτησης των σκοπών του.
Οι ιππότες στο έργο είναι μέλη των Ναϊτών και των Ιωαννιτών. Οι πληροφορίες για την προέλευση των ταγμάτων αυτών, την ιστορική διαδρομή τους, τις δραστηριότητές τους, τις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής μέσα σ’ αυτά, τη σύνδεσή τους με την ανώτατη θρησκευτική αλλά και με τις κοσμικές αρχές, για τις συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ τους, μας ξεναγούν σε έναν κόσμο άγνωστο, συνδεδεμένο με ίντριγκες και περιβλημένο με τη γοητεία του μυστηριακού και του απόκρυφου.
Τα βασικά πρόσωπα είναι στη μεγάλη τους πλειοψηφία ανδρικά, φυσιολογικό αφού το έργο αναφέρεται σε ιππότες – μοναχούς με κύριο αντικείμενο την πολεμική δράση. Το ήθος και η συμπεριφορά τους ορίζονται από αυτήν ακριβώς την ιδιότητά τους. Θρησκευτική λατρεία και πόλεμος καταρχήν. Τα ενδιαφέροντά τους περιστρέφονται γύρω από το δίπολο αυτό. Το αντιφατικό, όπως προειπώθηκε, συμβατό ,όμως, με τα μέτρα της τότε εποχής, καθώς πεποίθησή τους ήταν ότι ο πόλεμος αποτελούσε μέρος του θρησκευτικού τους καθήκοντος και υπερασπιζόταν τα ιδανικά της πίστης. Εξάλλου ο ιπποτικός – πολεμικός ρόλος υπερείχε του μοναχικού κι έτσι προβάλλεται στο έργο. Και οι δυο ρόλοι προμηνύουν πρόσωπα με μονοδιάστατο χαρακτήρα και συγκεκριμένες συμπεριφορές, καθορισμένες από την αφοσιωτική στάση στον έναν ή στον άλλο σκοπό και από την τυπικότητα που επιτάσσουν οι αυστηροί κανόνες που προβλέπονται. Όμως η συγγραφέας αποδίδει και την άλλη πλευρά, την εσωτερικότητά τους. Δείχνει ότι ακόμη και πίσω από το άκαμπτο προσωπείο, τη σκληρή πολεμοχαρή όψη του ιππότη ή την αυστηρή αυτομαστιγωτική εικόνα του μοναχού, μπορεί να καλύπτονται ανθρώπινες ευαισθησίες, να εκδηλώνονται επιθυμίες για απλές χαρές της ζωής, να εκφράζεται η ανάγκη για στοργή και τρυφερότητα. Δημιουργούνται έτσι συγκρούσεις εσωτερικές, εκφράζονται αμφιβολίες, ακόμη και ιδεολογικές, εκδηλώνονται αδυναμίες, που καταλήγουν στην ολική επανατοποθέτηση του κεντρικού ήρωα στα απλά ανθρώπινα μέτρα.
Η γυναικεία παρουσία είναι περιορισμένη και οι ρόλοι της ως μητέρας, συζύγου ή ερωμένης είναι για να καλύπτουν τις ανάγκες των ανδρών, λειτουργώντας ως ένα, μικρό έστω αντίβαρο στοργικότητας, τρυφερότητας και παιγνιδισμού στη βαριά πολεμική ή αυστηρά τυπική μοναστική ατμόσφαιρα. Και είναι χαρακτηριστικό το σημείο όπου ο κεντρικός ήρωας, σε μια λυρική αφηγηματική ανάπαυλα, βιώνει αυτά τα άλλου είδους συναισθήματα με αφορμή την παρουσία μιας νεαρής κοπέλας που γλυκαίνει τη ζωή του και τον εξανθρωπίζει.
Το μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο μέρος της δράσης εξελίσσεται, όπως ειπώθηκε, στο χώρο της Εγγύς Ανατολής. Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Κύπρος είναι ο σκηνικός χώρος όπου αναπτύσσεται η υπόθεση του έργου. Το ιστορικό και πολιτισμικό περιβάλλον της περιοχής είναι το πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαδραματίζονται τα κύρια γεγονότα, αυτό με την παράξενη, τόσο διαφορετική απ’ αυτήν της Δύσης ατμόσφαιρα, αυτήν που με τα ποικίλα χρώματα, τη βοή και τα αρώματα κινητοποιεί τις αισθήσεις και οδηγεί σε μιαν άλλη βίωση της πραγματικότητας.
Η πολυεθνική και πολυθρησκευτική Ανατολή δίδει την ευκαιρία στη συγγραφέα να θίξει καίρια θέματα, όπως αυτά της αναγκαστικής αλλά και αντιπαραθετικής συνύπαρξης διαφορετικών ιδεολογικά και πολιτισμικά κόσμων, του αγωνιστικού παροξυσμού για την υπεράσπιση ή επιβολή ιδεών και της συχνά οδυνηρής προσπάθειας του ανθρώπου να προσαρμοστεί σε περιβάλλοντα και ήθη ανοίκεια γι’αυτόν. Κι ο Χαμσίν, ο σκονισμένος άνεμος της Ανατολής, είναι η ανυπόφορη για τους Δυτικούς ρεαλιστική περιβαλλοντική συνθήκη που τους υποχρεώνει να συναισθανθούν πόσο ξένος είναι αυτός ο τόπος γι’ αυτούς, κι από την άλλη για τους Ανατολίτες το βασικό τους τοπικό αναγνωριστικό, που η εξοικείωση μαζί του τους κάνει να νιώθουν βαθύτερα το δικό τους φυλετικό, γεωγραφικό και πολιτισμικό σήμα. Σε μια ευρύτερη θεώρηση, ίσως ο Χαμσίν συμβολοποιεί τη σαρωτική εκείνα τα χρόνια ορμή του Ανατολικού μουσουλμανικού κόσμου, που εισβάλλει ακάθεκτος και απωθεί τους Δυτικούς από τα γεωγραφικά και ιδεολογικά του σύνορα.
Ο κύριος χαρακτήρας της αντιπαράθεσης είναι βέβαια ο θρησκευτικός. Οι σταυροφορικές εκστρατείες των Δυτικών, η κατάληψη των Αγίων Τόπων και τα φραγκικά κράτη της Outremer δημιούργησαν μια εστία διαρκούς έντασης με τους μουσουλμάνους, η οποία κάτω από το θρησκευτικό επικάλυμμα έχει, όπως είναι γνωστό, πολιτικά χαρακτηριστικά. Στο μυθιστόρημα η ένταση αυτή αποδίδεται μέσω των πολεμικών συγκρούσεων, στις οποίες οι χριστιανοί είναι πια αμυνόμενοι στα κάστρα τους. Ο ρεαλισμός με τον οποίο περιγράφονται οι μάχες, δείχνει ακριβώς το μέγεθος της αντιπαλότητας και την ιδεολογική εχθρότητα ανάμεσα στους δυο κόσμους. Η αντιπαραβολή τονίζεται στη μεγαλύτερη οξύτητά της, μέσα από την περιγραφή των ατομικών ή ομαδικών πολεμικών περιστατικών αλλά και από την προβολή των τοπιογραφικών, πολιτιστικών ή εθιμικών διαφορών. Κι όμως υπάρχουν σημεία στο μυθιστόρημα, στα οποία η συγγραφέας κάνοντας πολιτικοοικονομική ανάλυση αναδεικνύει τις κρυφές αντιφατικές όψεις ή τον παραλογισμό, που εμπεριέχονται συχνά στα ιστορικά γεγονότα, ακόμα και σ’ αυτά που φαίνεται πως έχουν εμφανή κίνητρα, στόχους και συνέπειες. Αυτά στα οποία η ακραία ιδεολογική, πολεμική ή πολιτισμική σύγκρουση συνυπάρχει με πεζές επιδιώξεις που επιβάλλει η οικονομική κυρίως πραγματικότητα.
Η προβαλλόμενη στο έργο χριστιανομουσουλμανική αντιπαράθεση αποκτά χωρίς πολλή σκέψη και επικαιρικό χαρακτήρα. Το σύγχρονο έντονο πρόβλημα της έξαρσης του μουσουλμανικού φανατισμού με τις ακραίες και απεχθείς συχνά εκδηλώσεις του – πέρα από τα άλλα αίτιά του – έχει τις ρίζες του στην ιστορική περίοδο και στον τόπο που αναφέρεται το έργο της Λεύκης Σαραντινού, η οποία με αντικειμενική κρίση επιμερίζει ευθύνες και στις δυο πλευρές. Ακόμη κι αν στις βιαιότητες, σφαγές, λεηλασίες παρουσιάζονται να πλειοδοτούν οι μουσουλμάνοι, ωστόσο και οι Δυτικοί σταυροφόροι δεν υστερούν, εμφανιζόμενοι συχνά να προκαλούν με τις πράξεις τους την αντίδραση των αντιπάλων τους. Η σύγχρονη, βέβαια, ισλαμική έκρηξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί μονοσήμαντα, ωστόσο έναυσμα για προβληματισμούς και κάποιες ερμηνείες δίνουν σχετικές αναφορές του μυθιστορήματος.
Αφού το έργο αφηγείται περιπέτειες ιπποτών – μοναχών ενταγμένων σε θρησκευτικά τάγματα, η αναφορά στην Εκκλησία – τη Δυτική – ως θεσμού και ως κατευθυντήριας ιδεολογικής και όχι μόνο αρχής είναι αυτονόητη. Παράλληλα με την αφηγηματική ροή δίδονται αρκετά στοιχεία, είτε άμεσα είτε σε υποσημειώσεις, για θέματα που απασχόλησαν την Δυτική Εκκλησία εκείνη την εποχή και για ιστορικά γεγονότα που άπτονται των δραστηριοτήτων της και που τα κίνητρα ή οι συνέπειές τους είχαν πολιτική ή κοινωνική απήχηση. Στην αφήγηση προβάλλονται ιστορικά περιστατικά μέσω των οποίων αποκαλύπτεται η διαπλοκή ανάμεσα στην ανώτατη κοσμική και τη θρησκευτική εξουσία – στο βασιλιά της Γαλλίας και στον Πάπα – η επιβολή του πολιτικού ή οικονομικού συμφέροντος πάνω από την ιδεολογία και την ηθική, η επικράτηση του εξουσιαστικού κρατικισμού έναντι του θρησκευτικού ηθικισμού, οι υπόγειες διαδρομές, μέσω των οποίων συνάπτονται ή συγκρούονται επιδιώξεις και συμφέροντα, προσωπικά πάθη και αδυναμίες εκείνων που χειρίζονται την εξουσία και κρατούν στα χέρια τους την τύχη των απλών ανθρώπων.
Μέσα από την οπτική αυτή παρουσιάζεται και η εσωτερική οργάνωση, οι φανερές και οι κρυφές στοχεύσεις οργανισμών όπως τα θρησκευτικά τάγματα, τα οποία πέρα από τις προβαλλόμενες θρησκευτικές και κοινωνικές τους δραστηριότητες ταλανιζόταν από διενέξεις και ανταγωνισμούς κάθε άλλο παρά συμβατούς με τον προγραμματικό τους χαρακτήρα, καθώς οι έριδες που κυριαρχούν, οδηγούν σε ραδιουργίες, σ’ έναν αγώνα υπονόμευσης του θεωρούμενου αντιπάλου με συχνά σκοτεινές βλέψεις. Κι αν η στρατικοποίηση της θρησκείας με τα μοναστικά τάγματα και τις Σταυροφορίες έχει καταρχήν ιδεαλιστικό σκοπό, άσχετα με την εξέλιξη, η έμπρακτη πολιτικοποίησή της με τις μηχανορραφίες, τις επενδυμένες με θρησκευτικό μανδύα οικονομικές επιδιώξεις, τους εγωιστικούς προσωπικούς ανταγωνισμούς, οδηγεί τελικά στην αποδυνάμωσή της ως κυρίαρχης πνευματικής και ηθικής αξίας .
Στον πυρήνα του προβληματισμού του έργου βρίσκεται η συζήτηση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο βασικά πρόσωπα σχετικά με θεολογικά – εκκλησιαστικά θέματα. Στη συζήτηση αυτή που αφορά τη μυστική οργάνωση στο εσωτερικό του τάγματος των Ναϊτών, τη Fede Santa, «υπονομεύονται», κατά κάποιον τρόπο, οι κρατούσες αντιλήψεις σχετικά με τη χριστιανική πίστη, ανατρέπονται εδραιωμένες πεποιθήσεις και τοποθετούνται σε νέα βάση αναζητήσεις που σχετίζονται με την προέλευση και τις βασικές αξίες του Χριστιανισμού.
Η συγγραφέας θέτει ζητήματα που αναφέρονται στη σχέση του Χριστιανισμού με τον παγανισμό και με την αρχαία φιλοσοφία και στις επιρροές που δέχτηκε η καινούρια τότε θρησκεία από τις ανατολικές θεωρίες. Μας εισάγει επίσης στον κόσμο του μυστηριακού αποκρυφισμού, αποκρυπτογραφεί και παραλληλίζει σύμβολα, δίδει μια νέα διάσταση σε θέσεις που θεωρούνται αξιωματικά δεδομένες και που παραμένουν συνήθως ανέγγιχτες. Ο σχολαστικός και ο γνωστικός χριστιανισμός παρουσιάζονται ως οι διαφορετικές αντιτιθέμενες όψεις της χριστιανικής θεωρίας. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ η ανάλυση του περιεχομένου και των στόχων της κάθε άποψης και οι λόγοι για τους οποίους επικράτησε η πρώτη. Στο σημείο αυτό το μυθιστόρημα συνδιαλέγεται άμεσα με το θεολογικό προβληματισμό και επαναθέτει ζητήματα, των οποίων η προσέγγιση απαιτεί τόλμη και καινοτόμο σκέψη.
Αναφερόμενοι καταληκτικά στα ιδεολογικά κέντρα του μυθιστορήματος θα πρέπει να επισημάνομε την έμφαση που δίνει η συγγραφέας στο θέμα της φιλίας, το οποίο αναπτύσσει μέσα από τη συμπόρευση των δυο κεντρικών προσώπων, ως μια πρωταρχική ανθρώπινη σχέση, η οποία μπορεί να υπερβαίνει τη διαφορετική ατομική ψυχοσύνθεση, τις αντιτιθέμενες αντιλήψεις και τις όποιες άλλες διαφορετικότητες και να εξελίσσεται σ’ έναν ακατάλυτο δεσμό ανθεκτικό και στις ακραίες διακυμάνσεις της ζωής.
Ως προς τη δομή το μυθιστόρημα διακρίνεται σε 32 κεφάλαια, ακολουθώντας τη χρονική εξέλιξη, από τις 23 Φεβρουαρίου 1271 ως τις 28 Δεκεμβρίου 1314 σε χώρους εναλλασσόμενους. Ο χρόνος άλλοτε συμπτύσσεται και άλλοτε εκτείνεται και η διάκριση των κεφαλαίων με ημερολογιακό προσδιορισμό αποδίδει εξελικτικά την πλοκή σε διαφορετικό τόπο τις περισσότερες φορές, έτσι ώστε τα συμβαίνοντα σε κάθε περίπτωση να έχουν το δικό τους ξεχωριστό αφηγηματικό στίγμα. Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη και ο παντογνώστης αφηγητής, βλέποντας μέσα από όλα τα πρόσωπα, έχει την ευκαιρία, εκτός από τα γεγονότα, να αποκαλύψει και την εσωτερικότητα των ηρώων, τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματά τους, έτσι ώστε να αιτιολογούνται οι εκδηλώσεις και η συμπεριφορά τους.
Σε ένα ιστορικό μυθιστόρημα η αναδρομική αφήγηση είναι σχεδόν υποχρεωτική τεχνική, καθώς η πορεία των πραγμάτων συνδέεται και προκύπτει από γεγονότα που προηγήθηκαν. Και στο μυθιστόρημα της Λεύκης Σαραντινού, λοιπόν, οι αναδρομές λειτουργούν ως συνδετικοί και κάποτε «αιτιολογικοί», θα ‘λεγε κανείς, κρίκοι ανάμεσα στο αφηγηματικό παρόν και στο παρελθόν, καθώς σε πολλές περιπτώσεις τα προηγηθέντα ιστορικά γεγονότα επηρεάζουν άμεσα την αφηγούμενη υπόθεση. Παρόμοιο ρόλο έχουν και ορισμένα από τα διαλογικά μέρη του έργου, μέσω των οποίων – με ερωτοαπαντήσεις – δίδονται περιγραφές ιστορικών χώρων ή μνημείων ή αναπτύσσονται θεωρίες φιλοσοφικές που ανάγονται στο παρελθόν.
Ως προς την τεχνική, επίσης, της αφήγησης ενδιαφέρουσα είναι η μέσω της διαδοχής των κεφαλαίων «κινηματογραφική» εναλλαγή του σκηνικού χώρου, η οποία δημιουργεί συνεχώς νέες αναγνωστικές παραστάσεις με διαρκή κίνηση και δράση. Η Ιστορία προσωποποιείται έτσι και δεν είναι ένα απλό ενδιαφέρον ανάγνωσμα, αλλά μια ζωντανή αναπαραστατική παρακολούθηση, στην οποία ο αναγνώστης συμμετέχει ευχάριστα και κατά κάποιον τρόπο διαδραστικά, καθώς υπάρχουν στιγμές που αισθάνεται την ανάγκη να αναζητήσει πρόσθετες πληροφορίες, να συμπληρώσει ή να επιβεβαιώσει άλλες που γνωρίζει, με λίγα λόγια να «συνομιλήσει» δημιουργικά με το κείμενο. Σ’ όλα τα παραπάνω συμβάλλει η ρέουσα γλώσσα, η οποία διακρίνεται για τη σαφήνεια, την ακρίβεια και τον έλεγχο των εκφραστικών μέσων.
Η Λεύκη Σαραντινού με το αναφερόμενο μυθιστόρημα πραγματοποιεί μια ελπιδοφόρο είσοδο στο χώρο της πεζογραφίας. Σε έναν χώρο όπου το πετυχημένο πρώτο βήμα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για περαιτέρω συγγραφική εξέλιξη και συνέχεια. Απ’ ό τι φάνηκε έχει όλες τις δυνατότητες γι’ αυτό: και το αναγκαίο έμφυτο υπόβαθρο που ωθεί στη λογοτεχνική δημιουργία – αυτό που λέμε ταλέντο – και την εσωτερική ανησυχία που κινητοποιεί την ψυχική φόρτιση – απαιτούμενο παράγοντα κάθε καλλιτεχνικής, άρα και λογοτεχνικής έκφρασης – και τον πνευματικό εξοπλισμό, επίσης απαραίτητο εφόδιο για τη σοβαρή λογοτεχνική ενασχόληση και τη γλωσσική αποσκευή, αυτονόητη προϋπόθεση κάθε απαιτητικής συγγραφής.
Με το «Χαμσίν, ο άνεμος της Ανατολής» δοκίμασε με επιτυχία τις δυνάμεις της και απέκτησε την κινητοποιό αυτοπεποίθηση, κατέκτησε ή θα κατακτήσει την επιβραβευτική αποδοχή του αναγνωστικού κοινού, εξοικειώθηκε με τους όρους και τα όρια της επίπονης συγγραφικής περιπέτειας και άρα είναι έτοιμη για την ευλόγως προσδοκώμενη συνέχεια. Το κυοφορούμενο –απ’ ότι ξέρω – δεύτερο συγγραφικό της εγχείρημα ευχόμαστε να επιβεβαιώσει όσα προαναφέρθηκαν και να την οδηγήσει στη λογοτεχνική καταξίωση.

