Γράφει η Αθηνά Πετρακάκη
Στο 39ο χιλιόμετρο από το Ρέθυμνο και σε υψόμετρο 350 μ. βρίσκεται ο παραδοσιακός οικισμός Ομάλα που ανήκει στην κοινότητα Γαράζου. Ο οικισμός, που προφανώς πήρε το όνομά του από το στρωτό έδαφος του οροπεδίου που βρίσκεται, σήμερα φιλοξενεί μόλις 8 υπερήλικες που αρνούνται πεισματικά να εγκαταλείψουν τον τόπο τους.
Η Ομάλα αναφέρεται στις ενετικές απογραφές των χωριών του Μυλοποτάμου του 16ου και 17ου αι. και αναγράφεται στο Φρουριακό κατάλογο για την επάνδρωση φρουράς στο όρος Κουλούκωνα το έτος 1663. Επίσης αναγράφεται σε συμβόλαιο του 1638 στο όνομα της Ενετής Μαρίας Κόρνερ, σαν ένα από τα χωριά του απέραντου φέουδου, για λόγους ενοικίασης.
Η Ομάλα σήμερα
Μόλις 8 άνθρωποι έχουν μείνει πλέον ως μόνιμοι κάτοικοι του χωριού που κάποτε πλημμύριζε από ζωή, έχοντας στο παρελθόν ακόμη και νοικιασμένη αίθουσα που λειτουργούσε ως δημοτικό σχολείο για τους μικρούς μαθητές του οικισμού που είχαν φτάσει μέχρι και τους 44 στη δεκαετία του ‘60.
Σήμερα, τα παραδοσιακά σοκάκια του οικισμού κατά κύριο λόγο, αποπνέουν μοναξιά και εγκατάλειψη, καθώς ελάχιστα κτίρια είναι κατάλληλα για κατοίκηση. Το μεγαλύτερο μέρος των παραδοσιακών κτισμάτων με τις υπέροχες καμαρόπορτες με τα πελέκια, καταρρέουν κυριολεκτικά, αφημένα στην τύχη τους. Μάλιστα σε ένα από τα εγκαταλελειμμένα σπίτια υπάρχει επιγραφή με ημερομηνία 1886.
Όμως, κάποιες λεπτομέρειες έστω και λίγες, όπως οι ασπρισμένες αυλές και οι γλάστρες με τα λουλούδια, δίνουν την αίσθηση ότι ο οικισμός προσπαθεί ν’ αντισταθεί στο χρόνο, που περνάει αμείλικτος.
Οι νέοι δε ζουν πλέον στο χωριό μόνιμα και είναι λίγοι αυτοί που εμφανίζονται τα Σαββατοκύριακα για να φροντίσουν την περιουσία τους. Οι περισσότεροι μαζεύονται εκεί, κατά τη διάρκεια των χριστουγεννιάτικων και των καλοκαιρινών διακοπών προκειμένου να δουν γονείς και συγγενείς που δεν αφήνουν, παρά τις πιέσεις που δέχονται, το σπίτι τους για να μετακομίσουν σε μια μεγαλύτερη πόλη.
Παρόλα αυτά, τον τελευταίο καιρό μια νέα προσπάθεια από ανθρώπους με καταγωγή την Ομάλα έρχεται να δώσει πνοή ζωής στο χωριό. Πρόκειται για τη δημιουργία Πολιτιστικού Συλλόγου, που κάνει την εμφάνισή του με αργά αλλά σταθερά βήματα.
Αναμνήσεις από τη ζωή στο χωριό
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στο χωριό, βρήκαμε μόλις ένα κάτοικο που μας κέρασε ρακή και ξηρούς καρπούς και μας μίλησε για τη ζωή, του χθες και του σήμερα στην Ομάλα. Πρόκειται για τον κ. Λευτέρη Τσικαλά, που αφού έκανε αναφορά για το δημοτικό σχολείο του χωριού που πλέον ανήκει στο παρελθόν, μίλησε και για τη φάμπρικα που υπήρχε, η οποία είχε την ίδια κατάληξη με το σχολείο. Δεν υπάρχει πια…
Οι αναμνήσεις του, άρχισαν να ξυπνούν η μία μετά την άλλη και με χαρά περιέγραφε την Ομάλα σε αλλοτινούς καιρούς.
Ο κ. Λευτέρης που διανύει 81ο έτος της ηλικίας του, μίλησε για τη μεγάλη παραγωγή κρασιού και σταφίδας που υπήρχε, συμπληρώνοντας ότι η μικρότερη παραγωγή κρασιού ήταν 500 κιλά, ενώ σχολίασε ότι σήμερα για να έχουν κρασί αναγκάζονται να αγοράσουν σταφύλια.
«Τώρα, έχουν ρημάξει τα πάντα», είπε. «Τότε, ακόμα και σε «πεζουλάκια» που βλέπεις μόνο πέτρες, ο κόσμος έσπερνε».
Τα αλέσματα κατά κύριο λόγο πήγαιναν στο Μούσι-(αι), που λόγω των πολλών νερόμυλων δεν υπήρχε καθυστέρηση στη διαδικασία. Αντίθετα με το Μούσι-(αι) που είχε πληθώρα νερού, η Ομάλα υδρεύονταν από πηγάδια και το νερό ήταν λιγοστό. Ο ίδιος θυμάται τα καλοκαίρια, τις γυναίκες που με υπομονή προσπαθούσαν να γεμίζουν το σταμνί τους τη νύχτα, με το ελάχιστο νερό που είχε μαζευτεί στον πάτο του πηγαδιού, μαζεύοντας το με μεταλλικό σκεύος, το οποίο έριχναν και ξανάριχναν αμέτρητες φορές στο πηγάδι.
Σε λίγο, εμφανίστηκε ο κ. Μανώλης Τσικαλάς σήμερα κάτοικος Γαράζου με καταγωγή από την Ομάλα, που επίσης μπήκε στη συζήτηση.
Μαζί θυμήθηκαν τις καντάδες που έκαναν οι νεαροί με τη βοήθεια του λυράρη «Μπαντουρομιχάλη» αλλά και τα γλέντια και τις παρέες που γίνονταν, με κρασί, ρέγκα, ελιές και ψωμί.
Αναφέρθηκαν επίσης και στα ζυμώματα που έκαναν οι νοικοκυρές του χωριού, οι οποίες έμπαιναν σ’ αυτή τη διαδικασία δύο φορές την εβδομάδα, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες των πολυμελών οικογενειών τους.
Μάλιστα, όπως είπαν, μαζί με το βασικό ψωμί, ζύμωναν κι έφτιαχναν και τον παραδοσιακό ντάκο, που με αυτό κερνούσαν γείτονες κι επισκέπτες.
«Πιο καλά ήταν τότε» είπε ο κ. Λευτέρης, «εμείς μπορεί τότε να μην περιμέναμε από πουθενά χρήματα, αλλά δεν είχαμε και πουθενά να δώσουμε!»
Η σημερινή δύσκολη οικονομικά εποχή, δεν τους απασχολεί για τον εαυτό τους, αλλά για τους νεότερους, καθώς όπως είπαν: «πρέπει να δίνουν, χωρίς να έχουν να λάβουν».
Ο κ. Μανώλης θυμήθηκε ότι στο χωριό υπήρχαν ένα μπακάλικο και δυο καφενεία που μάζευαν όλο το χωριό και για το λόγου το αληθές, ο κ. Λευτέρης συμπλήρωσε: «Το βράδυ την τελευταία μπουκιά από το φαγητό την έτρωγα στη σκάλα, για να βρω καρέκλα να καθίσω στο καφενείο».
Αναφορά έγινε και στη γυναίκα έμπορο, που ερχόταν από τις Αρχάνες και κατασκήνωνε για μερικές μέρες στην πλατεία του χωριού, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι χρονοβόρες συναλλαγές με τους κατοίκους. Εκείνη έφερνε μαζί της από το Ηράκλειο ύφασμα, το οποίο αντάλλασε με χαρούπια, που οι υπάλληλοί της κουβαλούσαν με γαϊδούρια μέχρι το Γαράζο. Από αυτό το ύφασμα, οι γυναίκες έραβαν ρούχα για μικρούς και μεγάλους.
Ναός του Αγ. Δημητρίου
Ο μοναδικός ναός του χωριού είναι ενετικού ρυθμού, μονόκλιτος, κεραμοσκεπής με 2 θύρες και 2 θυρίδες και αφιερωμένος στον Άγιο Δημήτριο.
Εσωτερικά σώζεται επιγραφή που αναφέρει «Ανακαινίσθη ο Θείος και Πάνσεπτος Ναός ούτος υπό Νικολάου Ιερέως του Αγλαδά- και των τέκνων αυτού. Μνήσθητι Κύριε εν τη Βασιλεία Σου - εν μηνί Αυγούστω 1742».
Κάθε χρόνο στις 26 Οκτωβρίου, ημέρα εορτής του Αγίου, πραγματοποιείται πανηγύρι που στις μέρες μας μπορεί να έχει χάσει την παλιά του αίγλη, όμως ακόμα παραμένει σημαντικό γεγονός για την περιοχή.
Δίπλα στο ναό, υπάρχει ένα τεράστιο κυπαρίσσι που σύμφωνα με τους κατοίκους δεν έχει προσδιοριστεί η ηλικία του.
Τοπική παράδοση για το ναό του Αγίου Δημητρίου
Σύμφωνα με τη διήγηση του Ελευθέριου Τσικάλα αλλά και του Γιώργου Πολίτη, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας κάποιοι Τούρκοι είχα πάει στην Ομάλα κι έμειναν τη νύχτα στο «Ονταδάκι», ένα παλιό δίπατο κτίσμα κοντά στη είσοδο του χωριού.
Το πρωί που σηκώθηκαν, ρωτούσαν εξαγριωμένοι τους κατοίκους ποιος τόλμησε να τους επιτεθεί τη νύχτα και να τους τρομάξει. Οι κάτοικοι, όταν ρώτησαν τους Τούρκους αν θα μπορούσαν να αναγνωρίσουν εκείνον που τους επιτέθηκε τη νύχτα, αν τον ξανάβλεπαν, πήραν θετική απάντηση. Αμέσως τους οδήγησαν στην εκκλησία, όπου οι Τούρκοι αναγνώρισαν στην εικόνα του Αγίου Δημητρίου το πρόσωπο εκείνου που τους τρόμαξε την προηγούμενη νύχτα. Σύμφωνα πάντα τη διήγηση, ένας εξ αυτών, έβγαλε πιστόλι και πυροβόλησε την εικόνα, η σφαίρα όμως γύρισε πίσω και χτύπησε τον ίδιο, που αργότερα, προφανώς φοβισμένος δώρισε το άλογό του στην εκκλησία κι έφυγε.
Πηγές:
Γιώργος Πολίτης, Λευτέρης Τσικαλάς, Μανώλης Τσικαλάς. (προφορικές πηγές).
Ταξιδεύοντας στο Ρέθυμνο, Μιχάλης Τρούλης.
Πόλεις και χωριά της Κρήτης, Στέργιος Σπανάκης.
Η Μυλοποταμίτικη Κοινότητα Γαράζου, Σύλλογος Κοινότητας Γαράζου στο Λεκανοπέδιο Αττικής.











