ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΣ: ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ – Μέρος 3ο (Του Κωστή Παπαδάκη)

0

ΧΩΡΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΜΑΣ

ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

23. ΚΟΞΑΡΕ

 (Ατσιπάδες, Κατσογρίδα, Τσικαλαργιό, Μπαλέ)

ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

(Μέρος 3ο)

ΚΩΣΤΗ ΗΛ. ΠΑΠΑΔΑΚΗ

 www.ret-anadromes.blogspot.com

  1. 1.      ΑΤΣΙΠΑΔΕΣ

 

  •   Θέση του οικισμού- Γενικά στοιχεία

Οι Ατσιπάδες[1], οικισμός της κοινότητας Κοξαρέ, βρίσκονται ΝΔ αυτής, σε υψόμ. 420 μ., στους βόρειους πρόποδες του βουνού Κουρούπα (984 μ.) και σε απόσταση 26 χλμ. από το Ρέθυμνο.

Από το 1978 έχει παρατηρηθεί αστάθεια του εδάφους και το χωριό κρίθηκε αναγκαίο να μεταφερθεί σε γειτονική περιοχή, κοντά στην Μπαλέ. Ήδη έχει σχηματισθεί ο νέος οικισμός και συνυπάρχει με τον παλαιό, που, για λόγους συναισθηματικούς και οικονομικούς, συνεχίζει να διατηρείται.

 

  • Πληθυσμιακά στοιχεία- Διαχρονική θεώρηση του ονόματος του χωριού

Αναφέρονται ως Acipadhes στην επαρχία Αγ. Βασιλείου το  έτος 1577 από τον Fr. Barozzi (fo 26v), από τον Καστροφύλακα (Κ176), το έτος 1583 ως Azzipades, με 291 κατ. και (Κ184) με 159 οφειλόμενες αγγαρείες και από τον Basilicata[2] Acipadhes το έτος 1630. Στην Αιγυπτιακή απογραφή του έτους 1834 το χωριό αναφέρεται πλήρως παραφθαρμένο ως Atspadhia[3], μαζί με άλλα χωριά της περιοχής, με 50 χριστιανικές και 188 τούρκικες οικογένειες. Στην απογραφή του 1881 αναφέρεται Ατσιπάδαις, στο δήμο Λάμπης, με 236 Τούρκους κατοίκους. Το 1900 γράφεται Ατσιπάδες, παραμένει στον ίδιο δήμο και έχει 47 κατ. Οι υπόλοιποι Τούρκοι είχαν φύγει. Το 1920 αναφέρεται στην κοινότητα Κοξαρές με 125 κατ. και το 1928 με 138. Το 1940 γράφεται και πάλι όπως και στην απογραφή του 1881 με [αι] Ατσιπάδαις, με 207 κατ., το 1951: 203, το 1961:166, το 1971: 148, το 1981: 89, το 1991:71 και το 2001: 70.

 

  • Το όνομα του χωριού

Ο Βασ. Ψιλάκης αναφέρει στην Ιστορία του[4] ότι οι Ατσιπαδιανοί Μουσουλμάνοι, που κατοικούν το χωριό Ατσιπάδες, είναι εξωμότες καταγόμενοι από τους Βενετούς και ονομάστηκαν έτσι, γιατί ήταν ανέκαθεν χωρίς ίχνος εντροπή (χωρίς τσίπα, αξετσίπωτοι). Οπότε, κατά τον Ψιλάκη, Ατσιπάς= α (στερητ.)+ τσίπα (= εντροπή) και αυτό λόγω του ότι ήταν Ενετοί και τούρκεψαν, ώστε στο εξής η αγριότητα και η αιμοβορία να περισσεύουν σε αυτούς.

Ατσιπάς και Ατζιπάς, πάντως, λεγόταν ο Σαρακηνός[5], καθώς και οι Αιθίοπες μισθοφόροι των Σαρακηνών[6] (Αιθίοψ> Αιθιοπάς> Ατζουπάς> Ατσιπάδες)[7], που πιθανόν θα είχαν στο μέρος αυτό φυλάκιο. Τέτοιος ήταν ο φόβος που οι Σαρακηνοί αυτοί προξενούσαν στο ντόπιο στοιχείο, που, στη συνέχεια, οι Ατσιπάδες ή Ατσουπάδες ταυτίστηκαν και με φαντάσματα, κακοποιά δαιμόνια δύσμορφα, δύστροπα και μαυριδερά και έγιναν ένα είδος Σειληνών (πβ. αρτσαπάς, -άδες).

Διαφορετική άποψη έχει η Χρυσ. Τσικριτσή- Κατσιανάκη[8]. ότι, δηλαδή, το τοπων. προέρχεται από οικογενειακό- παρωνύμιο «Ατσιπάς», πληθ. «Ατσιπάδες». Συνάγοντας, πάντως, από την όλη τοπωνυμιολογία του χωριού, τα άφθονα τούρκικα τοπωνύμια και όσα παραπάνω αναφέρουμε είμαι της γνώμης ότι δεν πείθει η άποψή της αυτή.

 

  • Ιστορικά Στοιχεία

Οι Ατσιπάδες καταγράφονται από τον Εμμ. Λαμπρινάκη ως κώμη τερπνή, που βρίσκεται στους πρόποδες του ομώνυμου όρους, οθωμανική στον πληθυσμό, έχει γι’ αυτό τζαμί, και κατοικείται από γενναίους Τούρκους, που εξόμωσαν το έτος 1770, ύστερα από την επανάσταση του Δασκαλογιάννη[9]. Έκτοτε, έγιναν οι πιο φανατικοί διώκτες των χριστιανών. Ένας από αυτούς ήταν και ο περιβόητος για τα κακουργήματά του Γενιτσάρ Αράπης, που επειδή- όπως σημειώνει ο Μ. Παπαδάκης- είχε συνεργαστεί με τις ορδές του Σακίρ Πασά, το έτος 1898 και μετά την εγκατάσταση των Μεγάλων Δυνάμεων στο νησί, πήρε το δρόμο της ξενιτιάς προς την Τουρκία και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά στην Κρήτη[10].

 

  • Βυζαντινοί ναοί

Με ελάχιστες τοιχογραφίες, και παντελώς ερειπωμένος διατηρείται ο ναός του Αγίου Γεωργίου, στη θέση «Μετόχι του Μανουσέλη», των Ατσιπάδων. Επίσης, της αγίας Ειρήνης (5 Μαΐου), στη θέση Πρινομούρι, της αγίας Μαρίνας (17 Ιουλίου), στην τοποθεσία Νιάτσιδω και της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος (6 Αυγ.) στη θέση Λεπρές.

Παλαιός Καθεδρικός ναός του χωριού ήταν ο ναός της αγίας οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής (27 Ιουλίου)- η μικρή Αγία Παρασκευή, όπως ακούγεται στο χωριό- για να ξεχωρίζει από τον σημερινό  Καθεδρικό ναό της αγίας οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής, κτίσμα του έτους 1950.

Άλλοι ναοί του χωριού είναι αυτοί του αγίου Βασιλείου και αγίας Τριάδος (1 Ιαν.- Πεντηκοστής), καθώς και του αγίου Γεωργίου (23 Απρ.), 16ου- 17ου αι.

Στην κορυφή του όρους Κουρούπα βρίσκεται σύγχρονος  ναός του Αγίου Πνεύματος (Δευτέρα της Πεντηκοστής), που κτίστηκε σε αντικατάσταση του παλαιού ομώνυμου ναού, που βρίσκεται λίγα μέτρα μακρύτερα, μισογκρεμισμένος. Εκεί γίνεται το μεγαλύτερο πανηγύρι του χωριού.

 

  • Σχολείο

Το σημερινό κτίριο του σχολείου ανεγέρθη το έτος 1971 με κρατική δαπάνη. Αρχεία του σχολείου σώζονται από το σχολικό έτος 1921- 22 (15 μαθητές), ενώ από το σχολικό έτος 1988- 89 το σχολείο παύει να λειτουργεί (8 μαθητές) και οι μαθητές, έκτοτε, φοιτούν στο Δημοτικό Σχολείο του γειτονικού Μιξορρούματος.

 

  • Λαογραφικά στοιχεία

Παράδοση του χωριού κάνει λόγο για την Αγία Παρασκευή την Ατζιπαδιανή. Στα μεγάλα και σπανά Ατσιπαδιανά όρη έρχονταν και βοσκούσαν τα πρόβατά τους ποιμένες από τα γειτονικά χωριά των Σφακιών. Τρεις τσοπάνηδες, μη έχοντας πού να μείνουν, μετέβαλαν την εκκλησία σε κατοικία τους. Κάθε πρωί που ξυπνούσαν έβλεπαν τα πάντα πεταμένα εδώ και εκεί και το γιαούρτι τους χυμένο έξω, στην πόρτα της εκκλησιάς. Αυτό γινόταν για πολύ καιρό, ώσπου άρχισαν να υποπτεύονται ο ένας τον άλλο. Στο τέλος, πείσθηκαν ότι με τη θεία θέληση γινόταν όλα αυτά και έτσι μετανοημένοι απομακρύνθηκαν από την εκκλησία[11].

Άλλη παράδοση αναφέρει ότι, όταν οι Τούρκοι πήραν το χωριό και κατοίκησαν σε αυτό, η αγία Παρασκευή άφησε την εκκλησία της, αλλά δεν πήγε και πολύ μακριά. Στο ρέμα που σχηματίζουν τα βουνά πλάι από το χωριό, στη θέση που ονομάζεται Χάλαρο, μέσα σε μια μικροσπηλιά που υπάρχει εκεί, πήγε και κατοίκησε η Αγία. Οι παλιοί έλεγαν ότι βλέπανε, συχνά, μια όμορφη γυναίκα να βγαίνει από τα σπηλιά. Πολλοί, μάλιστα, άκουγαν να κροτούν μέσα στο σπήλαιο και πεταλιές και εξηγούσαν ότι προέρχονταν από τον αργαλειό, στον οποίο η Αγία ύφαινε ιερά αντικείμενα. Άλλοι είπαν ότι η γυναίκα που κατοικούσε στη σπηλιά δεν ήταν η Αγία, αλλά κάποιο φάντασμα ή Νεράιδα, που δούλευε υφαίνοντας στον αργαλειό της.

 

  • Σπήλαια

Το Περδικοσπήλιαρο- από τις πέρδικες που σύχναζαν σε αυτό- στην περιοχή των Ατσιπάδων.

 

  • Αρχαιολογικά στοιχεία

Στην περιοχή του χωριού βρέθηκαν τελευταία ειδώλια, τα λεγόμενα πτερυγιόσχημα και λείψανα Υστερομινωϊκά.

Στις Ατσιπάδες αρχαιολογικές θέσεις έχουν εντοπιστεί:

Στη θέση Κορακιάς, όπου σε υψόμ. 735 μ., σε ανασκαφή του 1989, βρέθηκαν ιερό κορυφής, ειδώλια ζώων, ανθρώπων, μελών σώματος και φαλλών. Τα περισσότερα ζώδια είναι ομοιώματα ταύρων. Οι άνθρωποι παριστάνοντα σε στάσεις λατρευτικές, με τα χέρια στο στήθος ή στο πηγούνι. Οι άντρες φέρουν το μινωικό περίζωμα και εγχειρίδιο και οι γυναίκες μακριές κωδωνόσχημες φούστες. Τα κεφάλια τους παρουσιάζουν ποικιλία κομμώσεων και καλυμμάτων. Ενδιαφέρον, επίσης, ότι βρέθηκαν ομοιώματα ανθρωπίνων μελών, που έχουν χρήση ανάλογη με τα σημερινά τάματα. Πρόκειται για υπαίθριο, αγροτικού χαρακτήρα ιερό, που καλύπτει έκταση 200 τ.μ. Έγινε επιφανειακή πολυεπιστημονική έρευνα σε οπτική ακτίνα από το ιερό.

Στη θέση Πέζουλος έχει εντοπιστεί ΥΜΙΙΙ νεκροταφείο με 21 παιδικές ταφές σε τεφροδόχα αγγεία. Ανασκαφή 1912 και 1913.

Στη θέση Πρινοκέφαλα ίχνη σημαντικής ΥΜ ΙΙΙ εγκατάστασης.

Στη θέση Φόνισσες (sic) οχυρός ΥΜ ΙΙΙ οικισμός και

Στη θέση Λάκκος χάλκινο ξίφος ή εγχειρίδιο[12].

 

  1. 2.      ΚΑΤΣΟΓΡΙΔΑ

 

Ο τρίτος οικισμός του Δ. Δ. Κοξαρέ, Κατσογρίδα[13]- από οικογενειακό, προφανώς, Κατσογριδάκης του ερειπωμένου σήμερα οικισμού «Κατσογρίδω(ν)», της ευρύτερης περιοχής της Δρυμίσκου- εμφανίζεται με 22 κάτ. το 2001 και υψόμ. 350 μ., κοντά στην Κοξαρέ. Είναι νέος οικισμός. Για πρώτη φορά αναφέρεται στον αγροτικό δήμο Κοξαρές το 1928, με 30 κατ. Το 1940 και το 1951 δεν αναφέρεται ουδόλως. Το 1961 αναφέρεται, και πάλι στην ίδια κοινότητα, με 26 κατ., το 1971:14, 1981:27, 1991:37 και το 2001: 22.

Εδώ βρίσκεται ο ναός του αγίου Γεωργίου (23 Απριλ.), του 17ου- 18ου αι., όπου και το κοιμητήριο του οικισμο

 

  1. 3.      ΤΣΙΚΑΛΑΡΓΙΟ

 

Το όνομα είναι κοινό στην Κρήτη και οφείλεται στα αγγειοπλαστεία του τόπου, όπου, δηλαδή, παλιά, κατασκεύαζαν τσικάλια [πβ. και το ομώνυμο χωριό (Τσικαλαριά) στην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων].

Στην κοινότητα της Κοξαρές για πρώτη φορά στην απογραφή του 1928 εμφανίζεται και οικισμός Τσικαλαργιό με 7 κατοίκους. Ο ίδιος οικισμός, πάντως, ως χωριό αυθύρπακτο, απαντάται και στην τουρκική απογραφή του 1659[14] ως Τσικαλαριά με 6 οικίες [η έρευνά μου στον Καστροφύλακα δεν απέδωσε χωριό Τσικαλαρι(ό)ά.], επίσης το 1890 στον Δήμο Λάμπης Τσικαλαριά, με 57 κατ.[15], το 1900 ως Τσικαλαριό παραμένει στον ίδιο δήμο Λάμπης με 20 κατ., το 1913 δεν απαντάται καθόλου και επανέρχεται στην απογραφή του 1928 στην κοινότητα Κοξαρές, όπως ήδη προαναφέραμε. Στις επόμενες απογραφές 1940 και εξής ο οικισμός παύει να αναφέρεται, παρότι και στην καταγραφή των τοπωνυμίων των Ατσιπάδων  της Εταιρείας Κρητικών και Ιστορικών Μελετών, στο Ηράκλειο (ΕΚΙΜ, 1953), το χωριό απαντάται ως συνοικισμός παρά την Κοξαρέ.

Στο «Οθωμανικό Κτηματολόγιο» αναφέρεται ως Τσικαλαριά, οικισμός του δ.δ. Κοξαρέ, δήμου Φοίνικα[16].

  1. 4.      (Μ)ΠΑΛΕ

 

Από την απογραφή του 1991 και εξής εμφανίζεται και ο νέος οικισμός του Δ. Δ. Κοξαρές, (Μ)παλέ, με 23 κατ. και στην απογραφή του 2001 με 83. Βρίσκεται στο 21ο χλμ. του αμαξιτού δρόμου Ρέθυμνο- Αγία Γαλήνη, στη συμβολή των αυτοκινητοδρόμων Ροδάκινο- Ρέθυμνο και Αγία Γαλήνη- Ρέθυμνο. Ο Paul Faure την ταυτίζει με την Παλέα, η οποία αναφέρεται στις βενετικές απογραφές[17].

Στην τοποθεσία Μπαλέ, διασταύρωση προς Σπήλι και Ροδάκινο, υπάρχει το βυζαντινό εκκλησάκι της Παναγίας (Ζωοδόχος Πηγή).

Στην Μπαλέ, από το έτος 2008, λειτουργεί «Αγροτικός Γυναικείος Συνεταιρισμός», η «ΕΣΤΙΑ», που παρασκευάζει και τυποποιεί γλυκίσματα εξαιρετικά σε ποιότητα και γεύση, όπως: πορτοκάλι, φράουλα, νεράντζι, σταφύλι, περγαμόντο, βύσσινο, βερίκοκο, κυδώνι, τριαντάφυλλο και κεράσι, μαρμελάδες: αχτινίδιο, βερίκοκο, κυδώνι, ροδάκινο, κεράσι κ.λπ., αλλά και τουρσί αγκινάρες και σκορδουλάκους, ακολουθώντας τις μεθόδους της κρητικής παραδοσιακής τεχνικής[18].

 


[1]Ατσιπάδες ονομαζόταν και μικρός οικισμός στον δήμο Αρκαλοχωρίου, που, ως φαίνεται, καταστράφηκε κατά την άλωση της Κρήτης από τους Τούρκους και Ατσιπάς (ο) και άλλος μικρός οικισμός στην επαρχία Σητείας. Πβ. και χωριό Ατσιπόπουλο στο Ρέθυμνο [Στέργιου Γ. Σπανάκη, Πόλεις και χωριά της Κρήτης στο πέρασμα των αιώνων (Μητρώον των οικισμών), Ηράκλειο 1991, 164].

[2] Μνημεία Κρητικής Ιστορίας V, 130

[3] Rob. Pashley, Travels in Crete, II, London 1837, 313. Οι παραφθορές αυτές ήταν εξαιρετικά συνηθισμένες, επειδή, ακριβώς, οι απογραφείς δεν γνώριζαν πάντοτε καλά την ελληνική γλώσσα.

[4] Βασιλείου Ψιλάκη, Ιστορία της Κρήτης, εκδόσεις «Αρκάδι», Αθήναι χ.χ., τ. Γ΄ 35, υποσ. 1.

[5] Κων. Μηνά, Τοπωνυμικό της Καρπάθου, Εξάντας 2000 (αλφαβητικό).

[6] Κρητικά Χρονικά 3 (1948), 580.

[7] Θωμόπουλος, Ονόματα, σ

[8] Χρυσ. Ζ. Τσικριτσή- Κατσιανάκη, ό.π. (σημ. 12), 28 και 41.

[9] Ε. Σ. Λαμπρινάκη, Γεωγραφία της Κρήτης, Ρέθυμνα 1890, 65 και Εμμ. Γ. Γενεράλι, Επίτομος Γεωγραφία της Νήσου Κρήτης, Εν Αθήναις 1891 και 1910, 58.

[10] Μιχ. Παπαδάκη, Η Αγία Μεγαλομάρτυς Βαρβάρα, Η ελπίδα και προστασία του Ρεθύμνου, Κρητική Επιθεώρησις 4-12-1979.

[11] Αλέξ. Κ. Χατζηγάκη, Εκκλησίες Κρήτης- Παραδόσεις, Ρέθυμνο 1954, 104.

[12] Χ. Κ. Στρατιδάκη, Αρχαιολογικές θέσεις στο Ν. Ρεθύμνης…, ό.π. (σημ. 27), 115.

[13] Από τον Εμμ. Γενεράλι, στην εγκυκλοπαίδεια «Πυρσός», ο οικισμός αναφέρεται ως Κατσογρίδα ή Κατσογρίδο (sic), γράφε Κατσογρίδω(ν).

[14] Η έρευνά μου στον Καστροφύλακα δεν απέδωσε χωριό Τσικαλαρι(ό)ά.

[15] Νικ. Σταυράκη, Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης, Αθήνησι 1890, 28.

[16] Μπαλτά Ευαγγελία- Oguz Mustafa, Το Οθωμανικό Κτηματολόγιο του Ρεθύμνου, Ρέθυμνο 2007, 470.

[17] Οπότε, το όνομα του οικισμού Μπαλέ δεν μπορεί να σχετίζεται με τούρκ. balli= μέλι, ούτε και με οικογενειακό Βαλής ή Μπαλής από τα χρόνια της Ενετοκρατίας, [Στεργ. Μ. Μανουρά, «Διορθώσεις σε πέντε κρητικά τοπωνύμια», Τα κρητικά Τοπωνύμια Α΄, Ρέθυμνο 2000, 423-426 και Στέφανου Ξανθουδίδη, «Οικογενειακά τινά επώνυμα εκ Κρήτης», Λαογραφία Ζ΄ (1923), 371 (Μπαλής, Βαλής, Βαλάκις)], εκτός και αν συσχετίσουμε το Παλέα («Παλαιά»;) με το οικογενειακό Βαλής (> Βαλέα> Παλέα> Μπαλέ).

[18] Στέλλας Καράλη, «“ΕΣΤΙΑ” της γεύσης στον οικισμό Παλέ (sic) του δήμου Φοίνικα- Μια μικρή παρέα γυναικών δημιουργεί», Ρέθεμνος, Σάββατο 14 Ιουνίου 2008.

Σελίδα:  316     ΑΤΣΙΠΑΔΕΣ

 

Ορθότερη και αναλυτικότερη όλων θεωρούμε την άποψη του μεγάλου Κρητολόγου Στέφανου Ξανθουδίδη. Κατά τον Ξανθουδίδη οι Ατζιπάδες ήταν στρατιώτες μισθοφόροι ή δορυφόροι και σωματοφύλακες, μελαψοί στο χρώμα, βάρβαροι, επίσης, μισθοφόροι Άραβες ή Αφρικανοί από αυτούς που πολλούς και από διάφορες χώρες αριθμούσε ο στρατός των Βυζαντινών.

Η λέξη κατά τον Ξανθουδίδη δεν φαίνεται να είναι ελληνική. Πιθανότατα πρόκειται για βαρβαρική, που προσαρμόστηκε, όμως, στο ελληνικό κλητικό σύστημα, με τη συνήθη κατάληξη –άς. Ο Ξανθουδίδης πιστεύει ότι πρόκειται για την περσική λέξη sipahi ή sipah, που δηλώνει τον στρατιώτη. Τη λέξη αυτήν παρέλαβαν οι Βυζαντινοί είτε απ’ ευθείας ή διά των Αράβων και διά του προθετικού [α] και τσιτακισμού την έκαμαν ατζυπάς, -άδες (sic).

Τέλος, σχετικά με το ζήτημα της ανεύρεσης της λέξης Ατσιπάς στην Κρήτη- και μάλιστα ως όνομα διαφόρων χωριών- ο Στ. Ξανθουδίδης θεωρεί ότι η διασπορά αυτή έγινε με τους στρατούς τού Νικηφόρου Φωκά, που ανέκτησαν την Κρήτη, μετά από σκληρούς και αιματηρούς αγώνες, από τους Άραβες, ανάμεσα στους οποίους στρατιώτες θα υπήρχαν, ασφαλώς, και μισθοφόροι Ατσιπάδες. Γνωρίζουμε δε ότι ο συνετός στρατηγός, στη συνέχεια, μετά την κατάκτηση τού νησιού και προκειμένου να εξασφαλίσει την κατοχή του, αλλά και προς ενίσχυση του ντόπιου χριστιανικού πληθυσμού, κατοίκησε πολυάριθμους παλαίμαχους στρατιώτες του και μισθοφόρους, μοιράζοντας την Κρητική γη σε αυτούς. τότε μαζί με τους λοιπούς Έλληνες κατοίκησαν στη Μεγαλόνησο και Αρμένιοι (γι’ αυτό και σήμερα υπάρχουν τέσσαρα χωριά «Αρμένοι» στο νησί, καθώς και «Αρμενοχώρι»), Τσάκωνες (πβ. χωριό: «Τσακώνω»), Σλάβοι (πβ. χωριά «Σκλάβοι», «Σκλαβεροχώρι» και άλλοι Βάρβαροι (χωριά: «Βάρβαροι» και «Βαρβάρω»), αλλά και Ατσιπάδες [πβ. «Ατσιπάδες» (Κοξαρές), «Ατσιπάδες» (Μεγάλης Βρύσης Μονοφατσίου), «Ατσιπάδες» (δήμου Αρκαλοχωρίου), αλλά και «Ατσιπόπουλο» Ρεθύμνου.

Σημειώνει, περαιτέρω, ο Στέφ. Ξανθουδίδης για τα χωριά με το όνομα «Ατσιπάδες» ότι σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας κατοικούνταν από Μουσουλμάνους όχι τυχαία. απλά οι κάτοικοι των χωριών αυτών είχαν διατηρήσει ανάμνηση και παράδοση για την από Μουσουλμάνους καταγωγή των προγόνων τους, μετά δε την από τους Τούρκους κατάκτηση του νησιού βρήκαν την ευκαιρία αλλά και μεγάλα πλεονεκτήματα και επανήλθαν στο θρήσκευμα των προγόνων τους[18].

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ