Από τότε που ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν προκήρυξε πρόωρες εκλογές, ο ευρωπαϊκός δείκτης αναφοράς, EuroStoxx 50, έχει υποχωρήσει σχεδόν 4%. Πάνω από το 35% του EuroStoxx 50 αντιστοιχεί σε γαλλικές εταιρείες.
Από την ανακοίνωση του Μακρόν, το γαλλικό χρηματιστήριο έχει χάσει άλλωστε σχεδόν 200 δισεκατομμύρια ευρώ.
Αλλά και άλλοι δείκτες στην Ευρώπη επηρεάζονται επίσης από την αβεβαιότητα για το μέλλον της Γαλλίας. Οι απότομες πτώσεις που υπέστη ο δείκτης CAC40 αφαίρεσαν από το γαλλικό χρηματιστήριο την ηγετική θέση ως τη μεγαλύτερη αγορά στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να καταλαμβάνει πλέον την ηγεμονία το Χρηματιστήριο του Λονδίνου.
Την ίδια ώρα, ο S&P 500 στη Wall Street, έχει καταγράψει άνοδο 17,5%, έναντι 6,8% του Stoxx 600 που αντιπροσωπεύει εταιρείες μεγάλης, μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης σε 17 χώρες της Ευρώπης.
Αυτές οι απώλειες στις ευρωπαϊκές μετοχές ανοίγουν τη μεγαλύτερη ετήσια διαφορά μεταξύ των κερδών του S&P 500 και του Stoxx 600, με διαφορά επτά μονάδων υπέρ του Αμερικανικού δείκτη.
Ουδείς από τους κύριους ευρωπαϊκούς δείκτες δεν καταγράφει διψήφια ετήσια αύξηση μετά τις τελευταίες πτώσεις, με τον ισπανικό Ibex 35 και τον ιταλικό Ftse Mib να είναι οι πιο ανοδικοί στην ήπειρο, με αύξηση 8%.
Ο δείκτης φόβου
Ο VDax (γνωστός ως δείκτης φόβου για το γερμανικό χρηματιστήριο) αντανακλά την ίδια εξέλιξη. Ο δείκτης φόβου που συνδέεται με τον S&P500 ανέβηκε πάνω από 13 μονάδες. «Τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια υποκύπτουν στη γαλλική εκλογική διαδικασία, που κατακρημνίζει τους βασικούς δείκτες της Γηραιάς Ηπείρου, με αποτέλεσμα η αστάθεια της αγοράς να εκτοξεύεται σε νέα υψηλά για το έτος», τονίζουν στη Ναυτεμπορική, παράγοντες της αγοράς. «Το χάσμα είναι ακόμη μεγαλύτερο σε σύγκριση με τη σταθερότητα στη Wall Street,καθώς η διαφορά μεταξύ των δύο αγορών φτάνει τα μέγιστα που δεν έχουν παρατηρηθεί από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία το 2022», προσθέτουν οι ίδιες πηγές
Ο δείκτης μεταβλητότητας που συνδέεται με το EuroStoxx 50 ή VStoxx, ξεπερνά τις 20 μονάδες για πρώτη φορά μέσα στο έτος και βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του τον Οκτώβριο του 2023. «Δηλαδή, ο δείκτης που αποτυπώνει τις ξαφνικές κινήσεις της ευρωπαϊκής χρηματιστηριακής αγοράς με βάση τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης δικαιωμάτων προαίρεσης δείχνει να βλέπει με φόβο τον κίνδυνο λόγω των γεγονότων στη Γηραιά Ήπειρο», τονίζουν οι παράγοντες της αγοράς.
Αστάθεια για το χρέος
Τα ευρωπαϊκά κρατικά ομόλογα έχουν επίσης διαχωριστεί στη δευτερογενή αγορά από το χρέος των ΗΠΑ. Ενώ η απόδοση του 10ετούς αμερικανικού ομολόγου υποχωρεί, αυξάνεται η αστάθεια της ευρωπαϊκής αγοράς χρέους, καθώς τα πολιτικά γεγονότα στη Γηραιά ήπειρο αυξάνουν τον πιστωτικό κίνδυνο.
Ο δείκτης ευρωπαϊκής αστάθειας iTraxx, που ετοίμασε η Cboe και αντικατοπτρίζει την αναμενόμενη αστάθεια στο χρέος της Ευρώπης τις επόμενες 30 ημέρες, βρίσκεται επίσης στο υψηλότερο σημείο από τον περασμένο Οκτώβριο.
Οι Ευρωπαίοι προτιμούν τη Wall Street
Αν και φέτος διεξάγονται εκλογές και στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτό το γεγονός δεν έχει μολύνει την αγορά μέχρι σήμερα. Αντίθετα, οι πρόωρες εκλογές στη Γαλλία στις 30 Ιουνίου και στις 7 Ιουλίου, προκαλούν αναταραχή στις αγορές.
Στην πραγματικότητα, είναι η δεύτερη, πρόωρη εκλογική αναμέτρηση στη Γηραιά Ήπειρο σε διάστημα μόλις 20 ημερών, καθώς ακολουθεί η Βρετανία. Ο Ρίσι Σουνάκ προκήρυξε πρόωρες εκλογές για τις 4 Ιουλίου μετά τα χειρότερα εκλογικά αποτελέσματα εδώ και σχεδόν 40 χρόνια από το Συντηρητικό Κόμμα στις τοπικές εκλογές. «Οι δύο χώρες έχουν έναν κοινό παρονομαστή που θα μπορούσε να επεκταθεί στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης: Αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και υπάρχει δυσαρέσκεια μεταξύ των πολιτών. Μια αρνητική σπείρα που δύσκολα μπορεί να απενεργοποιηθεί αποτελεί πρόσφορο έδαφος για πολιτική αστάθεια», εξηγεί ο αναλυτής από την CMC Markets, Λουίς Φρανσίσκο Ρουίζ.
Πολλοί Ευρωπαίοι επενδυτές αρχίζουν να βλέπουν πλέον μεγαλύτερο πλεονέκτημα στην αμερικανική αγορά. «Το χρηματιστήριο της Βόρειας Αμερικής θα συνεχίσει να έχει καλύτερες επιδόσεις από το ευρωπαϊκό χρηματιστήριο, το οποίο αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει μια διαδικασία επιβράδυνσης. Όσον αφορά τους τομείς, πιστεύουμε επίσης ότι ο τομέας της τεχνολογίας θα συνεχίσει να ηγείται των αυξήσεων που οφείλονται στα αποτελέσματα και στις προσδοκίες για μειώσεις επιτοκίων», τονίζουν στη «Ν» παράγοντες της αγοράς.
naftemporiki.gr