Αλήθεια, μητέρα, γιατί πλανεύτηκα τόσο !
πως ξέπεσα έτσι, εγώ, η μικρή ελαφίνα σου,
γιατί, μητέρα, γιατί ρωτάω τον εαυτό μου,
τι έγινε και λιγόστεψε το φως της ζωής μου,
γιατί έτρεχα ασταμάτητα, τι έφταιξε, γλυκιά μου...
Tο ξέρω, μητέρα, δεν άκουγα κανένα,
βλέπεις, η υπεροψία της νιότης ήταν το λάθος,
ένα λάθος, που με έστρεψε σ’ άλλους δρόμους
κι ακολούθησα δίχως κρίση, δίχως περίσκεψη
και πότισα τη ζωή μου με τα πρόσκαιρα,
καθώς η δροσιά της νιότης δεχόταν το δηλητήριο
τόσο ασυλλόγιστα, όσο άσκεφτα, τόσο άδικα, μητέρα!
Kαι ήρθε η στιγμή, γλυκιά μου, που έμεινα μόνη,
έτσι, σαν τη πρώτη φορά, τη στιγμή του πάθους,
πάντοτε ολομόναχη, σαν ένα μικρό λουλουδάκι,
που θέλησε να μείνει κάτω απ’ τον καυτό ήλιο,
δίχως περίσκεψη, γιομάτο υπεροψία...
και πέρασε ο λίβας και στέρεψε τη δροσιά του
και δεν άνθισε, μητέρα, ποτέ δεν άνθισε...
Γιατί, μητέρα, γιατί προτίμησα έτσι,
γιατί με πλάνεψε των ναρκωτικών ο δρόμος,
αφού γνώριζα ότι δεν οδηγεί πουθενά
κι όλα στο διάβα του ήταν αβέβαια,
τόσο θολά, σαν τις σκιές της νύχτας κι εγώ,
εγώ ασυλλόγιστα έτρεχα πίσω τους
και τις ακολουθούσα με πάθος, μητέρα,
δίχως αντίσταση, δίχως εξηγήσεις,
δίχως όνειρα νιότης, γλυκιά μου.
Έτσι τα έβλεπα τότε, μητέρα, τόσο σίγουρα,
απλά ζητήματα νιότης, δίχως προβλήματα,
χωρίς υπολογισμούς και ώριμες κρίσεις
και αψήφησα τα επιχειρήματα και τις συμβουλές σου
κι έστρεψα τα νώτα στις αγωνίες σου
και πλησίασα ασυλλόγιστα τους πειρασμούς,
όλους τους ωραιοποιημένους πειρασμούς, μητέρα,
αυτούς που δίνονται κατά παραγγελία,
τόσο απλόχερα, παγίδα για τη νεότητα
για να αντιπαλέψουν το «δήθεν κατεστημένο».
Καλή μου μητέρα, πόσο σε σκέπτομαι!
Μικρές σκέψεις προβληματισμού :
Γι΄αυτά τα παιδιά,
που χάνονται στους δρόμους των ναρκωτικών.
Τους λέμε,όμως : Ελπίδα μας ! Ο καλός αγώνας !


