Έκλεισε ένα αιώνα ζωής. Περιχαρής δίπλα στα παιδιά του, τον Κωστή και τον Μανόλη, τις νύφες και τα εγγόνια του. Στον Ορθέ Μυλοποτάμου, στην πάνω χωριά, εξακολουθεί να γράφει την προσωπική του ιστορία. Έφτιαξε τη ζωή του μαζί με την αείμνηστη Κορμαρώ, συνένωσαν δυο μεγάλες και ιστορικές οικογένειες του χωριού. Μεγάλο το γενεαλογικό του δέντρο, εξίσου πολλά τα γεγονότα της ζωής του. Έτυχε να συναναστραφώ μαζί του τα παιδικά μου χρόνια. Εκεί στο φιλόξενο καφενείο ήταν παρών και μου κουβέντιαζε, όση ώρα δεν διέτρεχε να φωνάξει τους χωριανούς να μιλήσουν με τους δικούς τους, στο μοναδικό κοινοτικό τηλέφωνο. Ώρες πολλές μ’ αρμήνευε, έδινε τα λόγια του σε μένα, όπως το έκανε στα παιδιά του. Κάθε συνάντηση και μια σελίδα γνώσης στο χωριό μας, με τα πέντε καφενεία, τις πολλές βεγγέρες αλλά και τη γενιά μου να ακούει πρόθυμα και να κάθεται δίπλα στους μεγαλύτερους. Την ίδια πόρτα βρήκα πρόσφατα ξανά ανοικτή να τον ανταμώσω, να τον δω χαρούμενο, γιατί έφτασε να περάσει τον αιώνα, να μπορεί να εύχεται στα παιδιά του και σε όλους, να διαβάζει στίχους από τον Ερωτόκριτο, να θυμάται τα δύσκολα χρόνια. Τον ρώτησα πολλά, επέλεξα λιγότερα για να τον αφήσω τέτοιες μέρες να τρέξει περισσότερο το ποτάμι της μνήμης του. Εκείνος από 19 χρονών εργάστηκε, δεν έβαζαν τότε σύνορα στη δουλειά, ήξερε το μεροκάματο, εκεί που άλλοι το απεύφευγαν. Η κατοχή της Κρήτης φάνηκε και στον Ορθέ ως την ώρα της αποχώρησης των Γερμανών. Η φυγή και η στράτευσή του στην ομάδα Τζιφάκη, στο βουνό, στ’ αόρι του Ορθέ, μαζί με άλλους χωριανούς, γόνοι γνωστών οικογενειών [Καλαϊτζογιάννης, ο πατέρας μου ο Αντρουλιδογιώργης, Σπύρος Παπαδάκης και ο Ανδρέας Ανδρουλιδάκης, που [απο τα άδικα θύματα του εμφυλίου του 1944]και άλλοι, τους βρήκε κοντά στον Ψηλορείτη,. Τους εφοδίαζαν τρόφιμα από το χωριό, μεταξύ αυτών απο τους Αντρουλιδάκηδες ο Μανόλης, ο θείος μου. Η πράξη σπουδαία και ακατάγραφτη δείχνει πως ήθελαν να κάνουν τη δική τους αντίσταση, χωρίς να το διατυμπανίσουν για να κερδίσουν άκοπα δόξα και μετάλλια τιμής. Υπερασπίστηκαν πρώτα απ’όλα την τιμή του. Το βουνό τους έσωζε, εκεί έγραφαν τον δικό τους αγώνα, έγιναν ένα με τον τακτικό στρατό με επικεφαλή τον ανθυπολοχαγό Κ. Μαρούλη. Οι καιροί ήταν πιο δύσκολοι τώρα, τα πολιτικά πάθη είχαν διαιρέσει πρόσωπα οικογένειες. Ο Γιώργης τάχθηκε με τους ειρηνοποιούς, κινδύνεψε ωστόσο η ζωή του σε μάχη στο Ρουσοσπίτι. Τον έσωσε ο Καλαϊτζογιάννης, από τους σπουδαίους χωριανούς μας .Ο εμφύλιος ήταν ακόμη στην αρχή. Ο Γιώργης άντεξε και μεγαλούργησε. Αξιώθηκε με τις πράξεις του ένα άλλο μετάλλιο, εκείνο που δεν είναι χάρτινο, γεμάτο γράμματα, εκείνο που δεν σβήνει στον χρόνο, γιατί δεν ξεγελάστηκε από τη φθορά του, αλλά αγωνίστηκε όρθιος. Τα χέρια του κράτησαν τόσες αναμνήσεις, είναι η αγκαλιά των παιδιών του, ένας ακόμη χαιρετισμός στο τέλος της κουβέντας μας στο καφενείο των λόγων της καρδιάς. Να ζήσει πολλά έτη να χαίρεται ό τι τον χαροποίησε και πρέπει να θυμάται, να τον κρατεί στην υπεραιωνόβια ζωή, οφειλή για κείνους που έζησαν κοντά του αλλά έφυγαν νωρίς.

