ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το Πυρηνελαιουργείο Ροδινού και μετέπειτα «Αγία Φωτεινή» στον Κουμπέ

0

Η πρωτοπόρος συμβολή του στην εκβιομηχάνιση της περιοχής και οι προοπτικές διάσωσης των εγκαταστάσεων του σήμερα.

Έντονη κινητικότητα παρατηρείται το τελευταίο διάστημα στην περιοχή του Κουμπέ και συγκεκριμένα στο ιστορικό βιομηχανικό φουγάρο του άλλοτε εργοστασίου «Αγία Φωτεινή». Επιτέλους, το πλέον αναγνωρίσιμο και χαρακτηριστικό σημείο ολόκληρης της περιοχής του Κουμπέ φαίνεται να μπαίνει σε τροχιά διάσωσης μετά από τη χρόνια ετοιμορροπία του.

Η άτυπη Βιομηχανική ζώνη του Κουμπέ

Στις νεότερες γενιές, η παρουσία του φουγάρου και των ερειπωμένων κτηρίων που το περιβάλλουν προκαλεί μάλλον απορία, καθώς από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η περιοχή του Κουμπέ έχει πλέον αποκτήσει αμιγώς αστικό χαρακτήρα. Ωστόσο, στο παρελθόν, δεκάδες επιχειρήσεις και εργοστάσια λειτούργησαν στο παραλιακό μέτωπό της. Σήμερα, μόνο τα άδεια και ερειπωμένα κτήρια, κατάλοιπα των βιομηχανικών και βιοτεχνικών μονάδων του Κουμπέ, καθώς και ορισμένοι παλαιοί βιοτεχνικοί χώροι που έχουν αποκτήσει διαφορετικές χρήσεις, εξακολουθούν να μαρτυρούν την ιστορία της περιοχής.

Η περιοχή του Κουμπέ τη δεκαετία του 1960 (Συλλογή Γ. Παπαδοπετράκη).

Ο Κουμπές, ήδη από την περίοδο της Ενετοκρατίας, είχε διαμορφωθεί σε μια πρώιμη βιοτεχνική ζώνη, με όλες τις τότε λειτουργούσες επιχειρήσεις βυρσοδεψίας να εκτείνονται κατά μήκος του ακρογιαλιού του. Ωστόσο, κατά την Οθωμανική περίοδο και έως τα τέλη του 19ου αιώνα, ο χώρος ερημώθηκε, παραμένοντας άγονη, πετρώδης και ουσιαστικά ακατοίκητη έκταση. Κατά την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας επανεμφανίστηκε επαγγελματική δραστηριότητα, με τη δημιουργία μικρών βιοτεχνικών μονάδων βυρσοδεψίας, καθώς και δύο έως τριών καφενείων που εξυπηρετούσαν τους επισκέπτες, οι οποίοι συνήθιζαν να εκδράμουν εκεί. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 οι επιχειρήσεις αυτές είχαν ήδη πολλαπλασιαστεί. Η εύκολη πρόσβαση, η γειτνίαση με τη θάλασσα και η σχετικά κοντινή απόσταση από την πόλη και το λιμάνι του Ρεθύμνου κατέστησαν τον Κουμπέ χώρο ιδιαίτερα πρόσφορο όχι μόνο για την εγκατάσταση των επιχειρήσεων αυτών αλλά και για τη σταδιακή, έστω άτυπη, μετατροπή ολόκληρης της περιοχής σε βιομηχανική ζώνη.

Η συμβολή του Ι. Ροδινού

Ένας από τους πρωτεργάτες αυτής της μετάλλαξης του Κουμπέ υπήρξε ο Ιωάννης Ευσταθίου Ροδινόςο οποίος, μεταξύ άλλων, οραματίστηκε τη δημιουργία μιας μεγάλης βιομηχανικής μονάδας στην περιοχή. Ο Ροδινός γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ατσιπόπουλο Ρεθύμνης και ήταν γιος του Ευστάθιου Ροδινού και της Ελένης, το γένος Γεωργίου Αρκαλάκη ή Δασκαλάκη από του Γάλλου.

Ο Ιωάννης Ευστ. Ροδινός (Περπιράκης 2014).

Από νεαρή ηλικία βρέθηκε στον Πειραιά αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Μέσω της εργασίας και της προσωπικής του εξέλιξης κατόρθωσε να προοδεύσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε σύντομα να αποκτήσει δικό του εργοστάσιο. Συνεταιρίστηκε με τον Ιωάννη Βοργιά και μαζί διακρίθηκαν στον τομέα της μηχανουργίας, δημιουργώντας εργοστάσιο κατασκευής μηχανημάτων και λεβήτων, καθώς και ιδιόκτητο ναυπηγείο. Η έδρα της επιχείρησής τους βρισκόταν στον Πειραιά, στην οδό Δραγατσανίου 48.

Το λογότυπο των επιχειρήσεων Ροδινού–Βοργιά (Αρχείο Γ. Παπαδοπετράκη).

Ο Ροδινός, αν και αποτέλεσε ισχυρό παράγοντα της εποχής σε κεντρικό επίπεδο, δεν ξέχασε ποτέ το χωριό του και το Ρέθυμνο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1910 αποφάσισε να πραγματοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στην ευρύτερη περιοχή, εκκινώντας από τα μεταλλεία των Σισών και της Δαμάστας. Όπως είχε αποκαλύψει σε συνέντευξή του στην τοπική εφημερίδα «Δημοκρατία», το όραμά του για το Ρέθυμνο ήταν ουσιαστικά η ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα μέσω της ίδρυσης πολλών βιομηχανικών μονάδων, οι οποίες θα αξιοποιούσαν την πρωτογενή παραγωγή της περιοχής και κυρίως το ελαιόλαδο. Σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, τα κίνητρα του Ροδινού δεν ήταν οικονομικά, αλλά συνδέονταν κυρίως με την επιθυμία του να προσφέρει στον τόπο του.

Η πρώτη κίνησή του Ροδινού προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν η ανέγερση ενός σύγχρονου μηχανοκίνητου ελαιουργείου στο Αγιασμάτσι Ρεθύμνης, με προβλεπόμενη απόδοση ενός εκατομμυρίου οκάδων ελαιολάδου. Οι εξελίξεις ήταν άμεσες. Τον Ιούνιο του 1923 πραγματοποιήθηκε η αγορά της έκτασης και τον επόμενο κιόλας χρόνο το εργοστάσιο ξεκίνησε τη λειτουργία του.

Τα ερείπια του άλλοτε εργοστασίου Ροδινού στο Αγιασμάτσι Ρεθύμνου.

Η δημιουργία του εργοστασίου Ροδινού στον Κουμπέ (1924-1925)

Το επόμενο βήμα του δραστήριου επιχειρηματία ήταν η δημιουργία ενός σύγχρονου πυρηνελαιουργείου, δυναμικότητας άνω των πέντε εκατομμυρίων οκάδων πυρηνελαίου, το οποίο θα αξιοποιούσε τα υπολείμματα της έκθλιψης του ελαιοκάρπου. Η λειτουργία ενός τέτοιου εργοστασίου θα αποτελούσε σημείο-τομή για την περιοχή του Ρεθύμνου, καθώς, λόγω έλλειψης κατάλληλων μηχανημάτων, ένα σημαντικό μέρος της ελαιοπαραγωγής παρέμενε ανεκμετάλλευτο, ζημιώνοντας πρώτα τους παραγωγούς και κατ’ επέκταση την εθνική οικονομία.

Η «Γαλλιανή Καμάρα» σήμερα (Αρχείο Γεωρ. Γαβαλά).

Ως κατάλληλη θέση για την ανέγερση του εργοστασίου ο Ροδινός επέλεξε την τοποθεσία «Γαλλιανή Καμάρα», στο ανατολικό άκρο της εκβολής του Γαλλιανού ποταμού ή αλλιώς ποταμού «τσ’ Αγιάς Φωθιάς». Οι κινήσεις για την αξιοποίηση του οικοπέδου ξεκίνησαν από το 1921, όταν ο Ροδινός αγόρασε την έκταση, η οποία την εποχή εκείνη άνηκε στην ενορία Ατσιποπούλου. Ουσιαστικά, η ακριβής θέση πιθανως προέκυψε τυχαία αφού το κτήμα αποκτήθηκε μέσω πλειστηριασμού.

 Μέσα στο κτήμα αυτό υπήρχε και ο μικρός ναός της Αγίας Φωτεινής. Ο ναΐσκος οικοδομήθηκε γύρω στο 1910, έπειτα από όραμα του τότε υπηρετούντος στο Ρέθυμνο λοχαγού Πεζικού Σταύρου Ρήγα {και όχι Γρίβα, όπως συχνά λανθασμένα αναπαράγεται}. Ο ναός είχε ανεγερθεί περίπου στη θέση παλαιότερου ομωνύμου ναού και αποτέλεσε το μοναδικό κτίσμα που υπήρχε στο σημείο κατά την εξαγορά του οικοπέδου για την ανέγερση του πυρηνελαιουργείου.

Ο Σταύρος Ρήγας ως «καπετάν καβοντόρος» στον Μακεδονικό αγώνα (wikipedia.org).

Οι εργασίες κατασκευής του εργοστασίου του Ροδινού ξεκίνησαν το 1924, όταν οι συνθήκες για την υλοποίησή του είχαν πια ωριμάσει. Αν και ο αρχικός σχεδιασμός ήθελε το εργοστάσιο να λειτουργήσει μέσα στο ίδιο έτος, αυτό δεν κατέστη δυνατό. Ο Ροδινός έκρινε σκόπιμο να δώσει προτεραιότητα στη δημιουργία ενός ακόμη σύγχρονου ελαιουργείου στην περιοχή του Μυλοποτάμου, αντίστοιχου με εκείνο του Αγιασματσίου.

Μετά την ολοκλήρωση και του δεύτερου αυτού ελαιουργείου, είχε πλέον φτάσει η ώρα για το πυρηνελαιουργείο του Κουμπέ. Έτσι, το 1925 οι εργασίες προχώρησαν με ταχύτερους ρυθμούς, τόσο στην ανέγερση των κτηριακών υποδομών όσο και στην εγκατάσταση του απαραίτητου εξοπλισμού. Το νέο εργοστάσιο εφοδιάστηκε με σύγχρονα ελαιοπιεστήρια και μηχανήματα έκθλιψης και επεξεργασίας των ελαιοπυρήνων, κατασκευασμένα στα εργοστάσια «Ροδινού–Βοργιά». Σύμφωνα με τον Ροδινό, τα μηχανήματα αυτά εξασφάλιζαν επιπλέον απόδοση ελαιολάδου της τάξης του 7–8% σε σχέση με τα συμβατικά ελαιοτριβεία, ενώ ήταν ικανά να επεξεργάζονται τους ελαιοπυρήνες μέχρι τον βαθμό της χωματοποίησής τους.

Τον Σεπτέμβριο του 1925 το πυρηνελαιουργείο του Ροδινού ήταν πλέον έτοιμο. Στις 27/09/1925 πραγματοποιήθηκαν με λαμπρότητα τα εγκαίνια την νέας αυτής μονάδας και όλα έδειχναν ότι σε λίγες ημέρες οι μηχανές θα ξεκινούσαν προς αξιοποίηση των υπολειμμάτων της νέας εσοδείας.  Ωστόσο, ο ιδιοκτήτης και εμπνευστής του έργου απουσίαζε λόγω ασθένειας, παραμένοντας στον Πειραιά.

Δημοσίευμα της εφημερίδας Ασραπή, φ. 25/1–10–1925.

Μια ασθένεια που αποδείχθηκε μοιραία. Μόλις μία ημέρα μετά τα εγκαίνια του εργοστασίου, στις 28/09/1925, ο Ιωάννης Ροδινός, σε ηλικία 63 ετών, έφυγε αιφνιδίως από τη ζωή. Το φιλόδοξο όραμά του για τη δημιουργία εκτεταμένων υποδομών στο Ρέθυμνο έμεινε ανολοκλήρωτο, πληγώνοντας έτσι την περαιτέρω ανάπτυξη του Ρεθύμνου.

Η περίοδος στασιμότητας (1925-1933)

Η οικογένεια του εκλιπόντος, μόλις τρεις ημέρες μετά τον θάνατό του, ανακοίνωσε μέσω του τοπικού Τύπου ότι όλες οι δραστηριότητές του θα συνεχίζονταν κανονικά. Οι επιχειρήσεις τέθηκαν πλέον υπό την επωνυμία «Αφοί Ροδινού», με επικεφαλής τον πρωτότοκο γιο του Ιωάννη Ροδινού, Ευάγγελο. Ωστόσο, παρά τη συνέχιση της λειτουργίας των λοιπών μονάδων της οικογένειας σε Πειραιά και Ρέθυμνο, οι μηχανές του πυρηνελαιουργείου στον Κουμπέ παρέμειναν αδρανείς.

Η κατάσταση αυτή διατηρήθηκε και κατά τα επόμενα έτη. Το 1928, σε επίσκεψή του στο Ρέθυμνο, ο Ευάγγελος Ροδινός διαβεβαίωνε την Ρεθεμνιώτικη κοινωνία ότι η έναρξη λειτουργίας του εργοστασίου ήταν ζήτημα χρόνου. Όμως, αντί αυτού και προκειμένου να καλυφθεί το υφιστάμενο κενό που υπήρχε στην αγορά, μέσα στο 1928 ιδρύθηκε και λειτούργησε στην περιοχή της Καλλιθέας Ρεθύμνου το μεγάλο πυρηνελαιουργείο-σαπωνοποιείο της εταιρείας «ΒΙΟ», υπό την επωνυμία «Ελαιουργίαι της Ελλάδος Ανώνυμη Εταιρεία» (Ε.Τ.ΕΛ. Α.Ε.)Ένα ιδιαίτερα σημαντικό έργο για τα δεδομένα του Ρεθύμνου, η λειτουργία του οποίου πιθανότατα επηρέασε αρνητικά την απόφαση της οικογένειας Ροδινού να λειτουργήσει τη δική της μονάδα.

Το εργοστάσιο της «ΒΙΟ Ε.Τ.ΕΛ. Α.Ε.» σε λειτουργία (Αρχείο εφ. Ρέθεμνος).

Αν και η λειτουργία του εργοστασίου της Ε.Τ.ΕΛ. Α.Ε. προηγήθηκε χρονικά εκείνης του πυρηνελαιουργείου που είχε σχεδιάσει ο Ροδινός, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η επένδυση της «ΒΙΟ» ακολούθησε την κατεύθυνση που εκείνος είχε ήδη χαράξει. Οπως είναι σαφες, και στις δύο περιπτώσεις μια μεγάλη βιομηχανία παραγωγής μηχανημάτων της εποχής ανέλαβε την πρωτοβουλία ίδρυσης πυρηνελαιουργικής μονάδας στα προάστια του Ρεθύμνου.

Η ίδρυση και η πρώτη περίοδος λειτουργίας του εργοστασίου «Αγία Φωτεινή» (1933-1939)

Μετά από πολλά έτη απραξίας, η οικογένεια Ροδινού, μη θέλοντας ή μη μπορώντας πλέον να ακολουθήσει το δρόμο της «ΒΙΟ», μεταβίβασε το πυρηνεργοστάσιο της σε όμιλο επιχειρηματιών από το Ηράκλειο. Το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών της νεοσύστατης εταιρείας απέκτησαν ο Αντώνης Ανεμογιάννης και η σύζυγός του Ελένη, το γένος Καρούζου. Στο σχήμα συμμετείχαν επίσης ο Αλκιβιάδης Μαρής, ο Γεώργιος Φλώρος και ο Σταύρος Κωνσταντινίδης.

Με την αλλαγή ιδιοκτησίας και αφού ρυθμίστηκαν οι απαραίτητες υλικές και νομικές τροποποιήσεις και συμπληρώσεις, επελέγη η ονομασία της επιχείρησης. Η ύπαρξη  του Ι.Ν. της Αγίας Φωτεινής, λίγα μόλις μέτρα από τις εγκαταστάσεις του εργοστασίου και εντός του οικοπέδου που κατείχε η επιχείρηση, έμοιαζε ιδανική επιλογή, προσφέροντας έτσι μια ουδέτερη ονομασία στο μικτό σχήμα της διοίκησης του εργοστασίου.

Στα τέλη του 1933 λοιπόν η έναρξη του σύγχρονου πυρηνελαιουργείου «Αγία Φωτεινή», μετά από χρόνια αναμονής, ήταν πλέον γεγονόςΣτα έτη που ακολούθησαν και μέχρι το 1939, το εργοστάσιο λειτούργησε ανελλιπώς, δημιουργώντας ευκαιρίες εργασίας σε περίπου 150 εργαζομένους. Επίσης, η παρουσία του πυρηνεργοστασίου «Αγία Φωτεινή» δημιούργησε ανταγωνισμό με την Ε.Τ.ΕΛ. Α.Ε., συνέπεια της οποίας ήταν η αύξηση των τιμών για τον παραγωγό.

Το εργοστάσιο «Αγία Φωτεινή»· στο κέντρο ο ομώνυμος ναΐσκος (Αρχείο Μ. Χ. Γοργοράπτη).

Τα δύσκολα χρόνια και η πώληση του εργοστασίου στην Α.Β.Ε.Α. (1939-1947)

Το Μάιο του 1939, μέσω άρθρου του Ν. Ανδρουλιδάκη, έγινε γνωστό στην κοινωνία του Ρεθύμνου ότι οι επιχειρηματίες του πυρηνεργοστασίου του Κουμπέ ετοιμάζονταν να μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους στο Ηράκλειο. Πράγματι, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του ίδιου έτους, η επιχείρηση τέθηκε υπό εκκαθάριση. Το διάστημα αυτό, οι ιδιοκτήτες και εκκαθαριστές του εργοστασίου Α. Ανεμογιάννης και Γ. Φλώρος, γνωστοποίησαν την πρόθεση του να δεχθούν προτάσεις εξαγοράς  του από Ρεθεμνιώτες επιχειρηματίες. Ωστόσο, λόγω και του ύψους της απαιτούμενης επένδυσης ένα τέτοιο πρόσωπο δεν κατέστη δυνατό να βρεθεί άμεσα.

Η παύση των εργασιών της «Αγίας Φωτεινής» επέφερε σημαντικό πλήγμα στην τοπική οικονομία, τόσο εξαιτίας της απώλειας θέσεων εργασίας όσο και λόγω της διαμόρφωσης συνθηκών μονοπωλίου. Με την παύση εργασιών του εργοστασίου του Κουμπέ, η Ε.Τ.ΕΛ. Α.Ε. παρέμεινε ουσιαστικά η μοναδική διέξοδος των ελαιοπαραγωγών για την αξιοποίηση του ελαιοπυρήνα τους.

Το Μάρτιο του 1942, μεσούσης της γερμανικής κατοχής, οι εγκαταστάσεις και ο εξοπλισμός του εγκαταλελειμμένου εργοστασίου πωλήθηκαν στη χανιώτικη εταιρεία και πρωτοπόρο του χώρου της ελαιουργίας, Ανώνυμη Βιομηχανική Εταιρεία «Ανατολή» (Α.Β.Ε.Α.). Μικρό ποσοστό συμμετοχής απέκτησαν επίσης  οι Ρεθυμνιώτες έμποροι Παναγιώτης και Ιωάννης Κουτσουράκης, καθώς και μέλη της διοίκησης της Α.Β.Ε.Α. σε ατομικό επίπεδο.

Οι διευθυντές της Α.Β.Ε.Α. και επενδυτές στο εργοστάσιο «Αγία Φωτεινή» Π. Μαρκαντωνάκης και Κ. Ναξάκης (athensvoice.gr).

Παρά την εξαγορά του, το εργοστάσιο δεν φαίνεται να λειτούργησε έως τουλάχιστον το 1947. Στην αδράνεια αυτή συνέβαλε καθοριστικά η περίοδος της γερμανικής κατοχής, κατά την οποία οι αρχές κατάσχεσαν μέρος του εξοπλισμού και των κινητών του εργοστασίου.

Η πρώτη προσπάθεια εμπλοκής της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνης (1947-1949)

Μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής, η κατεστραμμένη Ελλάδα εισήλθε σε μια δύσκολη πορεία ανασυγκρότησης. Ο πρωτογενής τομέας, που διατηρούσε ακόμη αντοχές, θεωρήθηκε βάση για την ανάπτυξη της χώρας. Η αμερικανική κυβέρνηση, με στόχο την ενίσχυση της οικονομίας της Ελλάδας, δημιούργησε το καλοκαίρι του 1947 την American Mission for Aid to Greece (A.M.A.G.), η οποία ανέλαβε τη διαχείριση της πρώτης οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα.  Σημαντικό ρόλο στη διάχυση των ενισχύσεων ανέλαβαν οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί λειτουργώντας ως συνδετικοί κρίκοι ανάμεσα στους παραγωγούς και τους διαχειριστές των ενισχύσεων.

Πέραν της συγκυρίας που ευνοούσε τους συνεταιρισμούς, η παρουσία ικανών ηγετικών προσώπων αποδείχθηκε καθοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη κάθε περιοχής. Στο Ρέθυμνο, σχεδόν ταυτόχρονα με τη δημιουργία της A.M.A.G., πρόεδρος της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνης (Ε.Γ.Σ.Ρ.) εξελέγη ο Ανδρέας Ιωσ. Μπικάκης, ενώ στην αντίστοιχη του Μυλοποτάμου ο Εμμανουήλ Κλάδος. Τον Αύγουστο του 1947 οι δύο πρόεδροι συναντήθηκαν με τον διοικητή της A.M.A.G., Dwight Griswold, καταθέτοντάς του αναλυτικό υπόμνημα για τις ανάγκες του Νομού Ρεθύμνης και ζητώντας, μεταξύ άλλων, χρηματοδότηση για τη δημιουργία πυρηνελαιουργείου.

Ο διοικητής της A.M.A.G. Dwight Griswold (wikipedia.org).

Την ίδια περίοδο, το πυρηνελαιουργείο «Αγία Φωτεινή» παρέμενε ανενεργό. Αντί λοιπόν της δημιουργίας ενός νέου εργοστασίου, οι δύο Ενώσεις προέκριναν ως πλέον συμφέρουσα λύση την επαναλειτουργία του, μέσω της εξαγοράς και αξιοποίησής του από την Α.Β.Ε.Α. Ωστόσο, η πορεία προς την υλοποίηση της απόφασης δεν ήταν εύκολη, καθώς υπεισερχόταν ένας καθοριστικός εξωγενής παράγοντας. Αυτός δεν ήταν άλλος από την Ε.Τ.ΕΛ. Α.Ε., η οποία επεδίωκε τη διατήρηση του μονοπωλίου που είχε διαμορφωθεί τα προηγούμενα έτη. Εκτός αυτού,  κατά τα έτη 1947 και 1948 η Ε.Τ.ΕΛ. Α.Ε. συνεργαζόταν με την Α.Β.Ε.Α., χωρίς να είναι σαφές αν στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας γινόταν χρήση των εγκαταστάσεων του Κουμπέ.

Η δεύτερη περίοδος λειτουργίας του εργοστασίου «Αγία Φωτεινή» υπό την Ε.Γ.Σ.Ρ. (1949-τέλος)

Τελικώς, επήλθε συμφωνία μεταξύ Ε.Γ.Σ.Ρ. και Α.Β.Ε.Α. για τη μίσθωση του χώρου και την αναβάθμισή του με την αξιοποίηση των αμερικανικών ενισχύσεων. Καθοριστικό ρόλο στην επίτευξη αυτής της συμφωνίας διαδραμάτισε ο Ανδρέας Μπικάκης. Παρενθετικά αξίζει να σημειωθεί ότι ο παντελώς λησμονημένος σήμερα, Μπικάκης υπήρξε εξέχουσα προσωπικότητα της εποχής. Καταγόμενος από τις Σαϊτούρες Ρεθύμνου, ανέπτυξε πλούσια δράση όχι μόνο στο πλαίσιο της Ένωσης, αλλά και σε άλλες κοινωφελείς υποθέσεις, όπως η αναβάθμιση του μηχανολογικού εξοπλισμού της Ηλεκτρικής Εταιρείας Ρεθύμνου. Επί των ημερών του, και με την ουσιαστική συνεργασία του διευθυντή της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδος (Α.Τ.Ε.) στο Ρέθυμνο, Σπυρίδωνα Αποστολάκη, η Ε.Γ.Σ.Ρ. γνώρισε ραγδαία ανάπτυξη, αξιοποιώντας τις ενισχύσεις αρχικά της A.M.A.G. και εν συνεχεία του Σχεδίου Μάρσαλ. Παράλληλα, ο Μπικάκης υπήρξε συνδετικός κρίκος μεταξύ Ε.Γ.Σ.Ρ. και Α.Β.Ε.Α., καθώς κατείχε ταυτόχρονα τη θέση του προέδρου της πρώτης και του αντιπροέδρου της δεύτερης.

Ο πρόεδρος της Ε.Γ.Σ.Ρ. Ανδρέας Ι. Μπικάκης (Αρχείο Μ. Χ. Γοργοράπτη).

Η ολοκλήρωση της συμφωνίας για τη μίσθωση του πυρηνεργοστασίου της Α.Β.Ε.Α. πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1949, με τη συμμετοχή τόσο της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνης όσο και της αντίστοιχης του Μυλοποτάμου. Έτσι, το φθινόπωρο του ίδιου έτους, σε μικρό χρονικό διάστημα από την υπογραφή του μισθωτηρίου, το εργοστάσιο επαναλειτούργησε, αξιοποιώντας μάλιστα την εσοδεία της περιόδου 1949–1950. Αξίζει να σημειωθεί ότι το πυρηνελαιουργείο των Ε.Γ.Σ.Ρ. & Ε.Γ.Σ.Μ. διατήρησε την αρχική επωνυμία «Αγία Φωτεινή», με την οποία είχε λειτουργήσει για πρώτη φορά το 1933.

Το λογότυπο του εργοστασίου «Αγία Φωτεινή» (εφ. Κρητική Επιθεώρησις, φ. 1495/15-3-1950).

Κατά την περίοδο λειτουργίας του εργοστασίου υπό τη διοίκηση των Ενώσεων, δημιουργήθηκαν νέες εγκαταστάσεις και η παραγωγή παρουσίασε σημαντική αύξηση. Από τα παραγόμενα πυρηνέλαια ένα μέρος κατευθυνόταν προς τα τοπικά σαπωνοποιεία, τα οποία έως τότε χρησιμοποιούσαν κυρίως μουργέλαια, ενώ το υπόλοιπο εξαγόταν εκτός Κρήτης. Επιπλέον, το εργοστάσιο παρήγαγε πυρηνίδι, το οποίο οι Ρεθυμνιώτες αξιοποιούσαν ευρέως για οικιακή θέρμανση κατά τους χειμερινούς μήνες, αλλά και ως καύσιμη ύλη σε βιοτεχνίες και εργοστάσια της πόλης.

Το κλείσιμο του Πυρηνελαιουργείου

Στα επόμενα χρόνια, η λειτουργία του εργοστασίου συνεχίστηκε απρόσκοπτα. Ήδη όμως από το 1959 άρχισαν να διαφαίνονται τα πρώτα σημάδια κρίσης, με την είσοδο στην αγορά των εισαγόμενων χημικών απορρυπαντικών, τα οποία προκάλεσαν σοβαρό πλήγμα στην κατανάλωση των προϊόντων της σαπωνοποιίας. Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής των πυρηνελαίων κατευθυνόταν στη σαπωνοποιία, η κρίση του κλάδου μεταφέρθηκε αναπόφευκτα και στους πυρηνελαιοπαραγωγούς.  Σταδιακά η ζήτηση του πυρηνέλαιου μειώθηκε, με συνέπεια την ίδια χρονιά να έχουν συσσωρευθεί στο Ρέθυμνο περίπου 1.000 τόνοι αδιάθετου πυρηνελαίου προηγούμενων ετών.

Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το εργοστάσιο «Αγία Φωτεινή» ανέστειλε τη δραστηριότητά του, πιθανότατα εξαιτίας της υπερσυσσώρευσης αδιάθετης παραγωγής. Στην απόφαση αυτή πιθανόν συνέβαλαν και άλλοι παράγοντες όπως η παλαιότητα του μηχανολογικού εξοπλισμού, η εξέλιξη της ελαιουργίας που εξασφάλιζε πλέον μεγαλύτερη αποδοτικότητα στην παραγωγή ελαιολάδου, καθώς και πιθανές ασυμφωνίες μεταξύ της ιδιοκτήτριας Α.Β.Ε.Α. και της διαχειρίστριας Ε.Γ.Σ.Ρ. Σε κάθε περίπτωση, η αναστολή της λειτουργίας του πυρηνελαιουργείου «Αγία Φωτεινή» αποδείχθηκε οριστική, σηματοδοτώντας το κλείσιμο ενός κεφαλαίου της βιομηχανικής ιστορίας του Ρεθύμνου. Το γεγονός αυτό μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως πρόδρομος της συνολικότερης αποβιομηχάνισης του Κουμπέ που ακολούθησε τα επόμενα χρόνια.

Η αγορά του εργοστασίου απο την Ε.Γ.Σ.Ρ. και η αλλαγή χρήσης του χώρου

Παρά την αδρανοποίηση του εργοστασίου της Α.Β.Ε.Α., η Ε.Γ.Σ.Ρ συνέχισε και τα επόμενα χρόνια να επιδεικνύει ενδιαφέρον για την τύχη του.  Μάλιστα τον Αύγουστο του 1967, επι προεδρείας Μιχάλη Προκοπάκη, καταβλήθηκαν προσπάθειες εκσυγχρονισμού του μηχανολογικού εξοπλισμού του πυρηνελαιουργείου, μέσω χρηματοδότησης από την Α.Τ.Ε., με σκοπό την επαναλειτουργεία της μονάδας. Ωστόσο, η επένδυση αυτή δεν προχώρησε.

Αντιθέτως, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, οι διοικήσεις των Ενώσεων Γεωργικών Συνεταιρισμών Ρεθύμνης και Μυλοποτάμου προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις για την εξαγορά του εργοστασίου της Ε.Τ.ΕΛ. Α.Ε., το οποίο βρισκόταν στην περιοχή της Καλλιθέας, και πάλι μέσω χρηματοδότησης από την Α.Τ.Ε. Η συμφωνία ολοκληρώθηκε περίπου έναν μήνα αργότερα, με συνολικό κόστος που υπερέβη τα έξι εκατομμύρια δραχμές.

Το επόμενο βήμα της Ε.Γ.Σ.Ρ. ήταν η απόκτηση του ανενεργού εργοστασίου «Αγία Φωτεινή». Τον Ιούνιο 1968 η διοίκηση της Ένωσης κατέληξε σε συμφωνία με την Α.Β.Ε.Α. για την πλήρη εξαγορά τόσο του πρώην εργοστασίου όσο και των ελαιοδεξαμένων που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Η συμφωνία ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του ίδιου έτους έναντι του ποσού των 600.000 δραχμων. Το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς, σε συνδυασμό με τη μακρόχρονη προηγούμενη χρήση του εργοστασίου από την Ένωση, δημιούργησαν έκτοτε τη λανθασμένη εντύπωση στις νεότερες γενιές ότι το πυρηνελαιουργείο «Αγία Φωτεινή» υπήρξε δημιούργημα ή έστω προπολεμικό απόκτημα της Ε.Γ.Σ.Ρ.

Η είδηση πώλησης του εργοστασίου (εφ. Κρητική Επιθεώρησις, φ. 6854/23-10-1968).

Η εξαγορά του εργοστασίου του Κουμπέ απο την  Ε.Γ.Σ.Ρ. δεν πραγματοποιήθηκε  με σκοπό την επαναλειτουργεία του. Η ύπαρξη του ήδη λειτουργικού πυρηνελαιουργείου της Ε.Τ.ΕΛ., το οποίο είχε προηγουμένως αποκτηθεί από την Ένωση, κάλυπτε πλήρως τις παραγωγικές ανάγκες, καθιστώντας περιττή την ενεργοποίηση της μονάδας στον Κουμπέ. Έτσι, οι άλλοτε εγκαταστάσεις της Αγίας Φωτεινής χρησιμοποιήθηκαν πλέον ως αποθηκευτικοί χώροι.

 Παράλληλα, η Ένωση, συμμετέχοντας στο Πανελλήνιο Πτηνοτροφικό Πρόγραμμα, προχώρησε στην ανέγερση μονάδας πτηνοσφαγείου και θαλάμου κατάψυξης στο βόρειο τμήμα του οικοπέδου του ΚουμπέΗ χρηματοδότηση, ύψους 25 εκατομμυρίων δραχμών, είχε εξασφαλιστεί μέσω του εν λόγω προγράμματος, ενώ τα νέα κτήρια ολοκληρώθηκαν υπό την επίβλεψη του μηχανικού Γεωργίου Τσίχλη.

Το κτήριο του άλλοτε πτηνοσφαγείου και θαλάμου κατάψυξης της Ε.Γ.Σ.Ρ,. το οποίο κατεδαφίστηκε τις τελευταίες ημέρες (goodnet.gr).

Η αντικατάσταση του Ι.Ν. Αγίας Φωτεινής και η οριστική εγκατάλειψη των εγκαταστάσεων

Την ίδια χρονιά, η διοίκηση της Ένωσης κατέληξε σε συμφωνία με τη Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου (Ι.Μ.Ρ.Α.) για την απομάκρυνση του Ι.Ν. της Αγίας Φωτεινής, ο οποίος βρισκόταν στο μέσο των εγκαταστάσεων του εργοστασίου. Σε αντάλλαγμα, η Ένωση δεσμεύτηκε να παραχωρήσει ένα τμήμα στα ανατολικά του οικοπέδου της για την ανέγερση νέου μεγαλύτερου ναού, ικανού να εξυπηρετήσει τις αυξανόμενες ανάγκες του πληθυσμιακά αναπτυσσόμενου Κουμπέ.

Το 1974 η Ι.Μ.Ρ.Α. προχώρησε στη δημιουργία νέας ενορίας, αποσπώντας τον Κουμπέ από την ενορία του Γάλλου, στην οποία άνηκε έως τότε. Στο πλαίσιο της ανωτέρω συμφωνίας, η μεγάλη αποθήκη λιπασμάτων της Ε.Γ.Σ.Ρ., που βρισκόταν ανατολικά του εργοστασίου, κατεδαφίστηκε για να ανεγερθεί στη θέση της ο σημερινός Ι.Ν. Αγίας Φωτεινής Κουμπέ.

Ο σημερινός Ι.Ν. Αγίας Φωτεινής Κουμπέ (wikimapia.org).

Αντίθετα, ο παλαιός και ιστορικός ναός κατεδαφίστηκε μόλις το 2007, όταν πλέον ο χώρος του εργοστασίου είχε πλήρως εγκαταλειφθεί. Την ίδια περίοδο κατεδαφίστηκαν και οι αποθήκες της νοτιοδυτικής πλευράς, ενώ απομακρύνθηκαν οι μεταλλικές δεξαμενές που βρίσκονταν στη βορειοδυτική γωνία του οικοπέδου. Έκτοτε, τα λιγοστά εναπομείναντα κτήρια της Ε.Γ.Σ.Ρ. αφέθηκαν έρμαια στη φθορά του χρόνου.

Στις μέρες μας

Περιστασιακά, οι άλλοτε λειτουργικές εγκαταστάσεις της Ένωσης χρησιμοποιήθηκαν και σε ορισμένες περιπτώσεις εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως αποθηκευτικοί χώροι, ως εργαστήριο κατασκευής καρναβαλικών αρμάτων, αλλά και ως τόπος προσωρινής διαμονής Ρομά και αστέγων.

Η σημερινή τους κατάσταση χαρακτηρίζεται από σημαντικά προβλήματα, τα οποία σχετίζονται τόσο με την παλαιότητα και τη μακροχρόνια εγκατάλειψη των κτηρίων όσο και με τη γειτνίαση τους με τη θάλασσα, η οποία επιτείνει τα φαινόμενα διάβρωσης. Το ζήτημα δεν αφορά μόνο τη στατική τους επάρκεια, αλλά και τη γενικότερη εικόνα που αποπνέει ο χώρος. Παρά τον υποκειμενικό χαρακτήρα της έννοιας της αισθητικής, είναι σαφές ότι ένας χώρος γεμάτος σκουπίδια και ερείπια σε τόσο κεντρικό σημείο δεν μπορεί να συνιστά θετική εικόνα για την πόλη, ενώ η ύπαρξη ετοιμόρροπων κατασκευών δημιουργεί επιπρόσθετη επικινδυνότητα. Η κατεδάφιση των μη αισθητικά και ιστορικά σημαντικών κτισμάτων της βόρειας πλευράς, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη τις τελευταίες ημέρες, ενδεχομένως να συμβάλει προς την κατεύθυνση της αισθητικής και ουσιαστικής αναβάθμισης του σημείου και της περιοχής γενικότερα.

 Αντίθετα, οι ιστορικές εγαταστάσεις του άλλοτε πυρηνελαιουργείου Ροδινού και μετέπειτα «Αγίας Φωτεινής» χρήζουν διαφορετικής αντιμετώπισης.  Εν πρώτοις, το μέχρι πρότινος ετοιμόρροπο ιστορικό φουγάρο του πρώην εργοστασίου απαιτεί προστασίας. Το μνημείο αυτό, χρονολογούμενο μεταξύ 1924 και 1925, αποτελεί το παλαιότερο βιομηχανικό φουγάρο της πόλης. Παρά τον επίσημο χαρακτηρισμό του ως διατηρητέο και τις ενέργιες που έχουν γίνει για την διάσωσή του, αυτό βρίσκεται ακόμη σε κίνδυνο. Συνεπώς, η διαφύλαξη του και η ολοκληρωτική αποκατάστασή του κρίνεται επιβεβλημένη.

Όμως, το ίδιο επιβεβλημένη είναι και η διάσωση, η αναστήλωση και  η αξιοποίηση των κτηριακών εγκαταστάσεων της νότιας πλευρά του οικοπέδου, οι οποίες ανάγονται επίσης στην εποχή του Ροδινού. Τα λιθόκτιστα κτήριά τους, με την κατάλληλη συντήρηση, μπορούν να αναστηλωθούν και να επαναχρησιμοποιηθούν, προσδίδοντας στην περιοχή έναν καλαίσθητο χαρακτήρα που θα σέβεται την ιστορία του τόπου. Το ζήτημα αυτό έχει επισημανθεί και στο παρελθόν, με τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Ρεθύμνου να καταθέτει επίσημο αίτημα διάσωσης των κτηρίων. Επιπρόσθετα,  αρχιτεκτονική μελέτη του 2020 στο πλαίσιο διπλωματικής εργασίας, των Αθηνάς Τζερμιά και Ανδρονίκης Χειμωνάκη, προτείνει τη συνολικότερη ανάπλαση της περιοχής του Κουμπέ, συμπεριλαμβάνοντας και τη διατήρηση των συγκεκριμένων κατασκευών. Τέλος, το άλλοτε εργοστάσιο του Κουμπέ συμπεριλαμβάνεται στον καταλογο μνημείων βιομηχανικής αρχαιολογίας που έχει συνταχθεί απο μέλη της Αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας ΒΙ.Δ.Α.

Η πρόταση ανάπλασης του Κουμπέ από τις Α. Τζερμιά και Α. Χειμωνάκη (Τζερμιά–Χειμωνάκη 2020).

Συνοψίζοντας, το εργοστάσιο Ροδινού/«Αγία Φωτεινή» υπήρξε το πρώτο και ίσως το σημαντικότερο βιομηχανικό έργο στον Κουμπέ. Η διάσωση των εγκαταστάσεών του δεν αφορά μόνο τη διαφύλαξη της βιομηχανικής κληρονομιάς του Ρεθύμνου, αλλά και τη δυνατότητα ο Κουμπές να ενταχθεί σε μια νέα αναπτυξιακή και πολιτιστική προοπτική, συνδέοντας δημιουργικά το παρελθόν με το μέλλον της πόλης.

Πηγές

Α. Αρχειακές πηγές:

Γ.Α.Κ. Ρεθύμνου

Δ.Κ.Β.Ρ. – Αρχείο Τοπικών Εφημερίδων

Συλλογή ιστορικών τεκμηρίων Γρ. Παπαδοπετράκη

Β. Δημοσιευμένες πηγές:

Βαλαρής Θ., Μια πόλη αναμνήσεις, Ρέθυμνο 2005.

Βεργόπουλος Κ. Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα, Η κοινωνική ενσωμάτωση της      Γεωργίας, Εξάντας, Αθήνα 1975

Γοργοράπτης Μ., Ρέθεμνος, Σημεία των καιρών 3, Ρέθυμνο 2021

Κλάδος Μ, «ΒΙΟ»: η πρώτη βιομηχανική μονάδα του Ρεθύμνου εφ. Ρέθεμνος φ.  6/2/2016

Περπιράκης Γ., Ατσιπόπουλο, Ιστορία-Οικονομία-Πολιτισμός., Ρέθυμνο 2014

Τζερμιά Α., Χειμωνάκη Α, H δυτική πύλη του Ρεθύμνου: ο επαναπροσδιορισμός του αστικού ιστού στην περιοχή του Κουμπέ, Διπλωματική Εργασία, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Πολυτεχνείο Κρήτης, Χανιά, Ελλάς, 2020

Κωστής Ηλ.. Παπαδάκης, historicalcrete.ims.forth.gr

https://vidarchives.gr

Γ. Ζώσες μαρτυρίες κατοίκων Κουμπέ Ρεθύμνου
 

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΑΠΟΨΕΙΣ

Το Πυρηνελαιουργείο Ροδινού και μετέπειτα «Αγία Φωτεινή» στον Κουμπέ

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ