ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Αναφορά στην Αρκαδική Εθελοθυσία

0

        Το πρωινό εκείνο της 8ης Νοεμβρίου 1866 οι ελάχιστοι υπερασπιστές του Αρκαδιού αντίκρισαν το μέγα πλήθος του τουρκικού στρατού να πλησιάζει ακάθεκτο σε δύο φάλαγγες. η μία από την περιοχή του χωριού Καβούσι και η άλλη από την περιοχή του χωριού Σκουλούφια, δυτικά του μοναστηριού.

      Ο Μουσταφά πασάς δεν αποσώνει στο Αρκάδι. Τσαντηρώνει με την ακολουθία του στο άδειο αρχοντικό του Ν. Νταμπέργα, στη Μέση. Τις επιχειρήσεις διευθύνει ο γαμπρός του, Σουλεϊμάν Βέης. Τρεις φορές ο Σουλεϊμάν, προτού αρχίσει η επίθεση, καλεί με τουρκοκρητικό κήρυκα, από τον παρακείμενο λόφο του Κορέ, τους αγωνιστές του μοναστηριού να παραδοθούν. Η ψυχρή λογική έλεγε ότι θα δέχονταν τις προτάσεις αυτές, από τη στιγμή που οι υπερασπιστές του μοναστηριού διέθεταν μόλις 257 μάχιμους άνδρες, από τους 964 (παιδιά, γυναίκες, μοναχούς) που κλείστηκαν στο μοναστήρι. Αντίθετα, απ’ έξω το τουρκικό ασκέρι άγγιζε τους 20.000 άνδρες: 15.000 πεζικό, 2 πεδινά πυροβόλα, 2 πεδινές πυροβολαρχίες και αρκετό ιππικό, σύνολο 20.000 περίπου άνδρες. Ασιάτες, Αιγύπτιους, Αλβανούς και αρκετές χιλιάδες Τουρκοκρητικούς.

     Οι μαχητές του Αρκαδιού απορρίπτουν αμέσως τις δελεαστικές προτάσεις των Τούρκων, μαζί και η θρυλική Δασκαλοχαρίκλεια, αυτή η περίφημη Μπουμπουλίνα του Αρκαδιού, που δεν έπαυε να το κραυγάζει ψηλά πάνω από τα τείχη:

«... στους Καπετάνιους φώναζε να μην παραδοθούνε,

  να μην πιαστούν αιχμάλωτοι,  κάλιο να σκοτωθούνε ...».

        Στις 8 του Νοέμβρη εξαπολύονται από τους Τούρκους αλλεπάλληλες επιθέσεις, που αποκρούονται όλες αποτελεσματικά. Οι απώλειες τους είναι πολύ βαρύτερες, γιατί έκαναν τις επιθέσεις τους ακάλυπτοι, ώστε τα αποτελέσματα της πρώτης μέρας να τους είναι αποκαρδιωτικά, που, με μια δύναμη 20.000 ανδρών, δεν καταφέρνουν να συντρίψουν την ολιγάριθμη φρουρά του Αρκαδιού. Παρόλα αυτά, κατορθώνουν να κυριεύσουν τους στάβλους και τον ανεμόμυλο, την πρώτη αμυντική θέση του μοναστηριακού συγκροτήματος. Τα κτίσματα αυτά έγκαιρα είχε συμβουλεύσει τους χριστιανούς ο Γενικός Αρχηγός Πάνος Κορωναίος να τα γκρεμίσουν, για να μη χρησιμοποιηθούν από τους Τούρκους ως προμαχώνες, καθώς ακόμα και να μαζέψουν μέλισσες, για να τις εξαπολύσουν την κατάλληλη στιγμή ενάντια στον εχθρό. Κανένας, όμως, δεν τον άκουσε τότε.

      Με το πέσιμο της νύχτας, συγκροτείται πρόχειρο πολεμικό συμβούλιο και αποφασίζεται να σταλούν αμέσως μαντατοφόροι στον Κορωναίο, με σκοπό τη συγκέντρωση ενισχύσεων. Το πρώτο μήνυμα υπογράφουν ο Γαβριήλ, ο φρούραρχος Δημακόπουλος, οι καπεταναίοι και τα μέλη της επιτροπής που είχαν μείνει να πολεμήσουν. Το δεύτερο, πιο λακωνικό, υπογράφεται από τον Ηγούμενο και τον Δημακόπουλο. Το παραθέτουμε κατά λέξη (βλ. εικ.):

Προς τον κύριον Πάνο Κορωναίο

Συνταγματάρχην

και Γενικόν Αρχηγόν,

όπου ευρίσκεται

Γενναιότατε Αρχηγέ Π. Κορωναίε, προφθάσατε μιαν ώραν ταχύτερον, διότι μας έκλεισε και τακτικός και άτακτος στρατός πολύς.

Εν τη Ιερά Μονή Αρκαδίου την 8 Νοεμβρίου 1866.

    Τον επικίνδυνο ρόλο του νυχτερινού ταχυδρόμου σηκώνουν εθελοντικά στους ώμους τους οι οπλαρχηγοί ιερέας Νικόλαος Κοκκινίδης ή Πάπα Κρανιώτης (γιατί ήταν από τα Κράνα Μυλοποτάμου), Ι. Κούβος κι ο Αδάμ Παπαδάκης ή, συνηθέστερα, Αδαμάκης (από το Πίκρι Ρεθύμνου). Ντύνονται τουρκικά ενδύματα και κατορθώνουν να περάσουν μέσα από τα τουρκικά ασκέρια.

Ήταν αμέτρητ’ η Τουρκιά ’πόξω στο μοναστήρι,

όταν κατέβηκ’ ο Αδάμ από το παραθύρι.

Ήβαλε το σαρίκιν του κι επήρε το τουφέκι,

και τσι εχθρούς ξεγέλασε μ’ ένα «σελαμαλέκι».

     Και να η απάντηση του Αρχηγού, που έφερε στον ηγούμενο Γαβριήλ ο ήρωας Αδάμ Παπαδάκης: «θέλομεν πράξει παν το δυνατόν όπως έλθωμεν εις βοήθειάν σας, αλλά μη όντες εις θέσιν να σας βεβαιώσωμεν περί τούτου, πράξατε ό,τι η συνείδησίς σας υπαγορεύει».

    Ο Μουσταφά-πασάς, κατά την ίδια εκείνη νύχτα της 8ης προς την 9η Νοεμβρίου, δεν μπορεί να ησυχάσει. Αποφασίζει να μεταφέρει από τη Φορτέτζα Ρεθύμνου ένα εξαιρετικά μεγάλο κανόνι, τη «Μπουμπάρδα Κουτσαχείλα». Η επιχείρηση αυτή δεν ήταν καθόλου εύκολη, γιατί το κανόνι αυτό είχε εξαιρετικά μεγάλο βάρος. Μόνο το κάθε βλήμα του ζύγιζε 57 κιλά! Για τη μεταφορά της μπουμπάρδας, καθώς και των βλημάτων της, διατέθηκαν 500 άνδρες και πάρα πολλά μουλάρια.

     Ξημερώνει πια η δεύτερη μέρα της πολιορκίας. Το ημερολόγιο δείχνει 9 Νοεμβρίου του 1866. Ημέρα Τετάρτη. Το βαρύ πυροβολικό, που τη νύχτα εκείνη είχε τοποθετηθεί σε απόσταση 47 μέτρων από το μοναστήρι, άρχισε να σφυροκοπά με τα βαριά βλήματά του την ξύλινη δυτική πύλη, τη λεγόμενη Χανιώτικη Πόρτα. Ταυτόχρονα, και τα 26 ορειβατικά πυροβόλα «ξερνούν» κυριολεκτικά βόλια κατά του μοναστηριού. Αλλά και το πεζικό αδειάζει με τα όπλα του πυκνότατα πυρά. Και το κακό δεν καθυστερεί να έλθει με τη βοήθεια της «Μπουμπάρδας». Μεγάλες τρύπες ανοίγονται στα τειχιά και η πόρτα γίνεται ετοιμόρροπη. Οι αγωνιστές πολεμούν γενναία και πρώτοι-πρώτοι ο Γαβριήλ, ο Δημακόπουλος, ο Χριστοφίδης, ο Λοντόπουλος, ο Χριστοδ. Νταμουλής, η Δασκαλάκαινα, ο Περβολιανός Εμμανουήλ Παχλάς -με τους συγχωριανούς του Κων. Λαγουδάκη, Κων. και Βασ. Αθανασάκη και Μαν. Τζουστάκη- ο Ολύμπιος, ο  Γαληνάκης, ο Ιω. Σωπασής (Κούβος), Ντελής Δράκος, ο Ν. Βενιανάκης.

    Ακολουθούν τρεις ακόμα λυσσαλέες προσπάθειες δύο ταγμάτων αιγυπτιακού στρατού. Η τρίτη, όμως, θάταν τώρα πιά γύρω στις τέσσερις η ώρα το απόγευμα, δεν αναχαιτίζεται. Ο αγώνας πια μεταβάλλεται σ’ αγώνα σώματος προς σώμα και τα σπαθιά και τα κρητικά μαχαίρια, αλλά ακόμα και τα ξύλα και οι πέτρες, αντικαθιστούν τα όπλα.

Σφαγή μεγάλη αρχινά, περίσσο φωνοκλήσι

Ετούτ’ η ώρα θ’ ακουστεί σ’ ανατολή και δύση.

     Μα τη στιγμή ακριβώς εκείνη, η ηρωική και αδούλωτη κρητική ψυχή ξεσηκώνεται. Στη Β.Α. πλευρά του μοναστηριού βρισκόταν η κρασαποθήκη που, προσωρινά, είχε μετατραπεί σε μπαρουταποθήκη. Ο ήρωας Κωστής Γιαμπουδάκης, από το Άδελε, αφού διαπίστωσε ότι ελπίδα σωτηρίας δεν υπήρχε πια, πήρε τη μεγαλειώδη, την τιτανική του απόφαση! Θ’ ανατίναζαν τη μπαρουταποθήκη του μοναστηριού! Στάθηκε μπροστά στην πόρτα και φωνάζει σ’ όλους δυνατά τον πιο υπέροχο ύμνο της αθανασίας: «όσοι προτιμάτε το θάνατο απ’ την ατίμωση, μπείτε μέσα στην μπαρουταποθήκη. Οι άλλοι να βγείτε όξω. Κανένα σας δεν θέλω να πάρω στο λαιμό μου!». Τραβά την πιστόλα του και την αδειάζει πάνω στα βαρέλια της πυρίτιδας.

«…Και μέσα στον αναβρασμό που ο Χάρος εβρουχάτο

βροντή, σεισμός εγίνηκε κι ο κόσμος άνω κάτω.

Φωτιά, καπνός, και κτίρια, κορμιά κομματιασμένα,

άντρες και γυναικόπαιδα στα νέφαλ’ ανεβαίνα.

Τρόχαλος έγιν’ η Μονή κι εσείστ’ ο Ψηλορείτης

κι αντιλαλούνε τα βουνά κι απ’ ακρ’ ως ακρ’ η Κρήτη…»

    Από τους εννιακόσιους εξήντα τέσσερις χριστιανούς που είχαν κλειστεί στο μοναστήρι, μονάχα τρεις με τέσσερις ξεφύγανε κι ανάμεσα σ’ αυτούς και ο Αδάμ Παπαδάκης. Επίσης, εκατό δέκα τέσσερις άντρες και γυναικόπαιδα έπεσαν αιχμάλωτοι κι ανάμεσά τους η ομάδα του Δημακοπούλου με τον Κούβο και των Ολύμπιο, που αργότερα τους τουφέκισαν, αφού πρωτύτερα τους βασάνισαν φρικτά. Οι υπόλοιποι σκοτώθηκαν, πυρπολήθηκαν ή σφάχτηκαν. Και το ακόμα φρικιαστικότερο! εγκύων γυναικών, αφού πρώτα ο Τούρκος τις ατίμασε κτηνωδώς, ξέσκισε, στη συνέχεια, με το σπαθί τις κοιλιές τους, έβγαλε τα έμβρυα από τη μήτρα της ζωής και τα έριξε ζωντανά μέσα σε κλιβάνους όπου κατακάηκαν. Στην Τράπεζα του μοναστηριού είχαν καταφύγει τριάντα εφτά παλικάρια. Τους είχαν εξαντληθεί τα πυρομαχικά. Οι Τούρκοι το αντιλήφθηκαν, μπήκαν μέσα και τους έσφαξαν όλους. Τα πτώματά τους έμειναν εκεί μέσα άταφα μέχρι το έτος 1869.

    Στο Πεδίο της μάχης και κυρίως στην αυλή του μοναστηριού, δηλαδή σε μια έκταση μόλις πέντε στρεμμάτων, απόμειναν τρεις χιλιάδες νεκροί. Ανάμεσά τους και ο γυναικάδελφος του πασά, Σουλεϊμάν Βέης. Ο αριθμός των τραυματιών υπολογίζεται σε οκτακόσιους ή, κατ’ άλλους, σε χίλιους τετρακόσιους. Πολλοί απ’ αυτούς πέθαναν στα επιταγμένα σπίτια και στα τζαμιά και στα νοσοκομεία των Χανίων, της Σούδας και του Ρεθύμνου.

    Μετά από όλα αυτά, η ψυχή των πολεμιστών της Κρήτης αναθερμαίνεται και οι διανοούμενοι της Ευρώπης συγκλονίζονται και υψώνουν φωνή διαμαρτυρίας. Ο Σουλτάνος φοβάται επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και διάλυση της παραλυμένης αυτοκρατορίας του.

   Κι απ’ τη στιγμή εκείνη έδωσε ψυχή και σάρκα και οστά η θεϊκή μαρμάρινη πλάκα, για να μαρτυρά και να θυμίζει αιώνια με τη φωνή του αείμνηστου Μητροπολίτη Κρήτης Τιμοθέου Βενέρη ότι:

Αυτή η φλόγα π’ άναψε μέσα

εδώ στην κρύπτη

κι απ’ άκρου σ’ άκρον φώτισε

τη δοξασμένη Κρήτη

ήτανε φλόγα του Θεού

μέσα εις την οποία

Κρήτες ολοκαυτώθησαν για την Ελευθερία.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ