ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Μαθητικές Κατασκηνώσεις στο Μερώνα Αμαρίου του Μαρίνου Γαλανάκη

0

Σε δεύτερη φάση η Κατασκήνωση Μέρωνα πέρασε στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Πρόνοιας και λειτούργησε με την ευθύνη της Διεύθυνσης Κοινωνικής Πρόνοιας του Νομού του Ρεθέμνους. Προϊστάμενος  τότε της Διεύθυνσης αυτής ήταν ο Γιώργος Πετούσης κ υπάλληλοι σ’ αυτή υπηρετούσαν ο Νίκος Χαρ. Παπαϊωάννου κι ο Μίμης Λιονής. Ως υπεύθυνος της λειτουργίας της Κατασκήνωσης φερόταν ο Μίμης Λιονής, που ορίστηκε διαχειριστής κ είχε  την ευθύνη των προμηθειών.

Η Κατασκήνωση επαναλειτούργησε σ’ εκείνο τον ίδιο σχεδόν παρθένο χώρο μιας πανώριας περιοχής πλημμυρισμένης από χρώματα κι αρώματα, γύρω από το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου. Ακόμα και λαγοί αφθονούσαν στην περιοχή.

Κατά την καλοκαιρινή περίοδο του 1961 υπηρέτησα σ’ αυτή την Κατασκήνωση ως Δάσκαλος πια, που είχα διοριστεί το Μάρτη κ είχ’ αναλάβ’ υπηρεσία ξέλαμπρα τον ίδιο χρόνο. Τοποθετήθηκα προσωρινά στο διθέσιο τότε Δημοτικό Σκολειό του Πρινέτου Ρεθέμνους, που διοικητικά υπαγόταν κ υπάγεται στη Β’ Εκπαιδευτική Περιφέρεια. Συνυπηρέτησα σ’ αυτό αρμονικά  με την  εξαίρετη συνάδελφο Αιμιλία…

Στην Κατασκήνωση μου ανατέθηκαν τα καθήκοντα του Υπαρχηγού, με Αρχηγό το Δάσκαλο Γιάννη Μυρ. Βαμιαδάκη, από το Μέρωνα.

Από τα υπόλοιπα στελέχη της Κατασκήνωσης  θυμούμαι:

Τον Ατσιπουλιανό υπάλληλο της Κοινωνικής Πρόνοιας Μίμη Λιονή, που ήταν, όπως προανέφερα, διαχειριστής κ ερχόταν στον καταυλισμό κατά διαστήματα.

Τους Δασκάλους: Ζαχαρία Κασ(σ)ωτάκη από την Αργυρούπολη, που ήταν αποθηκάριος.  Γιώργο Περπιράκη από το Ατσιπόπουλο, που ήταν ακόμη αδιόριστος κ υπηρέτησε ως Κοινοτάρχης. Τις Δασκάλες -  Κοινοτάρχισσες: Θεανώ,θυγατέρα του πολύ αγαπητού και σεπτού παπά Δρανδάκη από το Ζουρίδι και κατοπινή σύζυγο του Δασκάλου Κώστα Ταταράκη. Τις αδελφές Αθηνά και Πόπη Βιδιά, από το Ρέθεμνος.

Την Κοκό Φυντίκη, ως νοσοκόμα, υπό την εποπτεία της Κοινοτικής τότε γιατρού, μ’ έδρα την Αγιά Φωτεινή, Θεανώς, θυγατέρας του Ανδρέα, ικανού και πολύ γνωστού κτηματομεσίτη  του Ρεθέμνους με την επωνυμία  «το Ανδρεάκι», λόγω του μικρού αναστήματός του. Αυτός είχε το γραφείο του στη βορινή πλευρά της πλατείας της Μητρόπολης, δίπλα στο δικηγορικό γραφείο του αξέχαστου τότε Δικηγόρου του Ρεθέμνους και κατοπινού Συμβολαιογράφου της Αθήνας, ποιητή, λογοτέχνη, με σημαντική συγγραφική παρουσία και προσφορά, καλού φίλου Σπύρου Τίτου Λίτινα. Κ η Θεανώ ήταν φαινότυπος, πιστό αντίγραφο, του πατέρα της.

Μάγειρας στην Κατασκήνωσ’ υπηρετούσε ο μικρασιατικής καταγωγής Θανάσης Ντελήμπασης, πολύ γνωστός στους ποδοσφαιρικούς κι αθλητικούς κύκλους γενικότερα του Ρεθέμνους. Και τούτο, γιατί σπάνια έλλειπε από τη Σωχώρα, όπου ήταν ενταγμένος στην υπηρεσία  του αθλητισμού και τη φροντίδα του γηπέδου. Η βοηθός του Θανάση ήταν από το Μέρωνα  η Ερασμία, που δε θυμούμαι το επώνυμό της.

Τα μαγειρεία ήταν τοποθετημένα σε μικρή απόσταση στα δεξιά  της κουτσουνάρας με τα γάργαρα παγωμένα το καλοκαίρι νερά, που έπεφταν  ασταμάτητα  σε  μικρή γούρνα και διοχετευόταν για πότισμα περιβολιών, ανεκμετάλλευτα κατά το πιο μεγάλο ποσοστό τους, που πήγαινε στην κοίτη του χειμάρρου.  Συνεχόμενη με τα μαγειρεία ήταν η ευρύχωρη ανοιχτή τραπεζαρία, με μακρόστενα ξύλινα τραπέζια και καθίσματα-πάγκους. Απέναντι τους ήταν η πλατεία συγκεντρώσεων και «παιδιών» των κατασκηνωτών, που απλώνεται από την πηγή του νερού ως την υπερυψωμένη θέση (πεζούλι με μια ελιά), που ήταν τοποθετημένο το τσαντίρι-Αρχηγείο. Κάτω από την πλατεία σε πιο χαμηλό επίπεδο (πεζούλα) υπάρχει το ξωκλήσι του Αγίου Νικολάου. Δεξόζερβα προς την κατηφοριά ήταν τοποθετημένες οι σκηνές…

Από το εργατικό προσωπικό, που προερχόταν όλοι από το Μέρωνα κ ήταν κάτοικοι του χωριού αυτού, θυμούμαι: Τον Περικλή. Τον Αλέξανδρο Καντάνιο, που ήδη έχει πεθάνει. Το Γιάννη  Περνιεντάκη, που εξελίχτηκε τα κατοπινά χρόνια σ’ έμπορο φρούτων και λαχανικών του Ρεθέμνους και πέθανε πρόσφατα. Άφησε όμως αντάξιο διάδοχό του το γιο του Στέλιο, που διαπρέπει ως έμπορος λιανικής και χονδρικής λαχανικών κλπ. Το νεαρό τότε Γιώργη Μοσχονά, που αργότερα έγινε ταξιτζής στην «πιάτσα» της πλατείας του Άγνωστου Στρατιώτη. Κι άλλους δυο, που όμως μου διαφεύγουν τα ονόματά τους. Κ οι δυο αυτοί εικονίζονται στην παρακάτω φωτογραφία.

 

 

 

1Αύγουστος 1961. Από το προσωπικό της Κατασκήνωσης Μέρωνα. Όρθιοι από αριστερά: Ο υποφαινόμενος και δίπλα η Μάνα μου, που μ’ είχ’ επισκεφτεί. Ο εργάτης…, η Κοκό Φυντίκη, η Θεανώ Δρανδάκη, η Πόπη Βιδιά, η…, ο Ζαχαρίας Κασωτάκης κι ο Περικλής.

Κουκουβιστοί: Η βοηθός του μάγειρα  Ερασμία, ο μάγειρας Θανάσης Ντελήμπασης, ο Αρχηγός Γιάννης Βαμιαδάκης, ο εργάτης Γιώργος Μοσχονάς κι ο επίσης εργάτης …

 

 

Στην αρμοδιότητά μου ήταν η αναπλήρωση του Αρχηγού, η εποπτεία εφαρμογής του προγράμματος Κατασκηνωτών, η εχτέλεση του προγράμματος σωματικής αγωγής κ η ευθύνη των έξω του καταυλισμού ομαδικών μετακινήσεων των Κατασκηνωτών (εκδρομές), σε συνεργασία με τις Κοινοτάρχισσες και τους Κοινοτάρχες. Εχτελούσα και χρέη …στρατοπεδάρχη!!

 

 

 

  

2Κατασκήνωση Μέρωνα, Αύγουστος 1961: Κατασκηνώτριες της Κοινότητας της Πόπης Βιδιά, που διακρίνεται ανάμεσά τους  κουκουβιστή. Από τους όρθιους από αριστερά, η βοηθός του μάγειρα, ο αποθηκάριος Ζαχαρίας Κασ(σ)ωτάκης,  ο …εγώ, ο μάγειρας Θανάσης Ντελήμπασης, κι ο Αρχηγός Γιάννης Βαμιαδάκης.

 

 

Οι κατασκηνωτές ήταν παιδιά κ έφηβοι ηλικίας από εφτά ως και δεκαοχτώ χρόνων, που προερχόταν κυρίως από τη συμπαθητική μου εργατική τάξη της αστικής Κοινωνίας του Ρεθέμνους. Από τα εφηβικής ηλικίας άτομα και των δυο φύλων, άλλα μαθήτευαν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση κι άλλα ήταν εργαζόμενα. Λόγω Κοινωνικής Πρόνοιας, φιλοξενήθηκαν σ’ αυτή κι άτομα  ενήλικα, με το πρόσχημα παροχής εργασίας, όπως ο ανάπηρος Αναστάσης Γιαχάκης,  γνωστός στους τότε ποδοσφαιρικούς κύκλους του Ρεθέμνους…

Είχα συστήσει στους και στις Συναδέλφους μου επικεφαλής των κοινοτήτων των κατασκηνωτών να εξαντλούν την επιείκειά τους  και να δείχνουν φανερά την αγάπη τους προς τους κατασκηνωτές και των δυο φύλων. Να περιορίζονται μόνο στην απειλή προς τους «άταχτους» και τις «άταχτες» ότι θα το «αναφέρουν» στον Υπαρχηγό. Έτσι να καταχτούν την εμπιστοσύνη των κατασκηνωτών και να χαίρονται την ανταπόδοση της αγάπης τους από τα παιδιά και τους εφήβους.

Εγώ πίεζα τον εαυτό μου να παριστάνω τον …μπαμπούλα, τον «κακό» και «τιμωρό», τον άκαμπτο κι άκαρδο, χωρίς και να είμαι. Έτσι, ώστε να δημιουργείται και να αιωρείται στην ατμόσφαιρα το δέος, «ο φόβος, που φυλάει τα έρημα» κι αναστέλλει την εκδήλωση της επιθυμίας παραβατικότητας. Κάπως έτσι, αλλά όχι όπως κάνουν τώρα όλα τα «ελληνικά κανάλια» σε βαθμό ανεπίτρεπτο, απαράδεχτο, προδοτικό, αποπροσανατολιστικό, βάρβαρο, κινδυνολόγο, τρομοκρατικό, σε βαθμό, που να  επισύρει ακόμη και το, ανύπαρχτο ως τώρα, ενδιαφέρον Εισαγγελέα και γι’ αυτεπάγγελτη δίωξη…

Ο δε φίλαθλος Αρχηγός, τις λίγες ώρες που έμενε στον καταυλισμό, …έπαιζε μπάλα με τους εφήβους…

Έτσι, εξασφαλίζαμε την τάξη, την πειθαρχία και την αρμονική συμβίωση και δε χρειάστηκε λήψη  πειθαρχικών  μέτρων κατά τη διάρκεια των δυο κατασκηνωτικών περιόδων, που υπηρέτησα σ’ αυτή. Το μόνο που μ’ ενοχλούσε ήταν ότι γινόμουν αντιπαθής στους κατασκηνωτές, που με κοίταζαν …λοξά και με θεωρούσαν αγέλαστο και ψυχρό, αλλά και φλεγματικό τύπο…

 

Το προσωπικό είχαμε μεταξύ μας αρμονική κι άριστη συνεργασία και οικειότητα, που μας επέτρεπε να έχομε και τις …πλάκες μας. Όπως για παράδειγμα συνέβη στην ακόλουθη περίπτωση:

Μετά το δείπνο συνήθιζαν συνάδελφοι να κάνουν μια βραδινή βόλτα ως το «Καμάρι». «Καμάρι» ονομαζόταν η θέση κ ένα  μαγαζάκι σ’ αυτή, ας το προσδιορίσω σαν αναψυχτήριο, ρακάδικο, καφενείο, που βρισκόταν στο πέταλο της κλειστής στροφής του επαρχιακού δρόμου προς Ελένες σε σχετικά μικρή απόσταση από τον καταυλισμό. Και πραγματικά η θέση-παρατηρητήριο  αυτή είν’ ένα καμάρι! Βάζει κάτω από την εποπτεία της ένα μεγάλο μέρος της επαρχίας Αμαρίου. Υπέροχη θέα! Υγιεινό κλίμα. Μεγαλείο!

Στο σημείο αυτό κι ακριβώς στο κούτελο της κλειστής στροφής του επαρχιακού δρόμου, υπήρχε κρεμαστή πηγή πόσιμου νερού εξαιρετικής ποιότητας! Ένας περίπατος ως εκεί, και μάλιστα νυχτερινός και κάτω από τη φωτοχυσία του αυγουστιάτικου φεγγαριού, ήταν απολαυστικός για πολλούς λόγους.

Ακόμη και λαγοί «αφθονούσαν» στην περιοχή κ έκαναν κι αυτοί νυχτερινές εξορμήσεις και περιχαιρόταν την πλούσια  δωρεά του Θεού, που δεν απευθύνεται μόνο προς τους ανθρώπους που την καπηλεύονται.

Συναπαντήχτηκα δυο τρεις φορές με …ρομαντικά ζευγάρια λαγών.

Μάλιστα ένας νεαρής ηλικίας λαγός μπήκε κάποια μέρα μεσημέρι μέσα στον καταυλισμό από λάθος εχτίμηση! Μόλις τον αντιλήφτηκαν τα παιδιά, όρμησαν κατά πάνω του με αλαλαγμούς χαράς! Πανικοβλήθηκε ο καημένος και το ‘βαλε στα πόδια να γλιτώσει. Όμως απ’ όλες της  κατευθύνσεις βρέθηκε περικυκλωμένος από παιδιά, που  με ξεφωνητά χαράς προσπαθούσαν να τον συλλάβουν! Στην απελπισία του πήδηξε πάνω σε μια σκηνή, αλλά δε μπόρεσε να κρατηθεί πάνω της. Γλίστρησε κ έπεσε στα πόδια των παιδιών. Αυτά ξαφνιάστηκαν. Κι ο λαγός γίνηκε …λαγός και διέφυγε ανάμεσ’ από τα πόδια τους!

Τι «καζούρα» γίνηκε κατόπιν στον  καλό κυνηγό Αρχηγό, και μάλιστ’ από τον κουμπάρο του τον πάντοτε κατατείνοντα προς την ειρωνεία Ζαχαρία. Και, να σημειωθεί ότι, ο Γιάννης έλλειπε από τον καταυλισμό κατά την ώρα που συνέβη το περιστατικό…

 

 

 

 

 

3Κατασκήνωση Μέρωνα,  Αύγουστος 1961. Με φόντο το τσαντίρι – Αρχηγείο, ως υπερυψωμένο ισόγειο: Από τα δεξιά: Ο Αρχηγός Γιάννης Βαμιαδάκης. Οι Κοινοτάρχισσες Πόπη Βιδιά και Θεανώ Δρανδάκη, «νυν και αεί» σύζυγος Κων. Ταταράκη.  Ο Αποθηκάριος Ζαχαρίας Κασ(σ)ωτάκης. Η Μάνα μου, που έλαχε να με είχ’ επισκεφτεί. Κ η αφεντιά μου. Στην ξερολιθιά διακρίνει κ η ζωγραφισμένη κυνηγετική καραμπίνα, από κατασκηνωτή, για να πειράξουν οι έφηβοι καλοπροαίρετα τον διαφημιζόμενο σαν καλό Κυνηγό – Αρχηγό, που όμως η μόνη πέρδικα που κατάφερε να πιάσ’  ήταν η …Σοφία. Μια εξαιρετική συνάδελφος, πρωτοθυγατέρα του παλιού αγιοβασιλειώτη Δασκάλου του Βάτου  Κων/νου Γιαννακάκη. Ο Θεός να σε αναπαύσει Γιάννη. Πάντα ήσουν «καλός κ’ αγαθός», αν και φανατικός …δεξιός. Κατά την  τελευταία φορά που σε συνάντησα, εσένα το λεβέντη, να στέκεις στο «Κολωνάκι» και να συνομιλείς με τον επίσης λεβέντη το γιό σου ακουμπισμένος σε μια μπαστούνα, τρόμαξα. Κοντοστάθηκα. Σε καλοκοίταξα. Ήσουν πολύ καταβλημένος και κάτωχρος! «Βρε Γιάννη, σου είπα, τι έπαθες; Γιατ’ είσαι ωχρός;». Κ εσύ, χωρίς και να γυρίσεις να με κοιτάξεις, μου απάντησες: «Καλιά ‘ναι τα μούτρα σου»; «Όχι, μωρέ Γιάννη, δεν ήταν ποτέ καλιά ‘πο τα δικά σου!», σ’ ανταπάντησα και συνέχισα το δρόμο μου. Λυπήθηκα πολύ, που σε είδα σ’ αυτή την κατάσταση. Όμως πιο πολύ με λύπησε ο θάνατός σου, τον οποίο πληροφορήθηκα λίγες μέρες υστερότερα. Ο Θεός να σε αναπαύσει! Ως τα ύστερά σου δεν έπαψες ποτέ να είσαι ο Γιάννης, που πρωτογνώρισα στα 1961. Μεγάλο παιδί, με ό,τι συνεπάγεται. «Καλός κ’ αγαθός»…

 

 

 

 

 

 

Δίκαια, λοιπόν, προκαλούσε το ενδιαφέρον και την επιθυμία των συναδέλφων η απολαυστική νυχτερινή αυτή βόλτα προς το Καμάρι. Όταν όμως το παράκαμαν κι αποχωρούσαν κάθε βράδυ, χωρίς να παραμένει ούτε ο συνάδελφος υπηρεσίας στον καταυλισμό, παρά μόνο εγώ, ο μάγειρας, κ η βοηθός του, εεε τότε διαμαρτυρήθηκα και ζήτησα  να παραμένει στον καταυλισμό τουλάχιστον η προβλεπόμεν’  υπηρεσία…

Με τη σύμφωνη γνώμη, λοιπόν, και του Αρχηγού παρόντος, που δεν ήθελε να τους δυσαρεστήσει ένεκα της απεριόριστης καλοσύνης του και να παρέμβει διοικητικά, αποφασίστηκε να τους …τρομάξομε, με τον ακόλουθο τρόπο, που ίσως θα δρούσε ανασταλτικά, όπως κ επέδρασε:

Καταστρώσαμε το σχέδιο. Πήραμ’ ένα σεντόνι άσπρο. Κάναμε πρόβες. Πρώτα το κουκουλώθηκε ο Αρχηγός. Ήταν όμως πανύψηλος και το σεντόνι άφηνε ακάλυπτα τα πόδια του, οπότε θεωρήθηκε αναγνωρίσιμος κι ακατάλληλος για την περίπτωση. Δοκίμασε στη συνέχεια ο μάγειρας. Ήταν όμως καμπούρης και κρίθηκε ακατάλληλος. Τρίτος κουκουλώθηκα το σεντόνι και χειροκροτήθηκα ως ο μόνος κατάλληλος για να παραστήσω το φάντασμα! Μου την είχαν στημένη.  Το δέχτηκα. Κι όταν πλησίαζαν μεσάνυχτα, χωρίς να έχουν ακόμη επιστρέψει οι νυχτερινοί περιπατητές, πήρα το σεντόνι αναμάσκαλα και κινήσαμε από τον καταυλισμό η παρέα. Όταν φτάσαμε στη διακλάδωση, οι άλλοι κρύφτηκαν στο πρανές του επαρχιακού δρόμου. Εγώ ανέβηκα στο νεκροταφείο του Μέρωνα. Διάλεξα ένα τάφο κοντά στη μάντρα προς τη μεριά του επαρχιακού δρόμου, ώστε να φαίνομαι από μακριά. Όταν ακούστηκαν τα τραγούδια και τα χαχανητά των ρομαντικών συναδέλφων που επέστρεφαν κεφάτοι, ανέβηκα πάνω στον τάφο, αφού πρώτα ζήτησα συγνώμη από τον άγνωστό μου ένοικό του. Στάθηκα ορθός. Κουκουλώθηκα το σεντόνι. Τέντωσα τα χέρια μου στα  πλάγια. Το δροσερό, απαλό, αεράκι κυμάτιζε το σεντόνι ελαφρά. Και, όταν πια μπορούσα να διακρίνω καθαρά την παρέα, που επέστρεφε  «εν τη δόξη αυτής», άφησα ένα μουγκρητό, ώστε ν’ αποσπάσω την προσοχή τους. Αμέσως πήρα ως απάντηση στριγκλιές και ξεφωνητά τρόμου των γυναικών! Ο Ζαχαρίας κατάλαβε. «Δεν είναι φάντασμα! Πλάκα μας κάνουν! Πετροβολήστε το και θα φύγει»! Φώναζε απεγνωσμένα κι αναποτελεσματικά για να καθησυχάσει τη θηλυκοπαρέα του.  Κι αυτός, μόνος και …πρώτος, τον λίθον έρριψε κατά του «φανταξού».

Τότε θυμήθηκα πως η Κοκό ήταν έγκυος! Φοβήθηκα μην της προκαλέσω κακό. Γρήγορα ξεκουκουλώθηκα. Πήδηξ’ από τον τάφο κι απευθύνθηκα με δυνατή φωνή προς αυτούς, για να καθησυχάσω το θηλυκόκοσμο!  Ωστόσο αναπήδησαν κ οι κρυμμένοι στο πρανές και κινήθηκαν προς το μέρος των τρομοκρατημένων και μη, ώστε να διασκεδάσουν το φόβο τους…

Κινήσαμε και κατεβήκαμε στον καταυλισμό. Άλλοι μουτρωμένοι,  με συναισθήματα δυσάρεστα κι άλλοι με ανάμιχτα κλαψόγελα, όπως λέμε … κλαψόσυκα…

Η Κοκό, ευτυχώς, δεν κλονίστηκε. Όμως μια συνάδελφος, έμενε ωχρή και για πολλή ώρα μετά την επιστροφή δεν ήταν σε θέση να επανέλθει στην προ του ιλαροτραγικού γεγονότος κατάσταση ευθυμίας. Άλλη μια κατευθύνθηκε τρέχοντας προς τη σκηνή της για ν’ αλλάξει εσώρουχο, γιατί πήγε «πιπί» της…

Κι εγώ… Το τι άκουσα δε λέγεται και δε γράφεται!... Ας είναι. «Ήρα τας αμαρτίας των άλλων»…

Όμως το μέτρο λειτούργησε αποτελεσματικά. Οι νυχτερινοί περίπατοι κόπηκαν και ζητώ συγνώμη από τους συναδέλφους που τους στέρησα μια τέτοι’ απόλαυση. Αλλά, «όψονται εις όν εξεκέντησαν»…

Και ναι μεν συναίνεσα στην πρωτοβουλία κι αποδέχτηκα το στημένο …μασκαραλίκι, πλην όμως αυτή δεν ήταν δική μου. Και …«ο Θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ»…

4Ο δίκλιτος Ναός του πολιούχου του Μέρωνα Αγίου Παντελεήμονα. Κτίσμα του 19ου αιώνα.

Στις είκοσι εφτά του Ιούλη, εορτή του πολιούχου του χωριού Αγίου Παντελεήμονα,εκκλησιαστήκαμε μαζί με τους κατασκηνωτές στο Ναό του πολιούχου Αγίου του χωριού, στη μνήμη του οποίου και πανηγύριζε.

Το βράδυ στήθηκε τρικούβερτο γλέντι σε δυο σημεία του χωριού. Κάτω από τη δροσοποτάδα πανύψηλων πλατάνων. Εκεί, στα παραδίπλα της συστοιχίας των πηγών, από τις οποίες κουτσουνάριζε αδιάκοπα το πλούσιο και λαχταριστό «ζήδωρον ύδωρ» του Κέδρους, που ευεργετεί το Μέρωνα διά μέσου των αιώνων.

Ο  Αρχηγός δεν παρέλειψε να μας καλέσει να πάμε στο πανηγύρι του χωριού του και να συνεορτάσομε με την οικογένεια του πολύ σεβαστού, μεγαλοπρεπή κ επιβλητικού στην εμφάνιση συνταξιούχου αστυνομικού Μύρου Βαμιαδάκη. Κ εμείς τιμήσαμε και τον Αρχηγό και την πατρική του οικογένεια και το χωριό του σε ανταπόδοση της δικής τους προς εμάς τιμής.

Μ’ εξαίρεση, λοιπόν, το προσωπικό υπηρεσίας, οι λοιποί συνάδελφοι μετείχαμε στο πανηγύρι, που είχε στηθεί στα δυο παρακείμενα στην  πλατεία καφενεία. Διασκεδάσαμε παρέα με μέλη της οικογένειας Μυρ.  Βαμιαδάκη και περάσαμε πολύ όμορφη βραδιά…

 

 

 

527/7/1961. Από το πανηγύρι στο Μέρωνα. Από δεξιά: Η Κοκό, ο Ζαχαρίας, ο… εγώ και μέλος της οικ. Βαμιαδάκη (;).

Να σημειώσω πως τότε παραθέριζε στο χωριό του το Μέρωνα ο συμμαθητής μου στο γυμνάσιο – λύκεια τότε δεν υπήρχαν παρά μόνο μορμολύκεια – Συμεών ο Καπετανάκης. Κάποιες φορές επισκέφτηκε την Κατασκήνωση, περαστικός προς κοντινή σ’ αυτήν ιδιοχτησία του. Έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να συζητήσομε διάφορα.

Ο Συμεών είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες κ επιδόσεις στα καλλιτεχνικά. Ήταν πολιτικοποιημένος, προοδευτικός και δημοκρατικός άνθρωπος. Μου χάρισε κ ένα πόνημά του. Θυμηθήκαμε και τα γυμνασιακά μας χρόνια. Τότε, που τον πείραζα και συχνά του επαναλάβαινα για να τον ερεθίσω, ψέλνοντας: «Μέλλοντος Συμεώνος του παρόντος αιώνος μεθίστασθαι του απατεώνος…», που αποτελεί σχήμα παρήχησης των «-οντος» κ «-εώνος».

Πλην όμως εγώ αυθαιρετούσα, παράφραζα, τόνιζα κ εννοούσα: «Μέλλοντος Συ-σε-όνος  του παρόντος εεε;-όοονος μεθίστασθαι του απατε-όοονος…». Ο Συμεών το καταλάβαινε και με κυνηγούσε να με δείρει. Κ εγώ γελούσα, που τον εκνεύριζα κ έτρεχα ν’ αποφύγω την πρόσκαιρη εναντίον μου οργή του. Και σαν του ξέφευγα, μου φώναζε: «Εσύ, μωρέ, είσαι όνος»!

Καημένε Συμεών!... Εσύ, απ’ όσο μαθαίνω, έφυγες νωρίς. Δεν πρόλαβες να ζήσεις και να ζητωκραυγάσεις τα τωρινά. Τουλάχιστο γλίτωσες την οδύνη της σημερινής ξευτίλας, εθνικής, κοινωνικής, και πολιτικής, που βιώνομε όσοι από εμάς έχομε την …ευτυχία να εξακολουθούμε να ζούμε  ζέοντες μέσα σ’ αυτή την εξαθλίωση…

 

 

Γράφτηκε (ολοκληρώθηκε) 6.8.2015  

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ