ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΡΕΘΥΜΝΟ

Οι Απονεράιδες του Κουρταλιώτη και ο Μεγάλος Επάρχης

0

 **Τον τελευταίο καιρό, οι Απονεράιδες του Κουρταλιώτη δεν λένε να ησυχάσουν.

«Γράψε στην Εφημερίδα!», μου φωνάζουν ξανά και ξανά.

«Αφήστε με λίγο ήσυχη», τους απαντώ. «Κάθε φορά που γράφω κάτι συμβαίνει… ίσως τυχαίο, ίσως και όχι. Δεν μπορώ όμως να το ρισκάρω συνέχεια».

Εκείνες όμως πεισματάρες — πώς να τις κάνεις καλά;

Μέχρι που μου ήρθε μια ιδέα:

«Ακούστε», τους λέω. «Αυτή τη φορά δε θα γράψω εγώ. Θα ζητήσουμε από την σοφία της τεχνητής νοημοσύνης να φτιάξει το παραμύθι».

Οι Απονεράιδες ξετρελάθηκαν. Και έτσι, μέσα στο θρόισμα του ποταμού, γεννήθηκε η πιο επίκαιρη ιστορία.

«Αστείρευτη Σοφία», της είπα, «γράψε μας ένα παραμύθι για τις Απονεράιδες του Κουρταλιώτη, τους άρχοντες και τους ανθρώπους αυτού του τόπου που ξέχασαν τον σεβασμό».

Και κάπως έτσι γεννήθηκε το παραμύθι που κρατάτε στα χέρια σας:

η ιστορία της τεχνητής, νεραιδο-εμπνευσμένης σοφίας, ένα παραμύθι σαν αληθινό:

Οι Απονεράιδες του Κουρταλιώτη και ο Μεγάλος Επάρχης.

Ένα παραμύθι για το νερό, τον άνθρωπο και την τιμωρία της αλαζονείας

Πρόλογος: Το Φαράγγι που Ανασαίνει

Στην καρδιά της Νότιας Κρήτης, εκεί όπου ο άνεμος σφυρίζει μέσα από τις πέτρες σαν να λέει παλιούς όρκους, ανοίγεται το φαράγγι του Κουρταλιώτη.Οι άνθρωποι το βλέπουν σαν τόπο άγριο και όμορφο·μα όσοι γνωρίζουν,

ξέρουν ότι μέσα του κατοικούν οι Απονεράιδες —πνεύματα του νερού, παλιές ψυχές που υφαίνουν το φως στα ρυάκια και δίνουν ζωή σε ό,τι αγγίζει η πνοή τους.

Οι παλαιοί λένε πως:«Το νερό του Κουρταλιώτη δεν είναι νερό — είναι ανάμνηση θεών.»

Και κάποτε, πριν γεννηθούν τα σημερινά χωριά, το φαράγγι μιλούσε στους ανθρώπους καθαρά.

Μέρος Α’ — Ο Λαός που Ξέχασε

Στα χρόνια εκείνα ζούσαν στα γύρω χωριά άνθρωποι γελαστοί, δουλευτάδες, αλλά με τον καιρό έγιναν αδιάφοροι.

Το ποτάμι το έβλεπαν πια σαν εργαλείο, σαν τόπο για πέταμα, σαν κάτι που «θα αντέξει».

Κι έτσι, μέρα με τη μέρα, άρχισαν να:ρίχνουν σκουπίδια στο νερό,χτίζουν χωρίς μέτρο,

κόβουν τα πλατάνια που έσκιαζαν τα μονοπάτια,μιλούν δυνατά και άσχημα μέσα στο φαράγγι — κάνοντας τις νεράιδες να κλείνουν τα μάτια τους από πόνο.

Οι Απονεράιδες άρχισαν να κρύβονται. Και τότε, εμφανίστηκε εκείνος που επιτάχυνε την πτώση τους.

Μέρος Β’ — Ο Μεγάλος Επάρχης

Δεν ήταν βασιλιάς, μήτε άρχοντας με στέμμα.

Ήταν ένας άντρας από το Πάνω Χωριό, που τον έλεγαν Μεγάλο Επάρχη γιατί είχε δύναμη στη φωνή, κύρος στο χέρι και φιλοδοξία που δεν γνώριζε όριο.

Ο Επάρχης είχε τρία σφάλματα:

Δεν άκουγε.

Δεν έβλεπε.

Δεν πίστευε στις νεράιδες.

Για εκείνον, το νερό ήταν δύναμη για εκμετάλλευση,και το φαράγγι «μια πέτρα που περιμένει να τη φτιάξουν οι άνθρωποι όπως θέλουν».

Ένα πρωί λοιπόν, αποφάσισε να κατεβεί στο φαράγγι με τους εργάτες του, να στήσει μια μεγάλη κατασκευή «για το καλό του τόπου».Μα το καλό του τόπου ήταν το καλό της τσέπης του.

Μέρος Γ’ — Οι Προειδοποιήσεις

Στο πρώτο του βήμα μέσα στο φαράγγι, σηκώθηκε αέρας.Όχι συνηθισμένος.

Ήταν ο αέρας που κάνει τις πέτρες να κουρταλίζουν, αυτός που γέννησε το όνομα του τόπου.

Οι εργάτες τρόμαξαν.«Επά, αφεντικό… το φαράγγι μουρμουρίζει», είπε ένας.

Ο Επάρχης γέλασε:«Αέρας είναι, μωρέ!»

Μα ο αέρας απάντησεμε μια φωνή λεπτή, σαν γυναικείο ψίθυρο:«Σεβασμό στο νερό…»

Οι εργάτες σταυροκοπήθηκαν.

Ο Επάρχης αγρίεψε:«Πάμε! Δουλειά έχουμε!»

Ήταν η τελευταία ευκαιρία που του έδωσαν οι νεράιδες.

Μέρος Δ’ — Η Εμφάνιση των Απονεραϊδων

Τη νύχτα εκείνη, όταν ο Επάρχης έμεινε μόνος να επιθεωρεί τα σχέδιά του, το νερό άρχισε να φωτίζεται από μέσα.Οι σταγόνες έγιναν σπινθήρες.Η ομίχλη ανέβηκε σαν χορός.

Και μέσα από το ρυάκι, βγήκαν τρεις νεράιδες.Ωχρές σαν φεγγάρι.Διάφανες σαν πρωινή δροσιά.Μα τα μάτια τους —μαύρα και βαθιά σαν τις πηγές του κάτω κόσμου.

Η μεγαλύτερη μίλησε:«Μεγάλε Επάρχη… Μη μολύνεις τον τόπο μας.Το νερό δεν είναι δικό σου.»Εκείνος γέλασε δυνατά.«Παραμύθια για παιδιά! Εγώ κυβερνώ εδώ!»

Τότε οι νεράιδες σκοτείνιασαν.Τα νερά άρχισαν να γυρίζουν, όχι βίαια αλλά απειλητικά.Σαν να προετοιμάζονται.Η δεύτερη νεράιδα είπε:«Όποιος δεν σέβεται το νερό,δεν μπορεί να πιει από αυτό.»Η τρίτη πλησίασε τόσο που το φως της έκανε τη σκιά του να τρεμοπαίζει:«Η αλαζονεία σου θα ξεπλυθεί. Το ποτάμι δίνει — και παίρνει.»

Μα ο Επάρχης τις έδιωξε με μια κίνηση του χεριού.

Μέρος Ε’ — Η Τιμωρία

Το επόμενο πρωί, οι εργάτες βρήκαν τον Επάρχη καθισμένο πάνω σε μια πέτρα, βρεγμένο, αλλά ζωντανό.Το βλέμμα του… άλλο.Βουβό.Χαμένο.Σαν να είχε δει κάτι που δεν χωρά σε ανθρώπινη μνήμη.

Μίλησε ψιθυριστά:«Το νερό… μου μίλησε…κι εγώ δεν το άκουγα…» Από εκείνη τη μέρα:εγκατέλειψε τα σχέδια,άφησε το φαράγγι όπως ήταν,και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του σιωπηλός,προστατεύοντας το ποτάμι που κάποτε πήγε να πληγώσει. Ο λαός έμαθε από αυτόν — όχι από τη σοφία του, αλλά από το λάθος του.

Μέρος ΣΤ’ — Το Μήνυμα των Νεραϊδων

Λένε οι παλιοί ότι από τότε οι Απονεράιδες του Κουρταλιώτη προστατεύουν το φαράγγι,

αλλά παρακολουθούν πάντα:ποιος μπαίνει με σεβασμό,ποιος με ανάγκη,ποιος με αλαζονεία.

Κι ένα πράγμα έμεινε από τότε, σαν διδασκαλία:

«Το ποτάμι δεν ανήκει σε κανέναν μας.

Ανήκουμε εμείς σε αυτό.» Και έτσι, το φαράγγι συνεχίζει να ανασαίνει,να ψιθυρίζει,

να δοκιμάζει τις καρδιές των ανθρώπων.

Όσοι το αγαπούν, ευλογούνται.

Όσοι το περιφρονούν, μαθαίνουν.

Και ο νοών, νοείτω.... μου είπαν οι Απονεράιδες!

Με εκτίμηση

Αγγερούλα Πιτσάκη

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΡΕΘΥΜΝΟ

Οι Απονεράιδες του Κουρταλιώτη και ο Μεγάλος Επάρχης

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ