Με αφορμή τα πρόσφατα γεγονότα στα Βορίζια, ξύπνησαν μνήμες ενός από τα πιο σοκαριστικά επεισόδια της τοπικής ιστορίας των τελευταίων 30 ετών. Η βομβιστική επίθεση στο σπίτι του τότε νομάρχη Μανώλη Λίτινα, στο Ρέθυμνο, πριν από 28 χρόνια. Εκείνη η νύχτα όπως την αφηγείται σήμερα ο ίδιος δεν ήταν μόνο προσωπική δοκιμασία για τη δική του οικογένεια στάθηκε και δείκτης μιας βαθύτερης «ασθένειας» που, κατά την κρίση του, εξακολουθεί να τρέφει την εγκληματικότητα στο νησί.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί ο κ. Λίτινας περιγράφει με λεπτομέρεια το περιστατικό, τις απειλές που προηγήθηκαν, την τύχη που γλίτωσε ζωές και την εντύπωση ότι πίσω από τους «εκτελεστές» υπήρχαν δομές και καλύψεις. Ο ίδιος δεν περιορίζεται σε αναμνήσεις, επισημαίνει ότι τα «υπόβαθρα», η ανοχή του κράτους, ο φόβος για το πολιτικό κόστος, η αδυναμία απονομής δικαιοσύνης, οι κοινωνικές συμπεριφορές παραμένουν τα ίδια και σήμερα και γι’ αυτό ζητά δεσμεύσεις και όχι μόνο λόγια.
Ο πρώην νομάρχης προτείνει μέτρα που αγγίζουν τη δημόσια ηθική και την κοινωνική ευθύνη από την άμεση αποχώρηση εκπροσώπων σε εκδηλώσεις με την πρώτη ένοπλη εκδήλωση, μέχρι κοινωνική απομόνωση και νομικές πρωτοβουλίες και καταγγέλλει, χωρίς περιστροφές, πολιτικές και θεσμικές παρεμβάσεις που διευκόλυναν την ατιμωρησία.
Συνέντευξη: Σταύρος Ρακιντζής
Τότε τα είχατε βάλει με συγκεκριμένες καταστάσεις και παρά τα όσα έγιναν συνεχίσατε. Σήμερα 28 χρόνια μετά θέλουμε να μας μιλήσετε για όλα αυτά που ζήσατε τότε
«Εννιά κιλά ήταν η βόμβα, που πριν από 28 χρόνια ταλαιπώρησε εμάς εδώ στο Ρέθυμνο και απασχόλησε όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τα ξένα μέσα. Είχε προηγηθεί και η υπόθεση εναντίον μου στο σπήλαιο Σφενδόνη. Δυστυχώς δεν έχει αλλάξει τίποτα από τα διάφορα προβλήματα τα οποία ευνοούν την εγκληματικότητα στον τόπο μας από τότε μέχρι σήμερα. Αυτό είναι σίγουρο και με λυπεί πάρα πολύ. Δεν έχει καμιά σχέση η αιτία της δικής μου δοκιμασίας και της οικογένειάς μου, με τις όποιες αιτίες -ας πούμε- έχουν λειτουργήσει στα λυπηρά γεγονότα των Βοριζίων.
Μένουν όμως τα υπόβαθρα, πιστεύω, το «έδαφος» το ίδιο, για να φυτρώνουν και να αναπτύσσονται αυτά τα φιντάνια της παρανομίας και της εγκληματικότητας στην Κρήτη. Είναι σίγουρο αυτό, ότι παραμένει αυτό το «έδαφος». Γι' αυτό δεν θα ήθελα να αναφερθώ στα αίτια που έχουν επώνυμα κι έχουν χιλιοειπωθεί και ενδεικτικά θα αναφέρω μόνο δύο-τρία. Η ανοχή του κράτους και η απουσία του. Παντελής η απουσία του σε ορισμένους τομείς. Στο πολιτικό κόστος που φοβούνται οι όποιοι κυβερνώντες. Στην απονομή δικαιοσύνης, στην παιδεία, στην έλλειψη προγραμμάτων, στην κοινωνική αποδοχή, στην οικογενειακή ανατροφή. Πολλές είναι οι αιτίες και τις έχουμε προσδιορίσει κι εγώ και πολλοί άλλοι κι έχουμε αγωνιστεί για αυτά τα θέματα. Εγώ πιστεύω ότι σήμερα αξίζει, να πούμε, για δεσμεύσεις των αρχών και των φορέων και όχι φραστικές καταδίκες, στο σωρό.
Για παράδειγμα, εγώ ευχαριστήθηκα, που είδα έστω και καθυστερημένα δηλώσεις π.χ. από τον υπουργό εδώ, τον τοπικό μας, τον κύριο Κεφαλογιάννη στις εφημερίδες και σε διάφορα μέσα. Όμως, πρέπει να δούμε ποιες δεσμεύσεις θα δώσουν οι πάντες για το αύριο, για το μέλλον και πώς θα ελέγξουμε αυτές, (κοινωνικά μιλάω) την εφαρμογή των όποιων δηλώσεων.»
Άρα, λοιπόν, 30 χρόνια το κράτος δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει αυτά τα φαινόμενα;
«Οι ίδιες καταστάσεις ακριβώς σας λέω. Δεν άλλαξε σε πολλά πράγματα. Δηλαδή, η λαμογιά η οποιαδήποτε, υπηρεσίες διάφορες, να ισχύουν τα ίδια πράγματα.
Να μην μπορεί κανείς να μιλήσει για το δίκαιο, να εφαρμοστεί ο νόμος, να μιλήσει για τη σκληρή εφαρμογή του νόμου, ειδικά για την οπλοχρησία και την οπλοκατοχή, που είναι η κύρια αιτία για να βγαίνουν αυτά τα φιντάνια, τα οποία δεν μπορούν να χαρακτηρίζουν την Κρήτη. Η Κρήτη μας, για άλλα πράγματα είναι. Και είμαστε και όλοι περήφανοι και αναγνωρίζεται παγκόσμια. Όμως, αυτά τα λίγα, αλλά σκληρά γεγονότα, οπωσδήποτε, δείχνουν μια μαύρη πλευρά για όλους μας, που ντρεπόμαστε πιστεύω να ασχολούμαστε με αυτά τα πράγματα.»
Γιατί όμως το κράτος έχει δείξει αδιαφορία ή ανοχή;
«Βασικά είναι το πολιτικό κόστος. Ο φόβος για το πολιτικό κόστος. Να τους καλοπιάνουμε, ας πούμε. Όταν θα μπει ο όποιος εγκληματίας σε ένα καφενείο, το έλεγα από παλιά- θα σηκωθούν όλοι, «κέρασέ τον». Όταν μπει ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, κάποιος καημένος, δεν του δίνει κανείς σημασία στο καφενείο. Θέλω να πω ότι και η κοινωνία η ίδια αποδέχεται αυτά τα φοβερά, ας πούμε, εγκλήματα τα οποία βλέπουμε.»
Άρα και η ανοχή της κοινωνίας.
«Έχουμε ευθύνη όλοι μας, βάζω και τον εαυτό μέσα. Εγώ, ένα πράγμα το οποίο δεν το έχω πει πολλές φορές, ίσως δεν το έχω πει καθόλου, ειδικά εδώ στο Ρέθυμνο, αλλά με απειλούσαν έμμεσα. Πηγαίνανε στον πατέρα μου, στους μεγάλους αδελφούς μου, οι διάφοροι κακοποιοί κι έλεγαν: προσέξτε, μαζέψτε τώρα τον γιο σας, τον αδελφό σας, γιατί θα τον σκοτώσουμε.»
Πριν την τοποθέτηση της βόμβας είχατε προειδοποιήσεις;
«Βέβαια και τότε έλεγα στον πατέρα μου. Πατέρα άκου να δεις, έχεις άλλους τέσσερις γιους, εμένα ξέγραψέ με όσο είμαι νομάρχης, διότι πρέπει να εφαρμόσω τον νόμο. Πρέπει αυτή την κοινωνία να την πάμε λίγο πιο μπροστά. Του έλεγα να με ξεγράψεις όσο είμαι νομάρχης γιατί το περίμενα. Όπως το περιμένανε στα Βορίζια. Δεν έκαναν τίποτα. Αυτή είναι η πραγματικότητα, δηλαδή, του κράτους. Ο φόβος, όποιος κυβερνά να ασχοληθεί με τα ζητήματα αυτά. Αυτός ο φόβος ότι θα χάσουν ψήφους. Αυτή είναι η πραγματικότητα.»
Άρα, εδώ υπάρχει και ένα είδος πολιτικής κάλυψης;
«Σίγουρα! Όχι ότι παρεμβαίνει ο όποιος υπουργός ή ο όποιος τοπικός παράγοντας, φανερά. Αλλά έμμεσα. Όταν ακούς «οι αψείς κρητικοί» να λένε κάποιοι, ποιοι «αψείς κρητικοί» είναι αυτοί και το δεχόμαστε αυτό, το αποδεχόμαστε ότι αυτοί οι «αψείς κρητικοί» θα χαρακτηρίζουν όλους εμάς τους υπόλοιπους. Είναι αυτό δικαιολογία; Να δικαιολογούμε τα αδικαιολόγητα; Αυτή είναι η πραγματικότητα. Εγώ έλεγα το εξής παράδειγμα. Τότε, το είχα πει, αλλά δεν προχώρησε. Δεν είναι θέμα δικό μου να εφαρμοστεί, κάνω μια πρόταση για παράδειγμα. Να δεσμευτούν δημόσια όλοι οι βουλευτές της Κρήτης, όλοι οι εκπρόσωποι της αυτοδιοίκησης, όλοι οι εκπρόσωποι της εκκλησίας, επιμελητηρίων, συνδικαλιστικών οργάνων, συλλόγων, σωματείων, ότι θα αποχωρούν από οποιαδήποτε εκδήλωση, άμεσα και επιδεικτικά όμως, με την εκπυρσοκρότηση του πρώτου όπλου. Εγώ το έκανα αυτό. Το είχα εφαρμόσει αυτό το πράγμα και έφευγα και το γνώριζαν ότι μόλις ακουστεί το παραμικρό ο Νομάρχης θα φύγει. Να φύγει ο κος Κεφαλογιάννης, να φύγει ο κύριος Αρναουτάκης, ο οποιοδήποτε από όποια εκδήλωση τέτοια. Όποια εκδήλωση και να είναι. Να δεχτούν την κοινωνική απομόνωση αυτοί οι λίγοι, οι οποίοι έχουν όπλα και απειλούν. Οι οργανοπαίκτες μας να ακολουθήσουν το παράδειγμα του μεγάλου καλλιτέχνη μας, του Βασίλη Σκούλα. Να σταματούν σε οποιοδήποτε γλέντι με την πρώτη εκπυρσοκρότηση. Να το πάρουν απόφαση, να το γνωρίζουνε, ότι όταν καλέσει ένας, οποιοδήποτε συμπατριώτη μας, στο γάμο, στη βάπτιση, σε οποιοδήποτε γεγονός, γλέντι του χωριού, του σπιτιού του, ένα από τα οποιαδήποτε πρόσωπα ανέφερα, θα σηκωθεί να φύγει. Κι όχι να το λέμε φραστικά, αλλά να μην κάνουμε τίποτα. Πολλές φορές που το γνωρίζουμε αυτό, γίνονται και παρασκηνιακά, μεθοδεύσεις. Έχει ακουστεί αυτό και έχει αποδειχτεί, βέβαια, μιλάω για παλιότερες περιπτώσεις, έχουν αποκαλυφθεί σε εφετεία και δικαστικές υποθέσεις, οι οποίες πηγαίνανε, όχι στα μαλακά, αλλά και στην αθώωση των εγκληματιών.»
Δεν ισχύει αυτό τώρα;
«Όλα ισχύουν. Εγώ σου λέω, γιατί είδαμε κάποιες δηλώσεις από πολιτικούς για αψείς. Είμαστε, λέει αψείς κρητικοί, και δικαιολογούμαστε να παίζουμε και μια μπαλωθιά, για οποιοδήποτε γεγονός. Για αυτό λέω, κοινωνική δέσμευση να υπάρχει. Δέσμευση. Να φύγουν οι κύριοι, όταν ακουστεί ο πρώτος πυροβολισμός. Αν συμβεί αυτό το πράγμα και υπάρξει μια κοινωνική απομόνωση, σε όλα τα χωριά, παντού, θα σταματήσουν αυτά.
Δεν είναι μόνο αυτά τα χωριά, τα οποία υποδεικνύουν τώρα και θέλουν να τα αμαυρώσουν και λένε τέσσερα, πέντε, και φυσικά δε φταίνε όλοι. Οι κάτοικοι από τα Βορίζια, οι κάτοικοι από τα Ζωνιανά, δεν φταίνε όλοι. Είναι κάποιοι, οι οποίοι δημιουργούν και τρέφουν αυτές τις πρακτικές. Εγώ θα έλεγα το εξής, όμως ακόμα: Να δεσμευτούν και οι δικηγορικοί σύλλογοι, να πάρουν θέση. Δηλαδή, όταν υπάρξει μια μιασματική πράξη σε κάποια περιοχή της Ελλάδας, δεν δέχονται οι δικηγόροι του ίδιου νομού, να παραστούν και να υπερασπιστούν τους ενόχους. Εδώ στην Κρήτη παράδειγμα, θα μπορούσαν οι δικηγορικοί σύλλογοι να το σκεφτούν, και να πάρουν αυτό το μεγάλο βάρος, να μη δέχονται ανθρώπους για οπλοχρησία και οπλοκατοχή του ίδιου νομού. Να μην δέχονται να τους υπερασπιστούν, να πηγαίνουν σ' άλλους νομούς, ώστε να έχουν μια ταλαιπωρία, να το καταλάβουν αυτό το πράγμα.
Και τα μέσα ενημέρωσης να δεσμευτούν και να δημοσιοποιούν οποιονδήποτε από τους δεσμευόμενους κοινωνικά, ότι θα δημοσιοποιείται η ακύρωση της υπόσχεσής τους. Δηλαδή, αν δε φύγει κάποιος από κάποιο γεγονός, από αυτούς όλους τους πολλούς πια κι αν δε δεσμευτούν αυτοί να υπάρχει η δημόσια καταδίκη και η εμφάνισή του στα μέσα ενημέρωσης. Δεν έχει καμία σχέση η περίπτωση της ταλαιπωρίας και της δοκιμασίας που είχα εγώ και των αιτιών αυτών, με τα αίτια που έχουμε στα Βορίζια. Μόνο το υπόβαθρο είναι το ίδιο.»
Από τότε μέχρι σήμερα έχει εξελιχθεί το έγκλημα; Μιλάμε για οργανωμένο πλέον έγκλημα;
Το λέγαμε από τότε, και λέγαμε ότι θα μπορούσε να γίνει σαν τη μαφία της Σικελίας. Τότε, τα χρόνια εκείνα, λέγαμε ότι θα εξελιχθεί το έγκλημα όπως είναι η μαφία της Ιταλίας, της Σικελίας. Πολλοί το λέγαμε. Τα μέσα που διαθέτουν τώρα και που συνήθως αυτοί προηγούνται των όποιων μέσων έχουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του κράτους, του όποιου κράτους. Οδηγούμαστε εκεί.»
Ότι είναι οργανωμένο έτσι που θυμίζει Ιταλική μαφία δηλαδή;
«Μαφία, βέβαια. Μαφία, οργανωμένο έγκλημα. Λοιπόν, άκουσα ότι αποφασίζουν, παράδειγμα, να μην πάνε τα παιδιά, στο σχολείο. Να κάνουν μόνο χωριστά. Αν είναι δυνατόν. Αυτό το πράγμα δίδει περισσότερο μίσος στα παιδιά τώρα. Να τα απομονώσουν, δηλαδή, σε δύο κατηγορίες. Αντί να σκύψουν με άλλους τρόπους αυτοί οι παλιοί που είναι εκεί στα χωριά.»
Μας θυμίσατε και εκείνη την φράση του Μανώλη Λουκάκη που είχε πει για Κολομβία και την επίθεση που δέχτηκε τότε.
«Στη Βουλή είχε πει την κουβέντα αυτή. Είναι, όπως και αυτά που λέω εγώ τώρα, πολλοί θα πούνε μα τι λέει κι αυτός ο Λίτινας τώρα. Είναι προτάσεις αφελείς, ανεφάρμοστες κλπ. Εντάξει, δε λέω ότι είναι οι άριστες, όμως, κάποτε, κάποιες από αυτές ίσως λειτουργήσουν. Ας ειπωθούν κι άλλες καλύτερες, φτάνει να σταματήσουμε να είμαστε δαχτυλοδειχτούμενοι και να ντρεπόμαστε κατά καιρούς για τα ζητήματα αυτά στο νησί μας.»
Το θέμα των επιδοτήσεων, όπως έχουν εξελιχθεί και τα πράγματα με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, μπορούν να συσχετιστούν;
«Όλα. Γιατί δίνουν δύναμη. Αυτά έδωσαν δύναμη πρόσθετη σε αυτές τις μονάδες της αναρχίας και της παρανομίας στην Κρήτη. Διότι πολλοί πια δεν έχουν τα ζώα, είχαν 100 ζώα και δηλώνανε 1000 και 2000 και δε δουλεύανε. Είχαν τα πιστόλια ας πούμε και φόβιζαν όλους τους καημένους, τους φιλήσυχους σε κάθε χωριό, σε κάθε χώρο. Έχουν επικρατήσει πια οι οποίοι κακοποιοί, με την όποια έννοια θέλει να δώσει ο καθένας. Ενώ η Κρήτη έχει τόσο πολλά, για τα οποία μπορεί να υπερηφανεύεται και να υπερηφανευόμαστε όλοι, όχι μόνο για την ιστορία μας, αλλά δεν μπορούμε και να βγούμε τώρα να μιλήσουμε για αυτά τα θέματα, όταν μας ντροπιάζουν αυτές τις πρακτικές τις οποίες βλέπουμε και δεν είναι μόνο τα Βορίζια. Ο καθένας όταν θα τύχει σε ένα οποιοδήποτε γλέντι, ακόμα και σε σπίτι και παιχτεί πυροβολισμός να σηκωθεί να φύγει, επιδεικτικά και όχι φραστικά να κατηγορούμε. Απ' τη μια μεριά φραστικά κατηγορούμε και απ' την άλλη μεριά να αγκαλιάζουμε.»
Εσείς το είπατε ότι όταν μπαίνει στο καφενείο σηκώνονται με σεβασμό.
«Οι πιο πολλοί με φόβο. Αλλά όλοι είναι πρόθυμοι να τον κεράσουν γιατί πρέπει να τον έχουν από κοντά. Πρέπει ο κόσμος να ξεφοβηθεί και να αντιδράσει.»
Στην περίπτωση τη δικής σας τότε, νιώσατε τη στήριξη της κοινωνίας. Είχαν γίνει και πορείες.
«Μεγάλη συμπαράσταση, χιλιάδες κόσμος και αυθόρμητα. Εγώ δεν τα έπαιρνα είδηση στον κόσμο που ζούσα, διότι μου είχαν δημιουργήσει ένα αίσθημα, ότι, θέλουν να με σκοτώσουν ανά πάσα στιγμή ή εμένα ή μέλος της οικογένειάς μου. Δεν καταλάβαινα αυτή τη μεγάλη συμπαράσταση του κόσμου που υπήρχε, όχι στο πρόσωπό μου, αλλά στον αποτροπιασμό αυτού που πήγαν να κάνουν. Μάλιστα την εποχή εκείνη γράφτηκε σε έντυπα όχι ελληνικά, ότι ήταν πρώτο στην ιστορία για αυτοδιοικητικό στέλεχος.»
Στη δική σας περίπτωση η καταστροφή ήταν εκτεταμένη
«Δεν ήταν αυτό μόνο. Εμάς, η τύχη μας βοήθησε. Πραγματικά η τύχη. Διότι εκείνη την Παρασκευή είχαμε πάει σε μια κοινωνική εκδήλωση και ο Γιώργος ήπιε λίγη μπύρα και ζαλίστηκε και πήγε για ύπνο και δεν έμεινε στον καναπέ όπως συνήθιζε τις παρασκευές να δει τηλεόραση όπου και τον έπαιρνε ο ύπνος. Ευτυχώς γιατί θα είχε σκοτωθεί σίγουρα. Δε θα υπήρχε. Αυτοί έκαναν μια ατζαμοσύνη, δεν βάλανε τη βόμβα, εκεί που υπήρχε ένα άνοιγμα από κάτω, στον άλλο όροφο, οπότε όλο το σπίτι θα έφευγε πάνω.»
Τελικά είχαν σκοπό να σκοτώσουν ή να εκφοβήσουν;
«Να σκοτώσουν! Αυτό ήταν σίγουρο. Μας είχαν προειδοποιήσει πολλές φορές. Πάρα πολλές φορές και πρόσεχα. Για να πάω στον Άγιο Βασίλη ή στο Αμάρι για παράδειγμα δεν το ανακοίνωνα. Περίμενα, ότι αν μου κάμουν την επίθεση, θα μου την κάνουν στην Μπαλέ, θα μου την κάνουνε κάπου προς στους Ποταμούς, κάπου, δηλαδή, σε μια περιοχή που θα μπορούσε να γίνει.»
Θεωρείτε ότι αυτή η υπόθεση έχει διαλευκανθεί πλήρως ή υπάρχουν ακόμα σήμερα ερωτηματικά;
«Όχι, δεν υπάρχουν, ξέρουμε ακριβώς τι έγινε. Δηλαδή, τότε ήτανε προδοτική στάση ανθρώπων μέσα από την αστυνομία. Προοδοτική, όπως πάντα υπάρχει σε όλες τις υπηρεσίες και σε όλα τα όργανα.»
Όταν λέτε προδοτική, τι εννοείτε;
«Μην το προχωρούμε πάρα πολύ τώρα. Εγώ τότε και ως νομάρχης δεν ήθελα ποτέ να παρουσιάζω την κακή όψη ή τα όποια συνέβαιναν. Ίσως έκανα και λάθη βέβαια, έτσι. Γιατί έλεγα, ας πούμε, υπεύθυνοι είμαστε τότε όλοι και η κυβέρνηση και εγώ που ήμουν κοντά στην κυβέρνηση, πάρα πολύ κοντά, όχι όμως ότι λειτουργούσα κυβερνητικά. Ποτέ δε λειτουργούσα εγώ κυβερνητικά στα χρόνια που ήμουν με οποιαδήποτε ιδιότητα στο δημόσιο βίο. Πάντα, για το καλό του κόσμου, κλπ. Το γνωρίζει, το αναγνωρίζει μάλιστα ο κόσμος αυτό και πάντα το υπολόγιζα αυτό. Αλλά το ότι υπήρχαν οι θύλακες, το ότι δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα. Γιατί έλεγα ότι να φτύσεις πάνω, φτύνεις το πρόσωπό σου. Αν φτύνεις κάτω, φτύνεις τα πόδια σου. Δηλαδή ήμουν δεσμευμένος και δεν παρουσίαζα την πραγματικότητα σε κάποια θέματα, τα οποία θα οξύναν περισσότερο τα πράγματα, θα μειώνανε την άποψη του πολίτη για το κράτος γενικά.»
Στην περίπτωσή σας αντιληφθήκατε ότι επιχειρήθηκε πολιτική κάλυψη;
«Αυτό που λέμε στα μαλακά. Από ανθρώπους μέσα και από το χώρο μας. Να βγει μια σκιά, ας πούμε. Αφού φτάσανε στο σημείο να λένε, ότι αφού είχε στρωθεί το κρεβάτι πως κοιμούνταν, ψέματα λένε. Δεν ήταν μέσα. Τέτοια πράγματα. Έπρεπε να κάνεις εμετό, όταν τα βλέπεις αυτά τα πράγματα. Δηλαδή, πού ζούμε σε τι κοινωνία, υπάρχουν άνθρωποι και σε μέσα ενημέρωσης που προσπαθούσαν να βρούνε κάτι να αμαυρώσουν.»
Τελικά στην υπόθεσή σας δικαιοσύνη αποδόθηκε;
«Όχι βέβαια! Και έχω καταθέσει στην εισαγγελία ολόκληρο επίσημα χαρτί, στο οποίο έλεγα και ποιοι ήταν οι εγκληματίες και είχαν κάποιες διαδικασίες που λυπάται κανείς να πει, τι κάνανε, τι μεθοδεύσεις για να μην ακουμπήσουνε αυτούς που ήτανε υπεύθυνοι.»
Δηλαδή θεωρείτε ότι οι υπεύθυνοι δεν τιμωρήθηκαν;
«Τίποτα. Αν δείτε, τι ιστορίες πλαστές δημιουργήσανε οι ένοχοι. Γι' αυτό μιλάω ότι είναι πολλοί οι υπεύθυνοι. Δεν είναι μόνο ο αυτουργός, αυτός ο ίδιος.
Προφανώς με καθοδήγηση.
«Φυσικά, δεν ήταν αυτοί μόνο. Είναι και ο υποστηρικτικός μηχανισμός. Οι όποιοι εγκληματίες για τα όποια εγκλήματα. Δεν λέμε την περίπτωση τη δική μου μόνο. Σας λέω ότι το ίδιο πράγμα ισχύει και σήμερα. Είναι ένα κράτος ανάλγητο. Εσύ εμπιστεύεσαι τη δικαιοσύνη 100%, ο καθένας, μεταξύ μας τώρα; Η αστυνομία; Κάθε μέρα που εμφανίζονται φιντάνια μέσα από εκεί, είτε με τα τελωνεία είτε αλλού. Επίορκοι σε πολλά επίπεδα.»
Σκεφτήκατε τότε, μετά και το γεγονός, να τα παρατήσετε;
«Όχι. Ήταν η συμπαράσταση του κόσμου και επίσης, να το πω αυτό το πράγμα, γιατί πρέπει κάποτε να το πω αφού δεν το έχω πει φανερά ακόμα. Μετά το επεισόδιο αυτό, το '98 που ήμουν πάλι υποψήφιος, ήταν απέναντί μου όλα τα κόμματα και το μισό ΠΑΣΟΚ. Ήμουν με τους άξιους συνεργάτες μου, κατεβήκαμε στον κόσμο, ζητήσαμε τη στήριξή του, μετά τη νοθεία. Εμένα μου κάνανε μια νοθεία στα Χανιά. Εκεί τότε που γράφανε οι Πανταζόπουλος, Φουκαράκης και κάποια, μια κυρία δε θυμάμαι πως τη λέγανε, για τους οποίους δε μ' αφήσανε οι δικηγόροι τότε να κάνω μήνυση. Από τότε, από το '98, αν έκανα εγώ μήνυση σ' αυτούς που ανέφερα και σε μια κυρία, για το τι έκαναν στο δικαστήριο στα Χανιά, θα ήταν οι πρώτοι που θα είχαν μπει φυλακή δικαστικοί, πανελλήνια. Πολλά χρόνια μετά ξέσπασε το σκάνδαλο που ήταν στα Χανιά με τους δικαστικούς. Δε μ' αφήσανε οι δικηγόροι, οι δικοί μας να κάνω τη μήνυση, γιατί οι δικηγόροι θέλανε και να τα πάνε καλά με τους δικαστές, πρωτοδίκες τους εφέτες και λοιπά και δε θέλανε να τους δικάσει κανείς, να τους κατηγορήσει. Λογικό το βλέπει κανείς από κάποια άποψη. Παράνομο όμως σα σκέψη να την κάνεις. Δεν είναι σωστή σκέψη, για το συμφέρον μου το προσωπικό θα αγνοήσω τη σωστή εφαρμογή του νόμου.»


