ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΡΕΘΥΜΝΟ

Η λατινική Επισκοπή Mυλοποτάμου (1211-1646) και η έδρα αυτής, στον οικισμό Επισκοπήστον Πάνω Μυλοπόταμο

0

Εκκλησιαστική διαίρεση

Μετά την ανακατάληψη της Κρήτης απ’ τους Βυζαντινούς, το 961, η παλαιά επισκοπή Ελευθερνών (ή Ελευθέρνης) μετονομάστηκε σε Αυλοποτάμου ή Μυλοποτάμου. Προς την κατεύθυνση αυτή εργάστηκε στην περιοχή του Pεθύμνου στις αρχές του 11ου ο Όσιος Ιωάννης ο Ξένος, που οικοδόμησε ναούς και ίδρυσε την ΙεράΜονή Mυριοκεφάλων, στο ομώνυμο χωριό. Υπάρχουν δε, δύο εκδοχές για την πρώτη έδρα της επισκοπής. Η πρώτη αφοράτο χωριό Πάνορμο (ή Καστέλι), επίνειο της Ελεύθερνας και η δεύτερη,τον οικισμό Επισκοπή στον Πάνω Μυλοπόταμο που το 1925 αποτελούσε την έδρα της ομώνυμης κοινότητας μαζί με τους οικισμούς Αγ. Ιωάννης, Δαφνέδες, Κεφάλι και Μούσες και που σήμερα συγκροτούν την τοπική κοινότητα Επισκοπής Ρεθύμνης, της δημ. ενότητας Κουλούκωνα του δήμου Μυλοποτάμου.

Το 1998 το ΥΠ.ΠΟ. χαρακτήρισε τον ι. ναό του Αγ. Ιωάννη, αρχαίο μνημείο. Οδε, οικισμός χαρακτηρίστηκε απ’ το ΥΠ.ΠΟ. ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο, το 2001, αφενός γιατί εκεί σώζονται σημαντικά κτίσματα της περιόδου της Ενετοκρατίας στην Κρήτη (2 νερόμυλοι, κρήνη, επισκοπικό μέγαρο, μέγαρο στρατιωτικής αρχής) και αφετέρου, γιατί μαρτυρείται εκεί συνεχής κατοίκηση σ’ όλες τις γνωστές απογραφές των οικισμών της Κρήτης, όπως στου Giacοmο Foscarini, το 1577,στου Ρietro Castrοfilaca,το 1583,στου Ναχιγιέ Μυλοποτάμου το 1650, στου Χουρμούζιου το 1842, στην απογραφή του Δήμου Αβδανητών του 1879κ.αλλού.

Η εκκλησιαστική αυτή περιφέρεια διατηρήθηκε και κατά την ακόλουθη περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας. Σύμφωνα με τον Κων. Λαμπρινό, οι πολιτικές επιλογές των Βενετών, που αποσκοπούσαν στην εδραίωσή τους στο νησί, υπαγόρευαν την κατάργηση της ορθόδοξης ιεραρχίας, την επίσημη αναγνώριση του ρωμαιοκαθολικού δόγματος και το διορισμό λατίνων επισκόπων, στη θέση των ορθοδόξων. Οι Ενετοί κατάργησαν και απομάκρυναν τους ορθόδοξους επισκόπους. Διατήρησαν όμως, την εκκλησιαστική διαίρεση και τα ονόματα των Επισκοπών για να δείξουν δήθεν, ότι συνέχιζαν την παράδοση.Κυρίως όμως, γιατί έτσι σε κάθε επισκοπική έδρα δημιουργούντανκατάλληλες προϋποθέσεις για μια πιο ευχερή διαποίμανση. Για τους λόγους αυτούς συναντούμε και κατά την περίοδο της Ενετοκρατίας, τις ίδιες επισκοπές, αλλά με λατίνους επισκόπους, οι περισσότεροι απ’ τους οποίους δεν έμεναν στις έδρες των επισκοπών:

Οι επισκοπές αυτές ήταν: α) η Επισκοπή Kαλαμώνοςπου αντικατέστησε την Επισκοπή Λάμπης ή Λάππας, με  έδρα αρχικά τηΜεγάλη Επισκοπή για την οποία απ’ τα μέσατου 16ου αι.επικράτησε η ονομασία «ΕπισκοπήΡεθύμνης», β) ηΕπισκοπή A(γ)ρίου, που αντικατέστησε την Επισκοπή Άνω και Κάτω Συβρίτου (Αμαρίου), που μετατοπίστηκε βορειότερα και κατ’ άλλους την επισκοπή Oάξου (= Aξού) με έδρα την BιράνEπισκοπήτης επαρχίας Mυλοποτάμου, η οποία συγχωνεύτηκε με την EπισκοπήPεθύμνης το 1551 επί πάπα Iουλίου Γ’ και, γ)η EπισκοπήAυλοποτάμου με έδρα την Επισκοπή. Το χωριό αναφέρεται απ’ τον F. Barozzi, το 1577, ως Vesc(ova)to di Milopotamo. Στην ενετική απογραφή του 1583, απ’ τον Καστροφύλακα, όπως είπαμε, αναφέρεται ως Vescovado di Milopotamo με 205 κατοίκους. Ο Βασιλικάτα την καταγράφει, το 1630, ως Piscopi di Milopotamo και στην τουρκική απογραφή του 1671 αναφέρεται ως Piskopi, με την υποχρέωση πληρωμής 30 χαρατσιών.

Η Λατινική Επισκοπή

Όπως ανέφερα πιο πάνω, το χωριό Επισκοπή ήτανη έδρα του ορθόδοξου Επισκόπου, πριν τη άφιξη των Ενετών. Όταν οι Βενετοί κατέλαβαν το νησί, το 1211, αποτέλεσε και έδρα του λατίνου Επισκόπου.Απ’ τις εκθέσεις που είχαν την υποχρέωση οι λατίνοι ιεράρχες όταν επισκέπτονταν τη Ρώμη, να υποβάλλουν στην Παπική έδρα, όπου κατέγραφαν την κατάσταση των επισκοπών τους, μαθαίνουμε πως η έδρα της επισκοπής ήταν όντως ο οικισμός Επισκοπή με 50 αγροτόσπιτα και 200 ψυχές. Αυτό μαρτυρείται και στην έκθεση του λατίνου επισκόπου OttavianoSeticelo, το 1592. Αργότερα στην έκθεση του λατίνου αρχιεπισκόπου Κρήτης, LucaStella, το 1627, γίνεται σαφής αναφορά στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη του Ευαγγελιστή στην Επισκοπή.

Η Επισκοπή Μυλοποτάμου ήταν μια απ’ τις πέντε επισκοπές που υπάχθηκαν στο λατίνο αρχιεπίσκοπο Κρήτης. Οι υπόλοιπες τέσσερις ήταν οι επισκοπές Αρίου, Χερσονήσου, Καντάνου και Σητείας.Ο ιεράρχης μάλιστα, Μυλοποτάμου, Ματθαίος, χαρακτηρίζεται φίλος των Βενετών απ’ τον ίδιο το δόγη της Βενετίας PietroZiani. Το 1307 ανέλαβε τιτλούχος λατίνος Επίσκοπος ο Ιωάννης, αλλ’ απομακρύνθηκε την ίδια χρονιά, μετά τη συνθήκη του Αλ. Καλλέργη. Ιδιαίτερη μνεία  αξίζει να γίνει στον Επίσκοπο Μακάριο των αρχών του 14ου αι. Σύμφωνα με τον Χαρ. Γάσπαρη ο Μακάριος, σε κάποιες πηγές αποκαλείται «Επίσκοπος των Ελλήνων Κρητικός» ή «Επίσκοπος των Ελλήνων στην Κρήτη» ονομασίες, που πιθανόν καταδεικνύουν πως επρόκειτο για ορθόδοξο επίσκοπο, που με την ουδέτερη στάση των βενετικών αρχών, την προστασία της οικογένειας Καλλέργη και την ανοχή της Παπικής έδρας, βρισκόταν στην περιοχή του Μυλοποτάμου, όπου όχι μόνο ιερουργούσε, αλλά πιθανότατα ως ανώτερος κληρικός, κάλυπτε και κάποιες θρησκευτικές και πνευματικές ανάγκες των ορθοδόξων κατοίκων της περιοχής. Μάλιστα η ύπαρξη του Έλληνα επισκόπου Μακαρίου, επιβεβαιώνεται στη διαθήκη (1330-1331) της κόρης του Αλ. Καλλέργη, Αγνής, που κληροδοτούσε στον επίσκοπο 20 υπέρπυρα, για να μνημονεύει εκείνη και τους γονείς της, που είχαν ταφεί εκεί. Γνωστός λατίνος Επίσκοπος, στο α΄ μισό του 14ου αι. ήτανο Μιχαήλ,πουεγκαταστάθηκε στην Επισκοπή Μυλοποτάμου, το 1342. Είναι προφανές πως τα πρώτα χρόνια της κυριαρχίας των Ενετών στην Κρήτη, οι λατίνοι Επίσκοποι δεν είχαν καταφέρει να καθιερωθούν στη έδρα της Επισκοπής τους. Το 1543 η Επισκοπή συγχωνεύτηκε με κείνη της Χερσονήσου, με ιεράρχη το ΔιονύσιοZanettini ή Grecoή Grecheto (1538-1555),πρώην Τζιάς και Θερμιών, με τον τίτλο EpiscopusMilopotamensisetChironensis. Ένωση που καταργήθηκε έξι έτη μετά.

Ο ιερός ναός του Αγ. Ιωάννη του Θεολόγου

Οι ορθόδοξοι ιερείς πρέπει να χρησιμοποιούσαν και προηγουμένως, τον εκεί ναό του Αγ. Ιωάννη, γεγονός που αποδεικνύεται και απ’ τις ορθόδοξες τοιχογραφίες του κτίσματος. Τμήμα των εσόδων του ιερού ναού καταβάλλονταν στους μοναχούς της λατινικής αδελφότητας του Ιησού για τη λειτουργία του ιερατικού σχολείου κληρικών,που σύμφωνα με την απόφαση της Συνόδου του Trento (1563) έπρεπε να οργανωθεί σε κάθε επισκοπή της καθολικής Εκκλησίας για την εκπαίδευση των λατίνων κληρικών.

Τα προβλήματα μεγάλα καθώς τα έσοδα απ’ την εκκλησιαστική περιφέρεια Μυλοποτάμου ήταν λιγοστά. Ο ημιορεινός Μυλοπόταμος δεν εξασφάλιζε πλούσια εισοδήματα και άνετη διαμονή στους λατίνους ιερείς. Μάλιστα, το 1593, τα υψηλόβαθμα στελέχη της επισκοπής δεν διέμεναν στην περιοχή «εξαιτίας της ισχνότητας των εισοδημάτων τους». Αν αναλογιστεί κάποιος δε, πως ο καθεδρικός ναός του Αγ. Ιωάννου ήταν η μοναδική λατινική εκκλησία της επισκοπής και ότι το λατινικό εκκλησίασμα ήταν λιγοστό και αποτελούνταν κυρίως από ευγενείς, αφού οι κάτοικοι της έδρας ήταν ορθόδοξοι, που πήγαιναν στις δικές τους εκκλησίες, μπορεί να κατανοήσειπόσο δυσχερής ήταν η θέση των λατίνων επισκόπων τον 16ο αι. Το 1632 αναφέρεται πως το λατινικό ποίμνιο αριθμούσε μόλις τα 20 άτομα.

Ο επίσκοπος GiacomoSuretto

Ολατίνος επίσκοπος GiacomoSuretto (αλλού απαντάται Soretto)ποίμανε την περίοδο 1555 -1575.Υπήρξε δε κανονικός της αρχιεπισκοπής Κρήτης για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν και κατά τη διάρκεια της θητείας του ως ιεράρχης Μυλοποτάμου. Ο JacomoSuretto διαδέχτηκε τον Διονύσιο Zanettini,το 1555, με τον όρο, ο νέος επίσκοπος να καταβάλει χρηματικό ποσό ετησίως στον απερχόμενο αρχιερέα, κάτι σαν σύνταξη. Αυτό ήταν πάγια πρακτική των εκκλησιαστικών στελεχών της εποχής να πληρώνουν υπέρογκα ποσά τους προηγούμενους επισκόπους, που παραιτούνταν απ’ το αξίωμα.

Ο Suretto το 1545 πλήρωνε παπική δεκάτη και εισέπραττε εισοδήματα απ’ το κανονικάτο του. Το ίδιο έτος συναντάται να εισπράττει μεγαλύτερα εισοδήματα απ’ την εκκλησιαστική περιουσία που κατείχε στη Χερσόνησο. Υπήρχε δεπαπικός υπάλληλος που ήλεγχε συστηματικά τα εισοδήματα του κλήρου, διορισμένος απ’ την Αποστολική έδρα, για τον καθορισμό της δεκάτης και την αποφυγή των όποιων ατασθαλιών απ’ τους επισκόπους της Κρήτης. Στο Μυλοπόταμο απ’ τις καταγραφές, οι λατίνοι αξιωματούχοι εκμεταλλεύονταν καλλιεργήσιμη γη (χωράφια για σπορά δημητριακών, λιναριού, βάμβακος), αλλά και αμπέλια, κήπους, σπίτια και μύλους. Το 1561 ο λατίνος επίσκοπος JacomoSuretto, νέμονταν 168 χωράφια, 95 αμπέλια, 31 κήπους, 8 μύλους και 114 οικίες.

Όλα αυτά εντοπίζονται σε τέσσερις περιοχές της καστελλανίας του Μυλοποτάμου: α) στους οικισμούς Επισκοπή, Άγ. Ιωάννη και Κάλυβο, β) στους οικισμούς Κεραμωτά και Κρασούνα, γ) στο βασιλικό Πέραμα και δ) στο Καστέλι (ή Πάνορμο)στη βόρεια ακτή του νησιού. Η καταβολή των ενοικίων γινόταν συνηθέστερα σε είδος (σιτάρι, κρασί) και σπανιότερα σε χρήμα. Ο συνηθέστερος τρόπος μίσθωσης ήταν εκείνος των 29 ετών με δυνατότητα αναμίσθωσης για ακόμα 29 έτη. Έτσι απέφευγαν τη χρησικτησία που ξεκινούσε στα 30 χρόνια. Μέσα στα 29 έτη μισθώσεως εφαρμόζονταν το πλάνο της διετούς αγρανάπαυσης.

Τα έσοδα απ’ τα ενοίκια κάλυπταν:α) την παπική δεκάτη, β)τις εισφορές του βενετικού δημοσίου, γ) τη μισθοδοσία και την κάλυψη της διατροφής του υπαλληλικούκαι υπηρετικού προσωπικού, δ) τη μισθοδοσία των καθολικών ιερέων,ε) τη συντήρηση και τον εξοπλισμό του ναού, στ) την τέλεση των λειτουργιών,ζ) τις αμοιβές των εκτάκτων ημιονηγών, που εκτελούσαν δρομολόγια και φυσικά, η) την επισκευή των εγκαταστάσεων. Για την κάλυψη των ιερατικών αναγκών είχε προσληφθεί και ένας δεύτερος ορθόδοξος ιερέας με μικρότερο μισθό, εξαιτίας της έλλειψης λατίνων ιερωμένων.Στο αρχιερατείο επίσης, συναντούμε την περίοδο της ανακατασκευής του οικοδομήματος του ναού: τον κανονικό Ιάκωβο Zancarolo (από χανιώτικη οικογένεια ευγενών), τον κανονικό και αρχιδιάκονο Μυλοποτάμου Ιάκωβο Γαβαλά, το θησαυράριο και κανονικό Βαρθολομαίο Sirigo, που ήταν παράλληλα επίσκοπος της Καστελλανέττας Απουλίας και τον κανονικό,BattistaMagno.

Η ανακαίνιση της Φραγκοκκλησιάς

Το 1561 ο επίσκοπος GiacomoSuretto,ανέλαβε να χρηματοδοτήσει την κατασκευή ενός καμινιού για την παραγωγή ασβέστη (fornazadicalzina) με σκοπό τις επισκευές του καθεδρικού ναού και άλλων εκκλησιών που είχαν υποστεί σοβαρότατες ζημιές από σεισμούς, όπως εκείνου του 1508 και των σεισμών του 1547 και 1549. Ο ιεράρχης διέθεσε 8 δουκάτα (περίπου 66,50 υπέρπυρα) δηλ. 1% των ετήσιων εσόδων του, για το σκοπό αυτό. Το 1561 επίσης, δαπάνησε ένα μεγάλο ποσό για την οργάνωση της ετήσιας εορτής της επισκοπής στις 8 Μαΐου, ημέρα μνήμης του Αγ. Ιωάννη του Ευαγγελιστού, παρέχοντας γεύμα και δείπνο στους ανώτερους λατίνους κληρικούς της επισκοπής και στους ορθόδοξους παπάδες. Επιπλέον, σε κάθε σπίτι του φτωχικού χωριού διανεμήθηκαν δύο ψωμιά και ένα κομμάτι κρέας. Τροφή παρέχονταν και σ’ όσους απ’ τα γύρω χωριά παραβρέθηκαν στην γιορτή, προσδίδοντας έτσι γόητρο στους Λατίνους. Η παρουσία ορθόδοξων κληρικών στη γιορτή, ευνοούσε τη μαζική προσέλευση του ντόπιου πληθυσμού, εικόνα που εξυπηρετούσε αφενός την προβολή της ισχύος της Γαληνοτάτης και αφετέρου συνέβαλε στην ειρηνική συνύπαρξη των δύο δογμάτων άρα και στη διαιώνιση της πολιτικής σταθερότητας και της νομικής υπεροχής του δυτικού δόγματος. Δεν γνωρίζουμε βέβαια, αν η παρουσία των ορθοδόξων ιερέων και κατοίκων ήταν υποχρεωτική ή προαιρετική… Να σημειώσουμε πως στις 8 Μαΐου, εορτή του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, τελείται κανονικά Θεία Λειτουργία εκεί και σήμερα απ’ την ενορία Δαφνέδων.

Οι εργασίες αποκατάστασης του επισκοπικού ναού ολοκληρώθηκαν επτά έτη μετά, το 1568, όπως αποδεικνύεται και απ’ την επιγραφή(LXVIII)στο υπέρθυρο της βορεινής εισόδου που αναφέρει ο G. Gerolaστο«Monumenti Veneti nell’ Isola di Creta».Το οικόσημο αυτό του Suretto, αποτελεί εραλδικό σύμβολο.Το τρίλοβο παράθυρο χτίστηκε. Δύο μεγάλα παράθυρα (ένα ορθογώνιο προς βορρά και ένα στρογγυλό προς νότο) ανοίχτηκαν στο τόξο της εγκάρσιας καμάρας. Στη μέση της βορεινής πλευράς ανοίχτηκε θύρα, που στο επιστήλιό της φέρει την παραπάνω χρονολογία και το οικόσημο –στέμμα του επισκόπου. Ο καθ. Στέργ. Σπανάκης αναφέρει πως και άλλη παρόμοια πελεκητή πέτρα βρίσκεται χτισμένη κάτω απ’ το κωδωνοστάσιο της εκκλησούλας του Αγ. Γεωργίου, δίπλα στο ναό. Δεν γνωρίζουμε αν προέρχεται απ’ τα ερείπια του επισκοπικού μεγάρου, όπου βρίσκονται διάφορα επίσης, τμήματα λατινικών επιγραφών και στέμματα.

Αρχιτεκτονικά

Επρόκειτο για ξυλόστεγη βασιλική του 5ου αι. με τρία κλίτη και δύο νάρθηκες, ενώ έλαβε τη σταυροειδή μορφή της με τρούλο, αρχές του 14ου αι. (1303 μ.Χ.). H στέγη ήταν υπερυψωμένη στο μεσαίο κλίτος και ο φωτισμός άπλετος. Σε παρόμοιες βασιλικές υπήρχε δυτικά του νάρθηκα αίθριο και γύρω απ’ αυτό, άλλα προσκτίσματα, όπως διακονικό, πρόθεση, σκευοφυλάκιο, βαπτιστήριο, μαρτύρια και άλλα.

Πρόκειται, σύμφωνα με το Μιχ. Τρουλλινό για ένα μεγάλο επισκοπικό ναό της β΄ βυζαντινής περιόδου, που μετατράπηκε σε λατινική επισκοπή στις αρχές του 13ου αι. Ο Στέργ. Σπανάκης αναφέρει πως σε κείνον τον πρώτο βυζαντινό ναό, ανήκαν πιθανότατα τα δύο μάρμαρα, που είναι χτισμένα στο νότιο τοίχο, όπως και οι δύο κίονες που στέκουν στο δίλοβο αγιόθυρο της κεντρικής αψίδας. Πιθανολογεί επίσης, συμβουλευόμενος πάντα τις περιγραφές του G. Gerola, πως και το κατώτερο μέρος της κόγχης, τα δύο τόξα του νότιου τοίχου και μερικά ακόμη άλλα μέρη ίσως να ανήκαν στον αρχαιότερο ναό. Ο ναός διέθετε δύο νάρθηκες, που σήμερα βρίσκονται χωμένοι στο έδαφος.

Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού είναι απλός τετράστυλος εγγεγραμμένος σταυροειδής με τέσσερις τετράγωνους πεσσούς, που υποβάσταζαν πριν την καταστροφή, τον τρούλο. Ο καθ. Α. Ορλάνδος αναφέρει στο Αρχείον Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος : «Θα ηδυνάμεθα να συμπεριλάβωμεν τον ναόν τούτον μεταξύ των πεντάτρουλων ναών. Επειδή όμως, φέρει μόνον ημισφαιρικά φουρνικά αντί τρουλίσκων, προτιμήσαμεν να τον αφήσωμεν εκτός εξετάσεως». Οι τέσσερις τρουλίσκοι (φουρνικά) δεν φαίνονται εξωτερικά. Σήμερα το μόνο τμήμα που διασώζεται είναι το ΒΑ μέρος του ναού. Στη μεσημβρινή πλευρά του νότιου χώρου υπάρχει άνοιγμα με τόξο, χτισμένο με τούβλο που ίσως χρησίμευε ως πόρτα. Κτίστηκε όμως, απ’ έξω τοίχος. Αυτό χρησίμευε ως σαρκοφάγος.

Οι διαστάσεις του σύμφωνα με τονΙω. Σπαθαράκη είναι 11,80 Χ 12,30 μ. Στην ανατολική όψη του ναού εδράζεται το τρίκογχο Ιερό Βήμα, του οποίου η εξωτερική όψη έχει ανακατασκευαστεί κατά τη δεκαετία του 1970.Ο Σπαθαράκης ομιλεί για την ύπαρξη πολύγωνης λατινικής αψίδας, που είναι και το πιο εντυπωσιακό αρχιτεκτόνημα του ναού. Η αψίδα αυτή είναι διακοσμημένη στο κατώτερο τμήμα της με τέσσερα τυφλά τόξα και με τρία στο ανώτερο τμήμα της, διακοσμημένα με σταυρούς σε βάθρο, τούβλινα επιστήλια, πέτρινες κολόνες με επίστεψη και άλλα στοιχεία. Εκεί υπάρχει εντοιχισμένο και ένα «ρόδιο» (διακοσμητικό στοιχείο), σύμφωνα με τον Στ. Σπανάκη.

Σήμερα ο ναός, παρά τις λιγοστές επεμβάσεις που έχουν κατά καιρούς γίνει, είναι ερειπωμένος και σώζονται κάποιοι τοίχοι περιμετρικά και οι κεντρικοί πεσσοί σε ύψος 1,5-2 μέτρων. Διασώζονται επίσης, οιδύο απ’ τους πέντε θόλους, εκείνος της Αγίας Προθέσεως  (Β/Α) και εκείνος του Διακονικού (Ν/Α) με την κεντρική αψίδα του Ιερού Βήματος.

Το πάχος των τοίχων του ναού κυμαίνεται από 55 έως 60 εκ. Είναι κατασκευασμένοι από αργολιθοδομή, στο μεγαλύτερο μέρος τους, ενώ στα θυρώματα, τους πεσσούς και την εξωτερική ανατολική όψη του Ιερού Βήματος η δόμηση έγινε με ορθογώνιους λίθους, ίδιας προέλευσης με τους αργούς, όπως επισημαίνει ο Μιχ. Τρουλλινός. Σε κάποια σημεία δε του κτίσματος (θόλοι, εσωτερικοί πεσσοί) έχουν χρησιμοποιηθεί οπτόπλινθοι. Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την πρώτη οικοδομή ήταν γωνιόλιθοι, λευκοί αργοί λίθοι, ορθογώνιοι κόκκινοι οπτόπλινθοι, ασβεστοκονιάμα, ποταμίσια άμμος, αργιλόχωμα, ασβέστης κ.ά. Το πέτρωμα είναι ασβεστόλιθος, πέτρωμα που συναντάται ευρέως στη γύρω περιοχή. Αργότερα το τσιμέντο που χρησιμοποιήθηκε (Portland) επέτεινε τη φθορά και εμπλούτισε την τοιχοποιία και τις τοιχογραφίες με άλατα και θειικό νάτριο.Παρά το γεγονός ότι ο ναός είναι ερειπωμένος, το κτίριο διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση, υπάρχουν όμως αρκετές φθορές στην επιφάνεια των λίθων, εξαιτίας της έκθεσης του μνημείου στο περιβάλλον, τα περιττώματα απ’  τα πουλιά στους θόλους, το νερό της βροχής και τη συγκέντρωση υδρατμών.

Ζωγραφικά

Τοιχογραφίες υπάρχουν σε εκτεταμένες, διάσπαρτες επιφάνειες του εσωτερικού, αλλά διασώζονται αποσπασματικά. Τα όρια των σπαραγμάτων είναι αδιευκρίνιστα, εξαιτίας των στρώσεων ασβέστη και αλάτων, οι οποίες εναλλάσσονται με διαδοχικές στρώσεις αιθάλης και σκόνης, σ’ όλους τους τοίχους του ναού, όπως αναφέρει ο καθηγητής Ε. Μπορμπουδάκης. Το 1995 έγιναν στερεωτικές εργασίες απ’ την τότε 13η Ε.Β.Α. στις τοιχογραφίες των θόλων ανατολικά, δίπλα στην κεντρική αψίδα του Ιερού Βήματος (οπλισμοί με γάζες). Εκεί οι τοιχογραφίες που σώζονται είναι:

  1. Στο θόλο της Αγίας Προθέσεως (B/A) – «Η Πεντηκοστή και η ετοιμασία του Θρόνου» με την απεικόνιση ενός λευκού περιστεριού και τους δώδεκα Αποστόλους περιμετρικά στην κατώτερη ζώνη,
  2. Στο κοίλωμα του νότιου θόλου – Διακονικού(Ν/Α) του– Η Θεοτόκος, απεικονίζεται στον αγιογραφικό τύπο της Πλατυτέρας με γονυπετείς σεβίζοντες αγγέλους, περιμετρικά στην κατώτερη ζώνη.Οι δύο άγγελοι είναι επηρεασμένοι απ’ την Παλαιολόγια σχολή(1300 μ.Χ.).Προφανώς, ζωγραφίστηκαν, σύμφωνα με τον καθ. Ιω. Σπαθαράκη, από κάποιον αγιογράφο της Κωνσταντινούπολης, μετά την υπογραφή της συνθήκης του Αλέξιου Καλλέργη με τους Βενετούς το 1299 μ.Χ., με την οποία δίδονταν η άδεια, καλλιτέχνες απ’ την Πόλη να μπορούν να ταξιδεύσουν και να εργαστούν στην Κρήτη.

Το υπόστρωμα της ζωγραφικής διατηρείται ελάχιστα, όπου υπάρχουν τοιχογραφίες που αυτό υποβαστάζει. Υπάρχουν αποκολλήσεις του στρώματος, λακκούβες και φαινόμενα κονιορτοποίησης, λόγω της υγρασίας, της ανάπτυξης της βλάστησης και της εγκατάλειψης στις καιρικές συνθήκες του μνημείου. Ο ναός χρειάζεται επεμβάσεις για τη συντήρησή του απ’ την Αρχαιολογική Υπηρεσία Ρεθύμνης.

Οι ερευνητές χρονολογούν τις τοιχογραφίες αυτές στη β΄ δεκαετία του14ου αι. και επισημαίνουν τη σχέση τους με τις τοιχογραφίες της Μονής Παναγίας Οδηγήτριας Βροντοχίου στο Μυστρά (1312-1313) ή «Αφεντικού». Μάλιστα ο καθηγητής Μπορμπουδάκης θεωρεί πως οι τοιχογραφίες αυτές του επισκοπικού ναού του Αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού στην Επισκοπή, σηματοδότησαν τη διάδοση της παλαιολόγιας τέχνης στην Κρήτη.

H ενετική παρακμή

H εμμονή των Κρητικών στις παραδόσεις ανάγκασε τους Bενετούς να αμβλύνουν τη σκληρή θρησκευτική πολιτική τους. Έτσι επιβίωσαν πολλά μοναστήρια και ιδρύθηκαν νέα, ιδιαίτερα τα τελευταία 150 έτη της βενετικής κυριαρχίας. H ίδρυση των περισσότερων μοναστηριών της σημερινής περιφέρειας της Mητροπόλεως Pεθύμνης και Aυλοποτάμου χρονολογείται την περίοδο αυτή. Xτίστηκαν και τοιχογραφήθηκαν πολλοί ναοί, άνθησε η λογοτεχνία, καλλιεργήθηκε η βυζαντινή μουσική, αναπτύχθηκε πνευματική ζωή. Aπ’ τα μέσα του 15ου αι. ως το τέλος της Ενετοκρατίας κυριάρχησε η Kρητική Σχολή, που επιβίωσε κάτω από σκληρές συνθήκες λόγωτης τουρκικής κατάκτησης. Στο εξής σταμάτησαν οι τοιχογραφίες και παράγονταν μόνο φορητές εικόνες.

Απ’ το 1593 τα προβλήματα, σύμφωνα με την έκθεση του JacomoSurettoήταν πολυποίκιλα καιοξύνθηκαν τον 17ο αι. Το 1627 ο λατίνος αρχιεπίσκοπος LucaStellaχαρακτηρίζει φτωχό τον επισκοπικό ναό του Μυλοποτάμου και επισημαίνει πως ο ιερός εξοπλισμός ήταν σε κακή κατάσταση. Δεν υπήρχε βαπτιστήριο και δεν τελούνταν η Θ.Ευχαριστία, γεγονός που χαρακτηρίζει «μεγάλη ντροπή» για το λατινικό δόγμα. Οι λειτουργίες δεν ψάλλονταν συστηματικά, ενώ μόνο 3 φορές το μήνα έρχονταν ένας καπελλάνος, που δεν διέμενε στην έδρα της επισκοπής, και λειτουργούσε. Γι’ αυτό τελούσε λειτουργία ένας εφημέριος απ’ το Ρέθυμνο. Σύμφωνα με την έκθεση του αρχιεπισκόπου σημαντικό ρόλο στην παρακμή της Επισκοπής διαδραμάτισε η μακροχρόνια απουσία των επισκόπων απ’ την έδρα τους. Η επισκοπή έμεινε χωρίς ιεράρχη 15 συνεχόμενα έτη. Ο Ιω. Γρυντάκης αναφέρει πως τα τελευταία έτη της ενετοκρατίας ο λατίνος επίσκοπος και το ιερατείο αποτελούσαν διακοσμητικό στοιχείο. Το 1640 επίσκοπος τοποθετήθηκε ο Ζερπίν Λούγκο, που παραχώρησε με συμβόλαιο στο Χανιώτη στρατιωτικό Ζαχαρία Νταμολίν, την εκμετάλλευση της επισκοπικής περιουσίας για τρία έτη. Καθώς οι χωρικοί ήταν φτωχοί και πολλές φορές δεν απέδιδαν το ανάλογο μίσθιο ο Λούγκο αναγκάστηκε να προσλάβει και πολιτοφύλακα, τον Αυρήλιο Ρόκα,με καθήκον να εισπράττει τα μίσθια και ν’ αποδίδει στη Ρώμη, τα δέοντα.

Όλα αυτά συνηγόρησαν στην απόφαση της Αποστολικής Έδρας, το 1641, λίγο πριν την λήξη της ενετικής κυριαρχίας, το 1646, να καταργήσει την Επισκοπή και να τησυγχωνεύσει με κείνη του Ρεθύμνου, όπως είχε συμβεί έναν αιώνα πριν, με την εκκλησιαστική περιφέρεια Αρίου.

Ακολούθησε ηΤουρκοκρατία. Oι Tούρκοι αποβιβάστηκαν στην Kρήτη και κατέλαβαν τα Xανιά, τοPέθυμνο και τον Xάνδακα. Όταν ακόμη δεν είχαν καταλάβει ολόκληρο το νησί, αποφάσισαν ν’ ανασυστήσουν την Oρθόδοξη Mητρόπολη και τις 12 Επισκοπές της,αποκαθιστώντας την ιεραρχία στην EκκλησίαKρήτης,τοποθετώντας πρώτο ορθόδοξο Μητροπολίτη (Αρχιεπίσκοπο δηλ.) τον ΑθανάσιοΠατελάρο και ορίζοντας την επισκοπή Αυλοποτάμου τέταρτη στην τάξη της πρωτοκαθεδρίας, με πρώτο Επίσκοπο τον Πάμφιλο Περακάκη (1669-1700), που δολοφονήθηκε σχεδόν αμέσως. Ακολούθησαν ο Γεδεών εκ Χίου, ο Νεόφυτος και ο ΠαρθένιοςΛαζαρόπουλος.Συνέχιζεπάντοτε, έδρα της επισκοπής να είναι ο Άγιος Ιωάννης στον οικισμό της Επισκοπής. Εντούτοις, οι επίσκοποι διέμεναν σε μοναστήρια, ιδιαιτέρως σε περιόδους επαναστάσεων. Σύμφωνα με τον Θεοχ. Δετοράκη κατά την τελευταία περίοδο ζωής της επισκοπήςΑυλοποτάμου, η έδρα μεταφέρθηκε στο χωριό Μελιδόνι. Τελευταίος επίσκοπος της αυτόνομης Επισκοπής Αυλοποτάμου χειροτονήθηκε ο Καλλίνικος Νικολετάκης, ως το 1838 που η θέση κενώθηκε. Ο Καλλίνικοςεκλέχθηκε και πρώτος επίσκοπος της διευρυμένης επισκοπής, όταν με απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι όμορες επισκοπές Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου ενώθηκαν σε μια, με τίτλο «Επισκοπή Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου», τάξη που διατηρείται ως σήμερα.

 

Μάνος Χ. Γοργοράπτης

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ