Ο Εμμανουήλ Παχλάς γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Περιβόλια. Ποτέ του δεν υπήρξε στρατιώτης, με την έννοια του σημερινού όρου, αλλά και ουδέποτε ένιωσε σαν απλός λαϊκός.
Όλη τη ζωή του την είχε διαθέσει στην υπηρεσία της πατρίδας και όλοι του οι αγώνες αποσκοπούσαν στη λευτεριά της Κρήτης και αργότερα στην Ένωση της με την Ελλάδα. Το στρατηγείο του ήταν το σπίτι του, ένα σπίτι διώροφο και εκεί εδέχετο τους φίλους αγωνιστές, όταν σχεδίαζαν να χτυπήσουν φανερά ή κρυφά το βάρβαρο κατακτητή. Εκεί φύλαγε τη σημαία του, το μπαϊράκι, που το ύψωναν όταν έβγαινε στη μάχη ακολουθούμενος από το πρωτοπαλίκαρο και αδελφό του Χαράλαμπο, καθώς και από τους άλλους Περβολιανούς συναγωνιστές του.
Ο Εμμ. Παχλάς όπως αναφέρει στο βιβλίο του το Αρκάδι ο Τιμόθεος Βενέρης ήταν στο σώμα “μάλλον υψηλός, γεροδεμένος, με μυώνες που καταμαρτυρούσαν το ανδροπρεπές του παράστημα, που ήταν και εν μέρει αποτέλεσμα του βιοτικού επαγγέλματος που εξασκούσε, μια και ήταν χτίστης”.
Το μυαλό και η καρδιά του ήταν ποτισμένο με ιδέες του άλλου μεγάλου ήρωα της Ρωμιοσύνης το Θεό Κολοκοτρώνη. Δε μπορεί ο τόπος μας έλεγε ή θα έλεγε, να μείνει για πολύ ακόμα κάτω από την κυριαρχία του Σουλτάνου. Η ώρα της λευτεριάς πλησιάζει. Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του και σα Θεός ακριβής και δίκαιος δεν μπορεί να την πάρει πίσω.
“Στις αργίες και τις γιορτές συνεχίζει ο Τιμ. Βενέρης φορούσε την επίσημη κρητική φορεσιά του με το πλουμιστό μειντανογίλεκο, τη βράκα, το τσακιστό φέσι, τη βυσσινή μεταξωτή του ζώνη και τις απαραίτητες κρητικές μπότες του.”.
“Τις ελεύθερες ώρες του, ο ήρωας τις περνούσε στο σπίτι του, όπου κουρνιασμένος όπως το γεράκι στη φωλιά του, περίμενε με ανοιχτά τα μάτια και τα αφτιά, τις νύχτες της αγωνίας, κάποια πρόκληση για να επιπέσει και κατασπαράξει τους υβριστές της πίστεως και της πατρίδας”.
Επιστήθειος φίλος του ήταν ο Κωστής Γιαμπουδάκης, ο άλλος ήρωας και πυρπολητής τ΄ Αρκαδίου από το Άδελε.
Στις τακτικές συγκεντρώσεις που έκαναν στο σπίτι του Παχλά, έπαιρναν μέρος εκτός από τον αδελφό του το Χαράλαμπο και άλλοι φίλοι συναγωνιστές από τα Περιβόλια, όπως ήταν ο Στυλιανός Φουρναράκης ή Αναγνώστης, ο Κώστας Λαγουδάκης, ο Νίκος Κολομπάκης, ο Κώστας και Βασίλης Αθανασάκης που ήταν και γείτονες του, ο Μανούσος Τζουστάκης, ο Θεόδωρος Αλυσανδράκης και πολλοί άλλοι.
Όλοι οι παραπάνω αργότερα, ακολούθησαν τον Μαχλά στο Αρκάδι και βρήκαν μαζί του τον μαρτυρικό αλλά και ένδοξο θάνατο.
Ευτυχώς η Ιστορία κατέγραψε τα ονόματα τους για να μείνουν για πάντα στη μνήμη μας και στην καρδιά μας και να γίνουν τα πρότυπα στους μετ’ έπειτα αγώνες, για θυσία και λευτεριά. Το σπίτι του Παχλά ήταν εκεί που σήμερα είναι στημένη η αναμνηστική μαρμάρινη στήλη, που μαρτυρεί το γεγονός. Το σπίτι αυτό κατεδαφίστηκε στα 1966 ή 68 αφού έζησε εκατό ολόκληρα χρόνια μετά το θάνατο του ήρωα οικοδεσπότη του. Σε όλα αυτά τα χρόνια, το έρημο σπίτι φώναζε σε όσους μπορούσαν ν΄ακούσουν τα μυστικά που ήξερε, βγαλμένα από το στόμα του ίδιου του Μαχλά και των συναγωνιστών του, όταν σχεδίαζαν τους αγώνες τους και μιλούσαν για θυσίες και για λευτεριά.
Εύχομαι και πιστεύω ότι αργά ή γρήγορα την υπάρχουσα αναμνηστική πλάκα θα την αντικαταστήσει ο αδριάντας του ήρωα ή τουλάχιστον κάποια προτομή του.
Στο σπίτι αυτό ο Παχλάς έζησε και παντρεύτηκε. Πήρε για σύζυγό του τη Χρυσή Καλαϊτζάκη, κόρη του παλαίμαχου των Κρητικών επαναστάσεων Εμμ. Καλαϊτζάκη που είχε την καταγωγή από τον Καστέλο Ρεθύμνου. Μαζί της ο Παχλάς απόχτησε δύο κόρες τη Στυλιανή και την Αικατερίνη. Η Στυλιανή στα 1866 που έγινε το μεγάλο μακελειό ήταν μόλις δυο χρονών κι ας ήταν η μεγαλύτερη κόρη του.
Ο ηρωικός θάνατος του Μαχλά και των παλικαριών του.
Βρισκόμαστε στη δεύτερη μέρα της πολιορκίας τ’ Αρκαδίου. Οι Τούρκοι έχουν μεταφέρει από το Ρέθυμνο το μεγάλο κανόνι, την Μπουμπάρδα. Οι σταύλοι έχουν καταστραφεί και η δυτική πύλη της Μονής έχει γίνει ένας σωρός συντρίμμια από τις βολές του μεγάλου κανονιού.
Οι Τούρκοι εισορμούν στην αυλή της Μονής από τα χαλάσματα της μισογκρεμισμένης πόρτας. Τα όπλα των Ελλήνων αγωνιστών θερίζουν με τα πυρά τους, τους άπιστους που εισορμούν κατά μπουλούκια. Τώρα όλοι συμπλέκονται και με μανία και λύσσα αγωνίζονται.
Κλαυθμοί και ολολυγμοί σκεπάζουν τον ήχο των γιαταγανιών. Τα πυροβόλα όπλα έχουν σιγήσει μπροστά στην αδυναμία να χρησιμοποιηθούν. Σκηνές αλλοφροσύνης από τη φονική αυτή σύρραξη εκτυλίσσονται σε κάθε γωνιά της αυλής του Μοναστηριού. Οι στεναγμοί πόνου και τα ωχ των πληρωμένων, επισκιάζουν κάθε άλλο θόρυβο. Επικές είναι οι στιγμές για τους ήρωες της Μονής.
Μέσα σ΄αυτόν το σκληρό και αδυσώπητο αγώνα και ο Εμμ. Παχλάς. Μαζί με τα δικά του παλικάρια, μας λέει Τιμόθεος Βενέρης “εξόρμησαν από τη μικρή πύλη (πορτάκια Β.Δ. της αυλής) και επέπεσαν ακάθεκτοι κατά των εισορμούντων πολέμιων. Πάντες ούτοι κατεκόπησαν, Άι δε κεφάλαιο αυτών ευρέθησαν την επομένην υπό των Χριστιανών, αποκεχωρισμέναι των σωμάτων”. Ιδιαίτερα το κεφάλι του Μαχλά, λέγεται ότι ευρέθη “φέρουν 8-9 σπαθισμούς” και αφού το παρέλαβε ο Γεώργιος Βασιλακάκης ή Κουρτάλιος από έναν καλόγηρο της Μονής το έδωσε εις τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Σπύρο Λάμπρου ως “κειμήλιο ανεκτίμητον”.
Στο σημείο αυτό θέλω να σχολιάσω αυτό το σπάνιο ιστορικό γεγονός που αναφέρει ο Τιμόθεος Βενέρης, ότι δηλ. Το κεφάλι του Παχλά ευρέθη αποκομμένο και έφερε 8 ή 9 σπαθισμούς. Πιστεύω απόλυτα πως αυτό καθ΄αυτό το γεγονός μαρτυρεί την ανδρεία του ήρωας και την φθορά την οποία προξένησε, αυτός και οι σύντροφοι του κατά την ώρα της μάχης. Αλλιώς δεν εξηγείται τόση θηριωδία εναντίον του ήρωας - νεκρού.
Μαρτυρεί ακόμη το μίσος των Τουρκοκρητικών και αλλόθρησκων Μωαμεθανών, οι οποίοι, πιθανόν, εγνώριζαν προσωπικά τον ήρωα και πάμπολλες φορές είχαν δεχτεί τους εξευτελισμούς του λόγω της τόλμης και της ανδρείας του κατά την εν ζωή δράση του στην ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου.
Με το μαρτυρικό θάνατο του Μαχλά κλείνει ο κύκλος της επίγειας ζωής του. Όμως για άλλη μια φορά, αποδεικνύεται ιστορικά, πως η θυσία πολλές φορές έχει μεγαλύτερες προεκτάσεις από τη Νίκη.
Και σε άλλες κρίσιμες ιστορικές στιγμές του έθνους μας και της φυλής μας ήρωες που θυσιάστηκαν (αν και τελικά δεν επέζησαν των μαχών) όμως ο φωτοστέφανο της Δόξας της τιμής και της ανδρείας καταυγάζει μέχρι και σήμερα και τα ονόματα τους παρέμειναν στην ιστορία και στη μνήμη όλων των ελεύθερων ανθρώπων ως φωτεινά δείγματα θυσίας και αυτοθυσίας για την ιδέα της λευτεριάς.

