ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η πρωτοκόρη του Γρηγόρη Μπιθικώτση θυμάται και περιγράφει…

0

ΑΠΟ ΤΟ ΝΥΧΤΟΚΑΜΑΤΟ ΤΩΝ 30 ΔΡΧ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΔΟΞΑ

Η Άννα Μπιθικώτση γεννήθηκε στο Περιστέρι Αττικής, σε ένα «μικρό κι ανήλιαγο στενό», όπως περιγράφει η ίδια. Πατέρας της ο μεγάλος ερμηνευτής και μουσικοσυνθέτης Γρηγόρης Μπιθικώτσης και μητέρα της, η πρώτη του γυναίκα, η Θεόκλεια. Η Άννα και η αδελφή της Αναστασία είχαν την ξεχωριστή τύχη, αντί για παραμύθια να μεγαλώσουν με στίχους και ποιήματα μεγάλων Ελλήνων ποιητών, που άκουγαν από τη φωνή του πατέρα τους.

 

Όνειρα κι ευχές…

Η Άννα Μπιθικώτση θυμάται και περιγράφει: «Η Αννούλα ήταν ένα μικρό κοριτσάκι με κοτσιδάκια, με την μαμά την μοδιστρούλα και τον μπαμπά που πάσχιζε για το μεροκάματο πηγαίνοντας από το Περιστέρι των Δυτικών Προαστίων, τη φτωχογειτονιά μας, στο Αιγάλεω για 30 δραχμές νυχτοκάματο.

Η μάνα ασβέστωνε το χώμα για να έχουμε πάτωμα κι όταν έβρεχε, βάζαμε τσίγκινα κουβαδάκια «για να κοινωνήσουμε» όπως λέγαμε, «το δάκρυ του Θεού» που έσταζε μέσα στο σπίτι μας.

Έχω τις ωραιότερες αναμνήσεις μου από κείνη την εποχή, γιατί ο πατέρας μου με έπαιρνε από το χέρι, καθόμασταν στην αυλή με τη μουριά και το πηγάδι κι έκανε όνειρα, ότι κάποια μέρα θα τον ξέρει όλη η Ελλάδα

Με έπαιρνε αγκαλιά, θυμάμαι, έπαιρνε πετρούλες και μου έλεγε ότι κάθε μια από αυτές, θα είναι μια ευχή. «Θα τη ρίχνεις στο πηγάδι και κάποια στιγμή που θα γίνω μεγάλος τραγουδιστής, θα έρθουμε εδώ, θα γυρίσουμε το μαγκάλι και θα πιάσουμε τις πετρούλες και θα θυμηθείς ότι τα όνειρά σου έγιναν πραγματικότητα».

Έριξα κι εγώ την πετρούλα μου κι έκανα την πρώτη μου ευχή: «Να φάω μια ολόκληρη μπανάνα...!

Ο πατέρας ερχόταν με τα πόδια από το Αιγάλεω στο Περιστέρι κι έφερνε κρυφά, λογά της φτώχειας μας, μαζί του μια μπανάνα. Μας ξύπναγε εμένα και την αδερφή μου την Τασία, την έκοβε στα δυο και την τρώγαμε, γι αυτό και η πρώτη μου ευχή για μία ολόκληρη...

Η μάνα μου, ήταν η αφανής ηρωίδα πίσω από τα φώτα. Τον πατέρα μου, τον γνώρισε στο Λαύριο όταν είχε βγει με άδεια, καθώς ήταν κρατούμενος στην Μακρόνησο. Μετά από αυτή τη συνάντηση έμελε να ζήσουν 30 ολόκληρα χρόνια μαζί, από τα δύσκολα έως την καταξίωσή του. Μετά επειδή την ζωή δεν την διαλέγουμε αλλά μας διαλέγει έκανε έναν δεύτερο γάμο κι απέκτησε άλλο ένα παιδί. Κι έτσι έχω μια αδερφή από τον πρώτο του γάμο με την μητέρα μου και έναν αδερφό από τον δεύτερο γάμο του».

«Έβλεπα τον πατέρα μου, όπως κάθε παιδί…»

«Είχαμε την τύχη στο ξεκίνημά του να έρθουν στο κατώφλι μας όλες αυτές οι μεγάλες μορφές της νεότερης μουσικής πολιτιστικής μας κληρονομιάς, Θεοδωράκης, Ριτσος, Ελύτης, Βαμβακάρης, Μοσχολιού, Καζαντζίδης, Τσιτσάνης, Ζαμπέτας, ποιόν να πρωτοθυμηθώ, «οι πάντες» με μία λέξη. Και αντί για παραμύθια μεγαλώναμε εγώ και η αδελφή μου με αυτά τα τραγούδια.

Εκείνα τα χρόνια, σχεδόν μέχρι τα 10 μου, δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω ότι έχω πατέρα έναν Γρηγόρη Μπιθικώτση. Έβλεπα τον πατέρα μου, όπως κάθε παιδί  βλέπει πατέρα του.

Το συνειδητοποιούσα όταν πήγαινα στα κέντρα όπου τραγούδαγε ή έβλεπα την αποθέωση στις μεγάλες συναυλίες με τον Μίκη Θεοδωράκη, αλλά και όταν με παρακαλούσαν καθηγητές, ή γονείς των συμμαθητών μου για ένα εισιτήριο. Γρήγορα κατάφερα να βρω και μια ισορροπία μέσα μου, να ξεχωρίσω τον πάτερα Γρηγόρη, από τον Μπιθικώτση. Οπότε και στο φευγιό του, για την γειτονιά των αγγέλλων, μπορεί να έφυγε ο πατέρας, αλλά έμεινε ο Μπιθικώτσης. Άρα, έχω το ένα κομμάτι του εδώ, ζωντανό και σας ευχαριστώ όλους, γιατί χάρη στη δική σας αγάπη, την άδολη, την αγνή, την αληθινή, κρατήθηκε αθάνατος».

 

Περιστατικά που θυμήθηκε…

Ο ΠΑΣΧΑΛΗΣ…

«Θα πω κάποια περιστατικά που μου έχουν μείνει από τον πατέρα μου Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη εποχή εκείνη. Ο ανάλογος σημερινός Ρουβάς ήταν ο Πασχάλης. Κάποια μέρα περπάταγα με τον Μπιθικώτση στην Πανεπιστημίου και βλέπω από τον απέναντι δρόμο να περπατάει ο Πασχάλης. Πιάνω τον μπαμπά μου από το μπράτσο και του λέω «Μπαμπά κράτα με, θα λιποθυμήσω». «Τι έπαθες παιδί μου, δεν νιώθεις καλά;» «Μπαμπά, κοίτα ποιος έρχεται απέναντί μας», «Ποιος παιδί μου;» μου λέει, «Μπαμπά ο Πασχάλης!» του λέω, «Πάψε παιδί μου» μου λέει, «Εδώ έχεις δίπλα σου τον Ιησού Χριστό κι εσύ μου δείχνεις τον Άγιο Φανούριο;»

 

ΤΑΞΙ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Ήμασταν στην Πατησίων, περιμέναμε το φανάρι για να περάσουμε τον δρόμο απέναντι να φάμε στο γωνιακό εστιατόριο. Για μισή ώρα σταμάταγε ο κόσμος τον χαιρετούσε και του ζητούσε αυτόγραφο. Κάποια στιγμή, αναγκάστηκε να σταματήσει ένα ταξί και λέει στον ταξιτζή «κάνε τον κύκλο να μας πας απέναντι να φάμε». Δεν  μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε, από την αγάπη που μας έδειχνε ο κόσμος.

ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΗ

Ήταν Καθαρά Δευτέρα και είμαστε στο εξοχικό μας και του λέμε: «Μπαμπά όλο μέσα είμαστε, δεν πάμε στην Ερέτρια να πάρουμε το καραβάκι να πάμε απέναντι;» «Μα, δεν θα μας αφήσουν να φάμε ήσυχοι» μας λέει. Κάποια στιγμή τον πείσαμε αλλά μας είπε να περιμένουμε για να κάνει κάτι. Σε λίγο μπήκε στο σπίτι ένας εργάτης με ρούχα γεμάτα ασβέστη, με κάτι παλιοπάπουτσα, καπέλο και γυαλιά ηλίου, και μας λέει «Πάμε έτσι δεν θα με γνωρίσει κανένας». Με το που μπαίνουμε στο φέριμποτ, άρχισαν οι φωνές «Ο Μπιθικώτσης! Ο Μπιθικώτσης!». Όταν κατάλαβε ότι τον αναγνώρισαν σοκαρίστηκε αλλά δεν έχασε την ψυχραιμία του και τους είπε «Μια ταινία πάω να γυρίσω κι έπρεπε να ντυθώ έτσι»...

Ήταν συνειδητοποιημένος αλλά και απλός, δεν άφησε ποτέ να τον αλλοιώσει η δόξα και το  χρήμα. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Ήταν πάντα ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ο άνθρωπος που αφουγκραζόταν τα βάσανα του κόσμου και τα τραγούδαγε. Γι’ αυτό και αγαπήθηκε τόσο πολύ».

 

Ποιήτρια - Στιχουργός

Η Άννα Μπιθικώτση μεγάλωσε και άρχισε να ασχολείται με την τέχνη. Ξεκίνησε να γράφει για να μπορεί να επικοινωνεί με τον πατέρα της. «Της απουσίας του το κενό με έσπρωξε από νωρίς στης ψυχής μου τα θρανία. Ξεκίνησα να γράφω για να μπορώ να επικοινωνώ. Θυμάμαι στη γιορτή του, του έγραψα το πρώτο μου ποίημα στα 12 μου χρόνια: «Στην Μυκηνών 5, στο Περιστέρι, εκεί γεννήθηκε κι εκεί μεγάλωσε το πιο λαμπρό αστέρι…»

Στα 14 μου χρόνια με πήγε στο σπίτι του Βαμβακάρη, που ήταν στα τελευταία του, και μου λέει: «Πρέπει να πάμε να τον στηρίξουμε, να τον βοηθήσουμε, γιατί δεν έχει βάλει οικονομίες στην άκρη» και πρόσθεσε: «Είδες, ξεχασμένοι καλλιτέχνες…» και τότε έγραψα: «Θα φτιάξω ένα μαγαζί για ξεχασμένους καλλιτέχνες, η φωτεινή επιγραφή θα γράφει προδομένες τέχνες. Το μαγαζί αυτό της νύκτας είσοδο θα έχει ελευθέρας, για αυτούς που ζήσαν μες τα φώτα και φύγαν από λάθος πόρτα».

 

Η Άννα συγγραφέας

Ο πατέρας μου μας μεγάλωνε σαν πριγκιποπούλες και είχε την επιθυμία, να μην δουλέψουμε ποτέ, να μην κάνουμε κανένα επάγγελμα, για να μην πει ο κόσμος ότι τα παιδιά του δεν έχουν να φάνε. Δεν ήθελε με τίποτα να δουλέψουμε. Δούλευα και δεν έβαζα το όνομά  μου. Καθώς μεγάλωσα κι είχα τα παιδιά μου, ήθελα να αφοσιωθώ επιτελούς στην Άννα και έγραψα το πρώτο μου βιβλίο, το όποιο παρουσίασα σε μορφή μουσικής παράστασης. Μου ζήτησαν να πάει σε ολόκληρη τη Ελλάδα, και ήδη έχω συμπληρώσει πάνω από 500 παραστάσεις.

Λίγες μέρες πριν, βρεθήκαμε εδώ στο Ρέθυμνο στον όμορφο χώρο της αίθουσας των 4 μαρτύρων και με την στήριξη της ιεράς Μητροπόλεως Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, δόθηκε η παράσταση με εικόνα, λόγο και τραγούδια των μεγάλων συνθετών μας που ερμήνευε ο Μπιθικώτσης, με τον Ρεθεμνιώτη ερμηνευτή μας Σωτήρη Δογάνη και την σοπράνο Κατερίνα Μεγάλου.

Ευχαριστώ θερμά τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και τον πατέρα Νικόλαο Νικηφόρο.

Αξίζει τέλος ν’ αναφερθεί ότι την κ. Άννα Μπιθικώτση, έχουν τιμήσει για την προσφορά της στα πολιτιστικά δρώμενα, Δήμοι, Χορωδίες, Λιμενικές αρχές, Ιδρύματα, ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Νέας Υόρκης «Hellas FM» και η UNESCO.

 

ΑΘΗΝΑ ΠΕΤΡΑΚΑΚΗ

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ