ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΣΥΠΑ Banner
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

85 χρόνια Συμβούλιο της Επικρατείας από τον ΣΕΑΝ Ρεθύμνου‏

0

Σε μια πολύ σημαντική εκδήλωση για το Ρέθυμνο και την Κρήτη γενικότερα ο Σύνδεσμος Εφέδρων Αξιωματικών Νομού Ρεθύμνου με θέμα "85 χρόνια Συμβούλιο της Επικρατείας μετά την ίδρυσή του από τον εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο" στο πάρκο Αυστραλών Πολεμιστών κατ' αρχήν στις 17:00 το απόγευμα του Σαββάτου, όπου βρίσκεται το ιστορικό κτήριο του ΣΕΑΝ Ρεθύμνου και ο αδριάντας του Εφέδρου Αξιωματικού, όπου και τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση για τους πεσόντες Εφέδρους Αξιωματικούς στους αγώνες του έθνους, προεξάρχοντως του Αρχιεπισκόπου Κρήτης κκ Ειρηναίου και κατάθεση στεφάνων από αρχές και φορείς, όπου και έκλεισε το πρώτο μέρος της όλης εκδήλωσης.

Στη συνέχεια στο "Σπίτι του Πολιτισμού" στις 19:00 πραγματοποιήθηκε το δεύτερο μέρος της εκδήλωσης, με χαιρετισμούς στην αρχή από την Αντιπεριφερειάρχη Ρεθύμνου κ. Μαρία Λιονή, τον Δήμαρχο Ρεθύμνου κ. Γιώργο Μαρινάκη, τον Γενικό Διευθυντή του Εθνικου Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών κ. Νίκο Παπαδάκη και τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Ρεθύμνου κ. Βαγγέλη Μουνδριανάκη, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η εκπληκτική πραγματικά ομηλία του Προέδρου του ΣτΕ κ. Σωτήρη Ρίζου με θέμα "Το Συμβούλιο της Επικρατείας ως εγγυητής της τηρήσεως του Συντάγματος".

Στην ίδια εκδήλωση εκτός του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Προέδρου του τιμήθηκαν επίσης με ειδικές διακρίσεις το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών "Ελευθέριος Βενιζέλος" και ο Γενικός Διευθυντής του, όπως επίσης συμβολικά και το Σώμα Εθελοντών Σαμαρειτών Διασωστών και Ναυγοσωστών νομού Ρεθύμνου του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, που κέρδισε και το πιο θερμό χειροκρότημα του κοινού.

Την εκδήλωση επένδυσαν μουσικά και παραδοσιακά η νεανική χορωδία "Μουσικός Καρπός", η νεοριζίτικη  και χορευτική ομάδα του Ομίλου Βρακοφόρων Κρήτης, που καταχειροκροτήθηκαν.

Στο χαιρετισμό του ο πρόεδρος του ΣΕΑΝ Ρεθύμνου κ. Στέλιος Κιαγιαδάκης εξήγησε το σκεπτικό της απόφασης του ΔΣ του ΣΕΑΝ Ρεθύμνου, για την πραγματοποίηση της μεγάλης αυτής εκδήλωσης και ευχαρίστησε τον κόσμο, αλλά και τους επισήμους.

Για την ιστορία, παρευρέθησαν ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κκ Ειρηναίος, ο Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου κκ Ευγένιος, ο Γραμματέας της Βουλής Βουλευτής Ρεθύμνου κ. Γιάννης Κεφαλογιάννης, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επκρατείας κ. Σωτήρης Ρίζος, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου κ. Νϊκος Αγγελάρας, η Αντιπεριφερειάρχης Ρεθύμνου κ. Μαίρη Λιονή, ο Αρχηγός του Πολεμικού Ναυτικού Αντιναύαρχος κ. Βαγγέλης Αποστολάκης, ο Δήμαρχος Ρεθύμνου κ. Γιώργος Μαρινάκης, ο εκπρόσωπος του Δήμου Μυλοποτάμου κ. Μιχάλης Σαρρής, ο Γενικός Αστυνομικός Διευθυντής Κρήτης Υποστράτηγος κ. Μιχάλης Καραμαλάκης, ο Διοικητής του Ναυστάθμου Κρήτης Αρχιπλοίαρχος κ. Δημοσθένης Χέλμης (ΠΝ), ο Αστυνομικός Διευθυντής Ρεθύμνου Ταξίαρχος κ. Κώστας Λαγουδάκης, ο Φρούραρχος Ρεθύμνου κ. Κίντας Ιωάννης, ο Άρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου κ. Σπύρος Λιονάκης, ο Γενικός Διευθυντής του ιδρύματος "Ελευθέριος Βενιζέλος" κ. Νίκος Παπαδάκης, δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί από όλη την Κρήτη, αντιδήμαρχοι, περιφερειακοί και δημοτικοί σύμβουλοι, απόστρατοι και έφεδροι αξιωματικοί και εκπρόσωποι των λοιπών αρχών και φορέων.

 

 

rizouΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣτΕ κ. ΣΩΤΗΡΗ ΡΙΖΟΥ ΜΕ ΘΕΜΑ:

«Το Συμβούλιο της Επικρατείας ως εγγυητής της τηρήσεως του Συντάγματος»

Κυρίες και Κύριοι,

Ο τόπος εξαίρετος και ο χρό­νος κρίσιμος. Ο τόπος εν τη εκτάσει της Μεγαλονήσου μας: ο γενέθλιος του ιδρυτού του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο χρόνος: περίοδος γενικευμένης κρίσεως, η οποία εκτείνεται και στο Κράτος Δικαίου. Το οποίο ασταθές πάντοτε, αγωνί­ζεται να επιβιώσει μέσα σε αν­θρώπινο περιβάλλον, που δεν συμπαθεί την τήρηση των κα­νόνων. Καίτοι επί πολλά ήδη έτη συμβιώνουμε, τουλάχιστον τυπικά και νομικά, με την καλύ­τερη και πιο νομιμόφρονα ενό­τητα κρατών του κόσμου, την ομάδα της Ευρώπης.

Όντως είναι ο Ελευθέριος Βενιζέλος ο πραγματικός ιδρυ­τής του Συμβουλίου της Επι- κρατείας. Δεν είναι έπαινος με­ταθανάτιος, εντασσόμενος στη συνήθη εν Ελλάδι αποθέωση ορισμένων πολιτικών ανδρών. Η σύλληψη της ιδέας τοποθετεί­ται στην αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας εν Ελλάδι, δηλαδή στο 1911 και υλοποιεί­ται απλώς το 1928-1929. Η ιδέα είναι πρωτοποριακή για την εποχή της αρχής του 20ου αι­ώνα, διότι επιδιώκει το παρά­δοξο: να ελέγξει τη Διοίκηση, από τον κατώτερο υπάλληλο μέχρι και τον Ανώτατο Άρχον­τα, βασιλέα ή πρόεδρο της Δη­μοκρατίας. Με όργανο δε εκτός της Διοικήσεως, όργανο υπερ­κείμενο, το οποίο έχει στοιχεία δικαστηρίου στην αρχή και τε­λειοποιείται σε δικαστήριο αρ­γότερα. Είναι, δε, πρωτοπορια­κή η ιδέα αυτή και από την άποψη ότι τοποθετείται και εξειδικεύεται μέσα στο Συν­ταγματικό Χάρτη, στο Σύνταγ­μα του 1911 (άρθρο 82) και κα­τόπιν στο Σύνταγμα του 1927 (άρθρο 102).

Δεν ελειτούργησε το Συμ­βούλιο της Επικρατείας από το 1911, παρά την πρόβλεψη του Συντάγματος. Μεσολάβησε η συνταρακτική για το Κράτος Δικαίου περίοδος του Α’ Παγ­κοσμίου Πολέμου και η χειρό­τερη του Εθνικού Διχασμού. Γεγονότα αμφότερα, που κατέ­στησαν δυσχερές το εγχείρημα στην πράξη, και ίσως ευτυχώς, διότι πιθανότατα ο θεσμός, λόγω των εκατέρωθεν φανατι­σμών και της εμπλοκής σε αυ­τούς όλων των κρατικών εξου­σιών, δεν θα ευδοκιμούσε εν τοις πράγμασι και ως εκ τούτου δεν περιεβάλλετο με την εκτί­μηση των πολιτών. Μετά το τυ­πικό πέρας του Διχασμού, και εν μέρει και των ενοχών, που φυ­σιολογικά θα πρέπει να διακα­τείχαν όλους τους παράγοντες της κρίσεως, η υλοποίηση, το έτος 1929, του θεσμού ενός Δι­καστηρίου, που θα ήλεγχε την Κυβέρνηση και τη Διοίκηση, εμφανίζεται λυτρωτική.

Η αποστολή του Συμβουλίου της Επικρατείας προσδιορίζετο σαφώς στη σχετική διάταξη του Συντάγματος (1911 και 1927). Ο πυρήνας αυτής είναι ο έλεγχος της νομιμότητος των διοικητι­κών πράξεων. Λέγει το Σύνταγ­μα του 1911 (καθώς και του 1927): «Εις το Συμβούλιο της Επικρατείας ανήκουσιν ιδίως: α)...β)...γ) Η κατ’ αίτησιν ακυρωσις διά παράβασιν νόμου των πράξεων των διοικητικών αρχών κατά τα ειδικώτερον εν των νόμω οριζόμενα δ)...». Ο έλεγ­χος της Διοικήσεως βασικώς, αν δηλαδή αυτή τηρεί τους νό­μους. Όχι ο έλεγχος του νομοθέτη, αν τηρεί τις διατάξεις του Συντάγματος. Η πρόθεση του Συνταγματικού Νομοθέτη προ­κύπτει σαφώς από τις συζητή­σεις στην Αναθεωρητική Βουλή του 1911 και από τη βασική τοποθέτηση εκεί του Πρωθυ­πουργού. Προκύπτει επίσης από την ομιλία του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου κατά την εναρκτήρια δημόσια συνεδρία­ση του Συμβουλίου της Επικρατείας την 17 η Μαΐου 1929. Είπε, μεταξύ των άλλων, απευ­θυνόμενος στους νέους Συμ­βούλους Επικρατείας: «...Βέ­βαια δεν σας υπόσχομαι ότι η κυβέρνησις εκ προθέσεως θα διαπράξη παρανομίαν διά να σας δώση την ευκαιρίαν ν’ ακυρώσητε την πράξιν της και την επαναφέρητε εις την τάξιν. Άλ­λωστε αν η αρχή της σοφίας εί­ναι ο φόβος του Κυρίου, η λει­τουργία του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι η αρχή ίσως περισσοτέρας προσοχής εκ μέ­ρους των κυβερνώντων όπως αποφεύγουν παρανόμους πρά­ξεις. Αλλ’ όσην προσοχήν και αν δείξωμεν είναι ανθρώπινον να υποπέσωμεν και εις παρανό­μους ενεργείας. Όταν δε έστω και άνευ προθέσεως διαπράξη η κυβέρνησις καμμίαν παρανο­μίαν και έλθη το συμβούλιον της επικρατείας να της πη ότι της ακυρώνει την πράξιν της ταύ­την, σας βεβαιώ ότι θα έλθω προσωπικώς να συγχαρώ και να σφίξω το χέρι του προέδρου και των μελών του συμβουλίου της επικρατείας, διότι υπενθύ­μισαν εις την κυβέρνησιν ότι δεν έχει το δικαίωμα να παρανομή». Εναργέστερος ήταν κατά την ομιλία του ο πρώτος Πρόεδρος του Συμβουλίου Κων. Ρακτιβάν. Είπε μεταξύ των άλλων: «Είναι επισήμως ήδη δεδηλωμένον ότι προς τον... θεσμόν του Συμ­βουλίου της Επικρατείας συν­δέεται η πλήρης εξασφάλισις της νομιμότητος εν ταις ενεργείαις της Διοικήσεως, υπό την διπλήν όψιν της προλήψεως υπερβασιών και της καταστολής ενδεχομένων τοιούτων. Ο επιδιωκόμενος ούτος σκοπός λίαν ευγλώττως και εν δυσυπερβλήτω λαγωνισμώ συνοψίζεται εις την φράσιν: «να καταστήσωμεν την ημετέραν χώραν κράτος δικαίου» η «πολιτείαν δικαίου», ειδικώς δε εις ό,τι αφορά την Διοίκησιν».

Με την έναρξη της λειτουρ­γίας του Συμβουλίου της Επικρατείας μπορεί να πει κανείς ότι ολοκληρώθηκε το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα. Το μω­σαϊκό που συνθέτει το Κράτος Δικαίου απαρτίζεται από τη διάκριση των εξουσιών, την ανε­ξαρτησία των δικαστηρίων, τον κατάλογο των ατομικών δι­καιωμάτων, όλα σε επίπεδο Συντάγματος. Προτίσθεται, επί­σης σε επίπεδο Συντάγματος, ο έλεγχος της νομιμότητος της δι­οικητικής δράσεως από όργανο ανεξάρτητο, από Ανώτατο Δι­καστήριο.

Και ερχόμαστε στο ζήτημα που θέτει ο τίτλος αυτής της ομιλίας. Διότι πράγματι πρόκειται περί ζητήματος: ποιος εγγυάται την τήρηση του Συν­τάγματος στο ελληνικό Συν­ταγματικό Κράτος;

 

Είναι γεγονός ότι κατά την αρχική ενσωμάτωση του θεσμού του Συμβουλίου Επικρατείας στο Σύνταγμα του 1911, κατά τρόπο παράδοξο για την εποχή, ο Άρειος Πάγος είχε ήδη δεχθεί ότι τα πολιτικά δικαστήρια κατά την εφαρμογή του νόμου δύνανται να εξετάζουν αν αυτός είναι σύμφωνος με το Σύνταγμα. Την ίδια παραδοχή, έστω και στο περιθώριο της κύριας αποστολής του, αναγνωρίζει και για το Σ.τ.Ε ο πρόεδρος Κων. Ρακτιβάν τερματίζοντας τον εναρκτήριο λόγο του, που ήδη μνημονεύσαμε: «Επί πάσιν εννοείται ότι δεν θα παύσωμεν έχοντες προ οφθαλμών και τας ιδιαιτέρας παρ' ημίν συνθήκας. Επί παραδείγματι το εν Γαλλία συσταζόμενον, εν τη πράξει δε αρνητικώς μέχρι τούδε λυόμενον ζήτημα, αν είναι δεκτή ακύρωσις διατάγματος η άλλης διοικητικής πράξεως ως στηριχθείσης επί νόμου αντισυνταγματικού, δέον εν Ελλάδι να τύχη αδιστάκτου καταφατικής απαντήσεως, συμφώνως προς την ανέκαθεν παρ' ημίν υπερισχύσασαν και προσφάτως δι' ερμηνευτικής δηλώσεως υπό το άρθρον 5 του Συντάγματος επιρρωσθείσαν εκδοχήν της ερεύνης της συνταγματικότητος του νόμου παρά των καλουμένων εις την εφαρμογήν αυτού υπαλλήλων, όχι μόνον των δικαστικών, αλλά και των διοικητικών και παντός πολίτου»1.

 

Κατά το χρόνο θεσπίσεως του Συντάγματος του 1927 και ενάρξεως λειτουργίας του ΣτΕ το ερώτημα ποιο από τα συνταγματικά όργανα δύναται καλύτερα να εγγυηθεί την τήρηση του Συντάγματος είχε τεθεί στην Ευρώπη με ιδιαίτερη έμφαση. Λόγω της γενικότερης κρίσεως των πολιτευμάτων στην κεντρική Ευρώπη, συνδεόμενης με την ήττα των Κεντρικών Δυνάμεων κατά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Η διάσταση απόψεων εκφράζεται με πληρότητα στη διαμάχη μεταξύ δύο κορυφαίων νομικών της εποχής. Του αυστριακού Hans Kelsen και του γερμανού Carl Schmidt. Ο πρώτος υποστήριξε ότι το κατάλληλο όργανο είναι Σώμα Δικαστικό και την άποψη αυτή υιοθέτησε το νέο αυστριακό Σύνταγμα -έργο του ίδιου- με την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου 2. Ο δεύτερος υποστήριξε ότι ο συνταγματικός έλεγχος των νόμων είναι λειτουργία πολιτική και πρέπει να ασκείται από συνταγματικό όργανο πολιτικό, το όργανο δε αυτό είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η ιδέα του Συνταγματικού Δικαστηρίου επεκράτησε τελικώς και στη Γερμανία πολύ αργότερα, δηλαδή από την ολοκλήρωση της μεταπολεμικής δυτικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, με το νέο γερμανικό Σύνταγμα (Μάιος 1949) 3.

 

Στην Ελλάδα η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν αποτέλεσε, τουλάχιστον μέχρι την αναθεώρηση του 2001, αντικείμενο σοβαρής συζητήσεως και παγιώθηκε, ως περίπου αυτονόητο, το σύστημα του ελέγχου της συνταγματικότητος των νόμων από τα δικαστήρια. Για αντικειμενικούς, εν μέρει δε και για υποκειμενικούς λόγους η αρμοδιότητα αυτή, κατά πολύ μεγαλύτερο ποσοστό, σε σχέση με τα άλλα δικαστήρια, περιήλθε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με μία εξαιρετική ένταση μετά το 1990 και μέχρι σήμερα, δηλαδή επί 25 περίπου έτη. Η ολοένα και αυξανόμενη δράση του Δικαστηρίου αυτού περίπου ως συνταγματικού δικαστηρίου οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Εν πρώτοις, διότι οι διοικητικοί νόμοι και η άσκηση της δημόσιας εξουσίας είναι οι κύριες πηγές διακινδυνεύσεως των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και κατ' ακολουθία και οι παραγωγοί διοικητικών και συνταγματικών διαφορών. Πολύ λιγότερα συνταγματικά προβλήματα γεννιούνται από νόμους που αφορούν ιδιωτικές σχέσεις και ιδιωτικές διαφορές και συνεπώς πολύ λιγότερες αφορμές έχουν τα πολιτικά δικαστήρια και ο Άρειος Πάγος να ασχοληθούν με την ερμηνεία και την εφαρμογή του Συντάγματος. Αλλά και η οργάνωση του Συμβουλίου της Επικρατείας με δικαστές, οι οποίοι σταδιοδρομούν συνεχώς, χωρίς μετακινήσεις στο δικαστήριο ευνοεί τη σώρευση εμπειρίας γύρω από τον χειρισμό των συνταγματικών διαφορών. Φαίνεται δε ότι και η ίδρυση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου με το Σύνταγμα του 1975 (αρμοδίου και αυτού εν πολλοίς για την ερμηνεία και εφαρμογή του Συντάγματος) δεν άλλαξε καθόλου τη ροπή της αυξανόμενης σημασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας στον τομέα της επιλύσεως συνταγματικών διαφορών. Άλλο ζήτημα είναι αν συμφωνεί κανείς με την τάση αυτή και επίσης άλλο ζήτημα αν συμφωνεί η διαφωνεί κανείς με ορισμένες από τις λαμβανόμενες αποφάσεις.

 

Ανεξαρτήτως τώρα του ποσοτικού κριτηρίου, και κατά περιεχόμενο οι αποφάσεις του Δικαστηρίου φαίνεται να προσλαμβάνουν αυξανόμενη σπουδαιότητα σε πολλούς τομείς της ύλης του Συντάγματος, όπως είναι το οικονομικό δίκαιο, το δίκαιο του περιβάλλοντος και οι συγκρούσεις του με την οικονομική δραστηριότητα τόσο του Κράτους όσο και των πολιτών, από δε την τυπική έναρξη της πολιτικο-οικονομικής κρίσεως το 2009, στον τομέα των κοινωνικών δικαιωμάτων και του Κοινωνικού Κράτους. Όλη η παρελθούσα πενταετία συνιστά για το Συμβούλιο της Επικρατείας μια αέναη προσπάθεια διαφυλάξεως του Συνταγματικού Κράτους, προσπάθεια η οποία διέρχεται μέσα από διλήμματα επαχθή και σταθμίσεις επώδυνες μεταξύ του συμφέροντος να μη καταρρεύσει το Κράτος και οι μηχανισμοί του και του συμφέροντος να μη θυσιασθούν δικαιολογημένα και θεμελιωμένα κοινωνικά δικαιώματα μεγάλων κοινωνικών ομάδων και κατ' ιδίαν πολιτών. Μέσα από αυτή τη διαμάχη, μέσα από μία διαρκή αμφιβολία του καθενός δικαστού για την ορθότητα του συμπεράσματος και της ψήφου του, παράγονται οι αποφάσεις, που έχουν λάβει μεγάλη δημοσιότητα και που άλλοτε συγκεντρώνουν την επιδοκιμασία και άλλοτε την αποδοκιμασία. Απαντούν, όμως, ως σύνολο στο ερώτημά μας, ποιος είναι ο βασικός εγγυητής τηρήσεως του Συντάγματος στο ελληνικό συνταγματικό κράτος του 21ου αιώνος. Η ακριβής απάντηση είναι ότι, επί του παρόντος, υπερέχουσα θέση στη λειτουργία αυτή κατέχει το Συμβούλιο της Επικρατείας. Χωρίς καθόλου να υποτιμάται ούτε ο ρόλος των άλλων δικαστηρίων είτε διοικητικών είτε πολιτικών - ποινικών, δεδομένου ότι ιδιαιτέρως τα τελευταία διαχειρίζονται το μέγα και κατά πολύ αρχαιότερο θέμα της τιμωρίας του εγκλήματος.

Απομένουν οι άλλοι δύο βασικοί συντελεστές και εγγυητές του Συνταγματικού Κράτους. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και η Βουλή. Ο Πρόεδρος μπορεί να συντελέσει στο σεβασμό της συνταγματικής τάξεως με την παρουσία του ως οργάνου που δεν μετέχει της κομματικής διαμάχης, με την προσωπικότητά του, την δυνατότητα παραινέσεως και την συνταγματική πρόβλεψη των παρεμβάσεών του σε περιπτώσεις διαταράξεως της ομαλής κοινοβουλευτικής πορείας (άρθρο 37: ανάθεση διερευνητικών εντολών για τον σχηματισμό Κυβερνήσεως, άρθρο 41 παρ.1: εξουσία διαλύσεως της Βουλής όταν έχουν παραιτηθεί η καταψηφισθεί δύο κυβερνήσεις και η σύνθεσή της δεν εξασφαλίζει κυβερνητική σταθερότητα).

Η Βουλή δύναται να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο, στη διαφύλαξη των συνταγματικών ρυθμίσεων και αρχών και στην αποτροπή καταχρήσεων της εκάστοτε πλειοψηφίας υπό δύο τουλάχιστον προϋποθέσεις: εφ’ όσον α) οι κοινοβουλευτικές ομάδες λειτουργούν με ένα βαθμό ελευθερίας έναντι του εναγκαλισμού του μητρικού κόμματος και εφ’ όσον β) τα κόμματα της αντιπολιτεύσεως εκπληρώνουν τον δημιουργικό ρόλο της υπερασπίσεως του δικαίου και δεν εκπίπτουν σε απλή άρνηση και σε κυνική διεκδίκηση της εξουσίας, χρησιμοποιώντας επίσης μέσα, που δεν συνάδουν με το Σύνταγμα. Ατυχώς η κοινοβουλευτική πράξη στη χώρα μας συνήθως δεν αποτελεί υπόδειγμα συνταγματικής διαλεκτικής και, πολύ συχνά, δεν έχει συμβάλει καθοριστικά στην τήρηση του Συντάγματος. Αντιθέτως, παρατηρούνται, τακτικά, ενσυνείδητες παραβιάσεις του Συντάγματος. Θα αναφερθώ μόνο σε ένα παράδειγμα παραβιάσεως του Συντάγματος, η οποία παρέμβαση είχε συνταγματικές συνέπειες για την ομαλή λειτουργία του Κράτους Δικαίου. Πρόκειται για τις διατάξεις του άρθρου 74 παρ. 5 του Συντάγματος, κατ’ εξακολούθηση παραβιαζόμενες και όπως φαίνεται κοινή συναινέσει. Οι διατάξεις αυτές αφορούν την ορθή νομοθέτηση σε ένα Κράτος Δικαίου και απαγορεύουν να εισαχθεί για συζήτηση στη Βουλή νομοσχέδιο που περιέχει διατάξεις άσχετες με το κύριο αντικείμενο του. Η ίδια απαγόρευση ισχύει και για τις άσχετες τροπολογίες. Όποιος έχει δει παλαιότερα και πρόσφατα νομοθετήματα, θα αντικρίσει σε κάθε νόμο μια εικόνα λαϊκής αγοράς ρυθμίσεων, τελείως ασχέτων μεταξύ τους. Ειρήσθω ότι, βάσει του ίδιου του Συντάγματος (άρθρο 74 παρ. 5 εδ. 6), η τήρηση των διατάξεων αυτών έχει ανατεθεί αποκλειστικά στη Βουλή και έχει γίνει δεκτό ότι η παραβατικότητα αυτή δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια. Είναι, δε, πρόδηλες οι καταστρεπτικές της συνέπειες: η γνώση του νόμου καθίσταται για τη Διοίκηση, κυρίως όμως για το Δικαστή ένας καθημερινός επίπονος άθλος, για τον πολίτη ένας απροσπέλαστος στόχος.

 

Προσπάθησα, Κυρίες και Κύριοι, να περιγράψω στοιχειωδώς την εξέλιξη ενός θεσμού του ελληνικού κράτους, κυρίως καθόσον αφορά την επίδρασή του στην τήρηση του Συντάγματος. Προσπάθησα επίσης να καταγράψω απλώς ρόλους και να αποφύγω εξάρσεις. Κατά την πορεία αυτή προσπάθησα επίσης, να αποφύγω ευμενείς κρίσεις για το θεσμό, ώστε να αφεθεί χώρος εκτιμήσεως στους τρίτους. Βεβαίως δεν επετεύχθη διά του Συμβουλίου της Επικρατείας ό,τι προσδοκούσε ο Μέγας Κρης, όταν οικοδομούσε το θεσμό: η δημιουργία ενός συνεπούς, χωρίς κενά και διακοπές, ολοκληρωμένου Κράτους Δικαίου. Αλλ’, όπως ο ίδιος αργότερα επεσήμανε, σε φιλική συνομιλία: «…Η Δικαιοσύνη, ευτυχώς, με την ισοβιότητα και με το Ανώτατον Δικαστικόν Συμβούλιον έχει πάρει τον δρόμον της…Αλλά η Δικαιοσύνη δεν εξαντλεί όλον τον ρόλον ενός ευνομουμένου Κράτους. Απομένει η Διοίκησις, η οποία έχει ευρύτατον στάδιον δράσεως. Δυστυχώς, η Διοίκησις χωλαίνει, διότι δεν έχει αποκτήσει την συνείδησιν του δικαίου παγίαν». 4 Η διαπίστωση περί του Μεγάλου Ασθενούς, δηλαδή της ελληνικής Διοικήσεως, παραμένει και σήμερα ακλόνητη, και εξηγεί εν πολλοίς την σημερινή διαρκή και εξελισσόμενη κατάρρευση.

Κυρίες και Κύριοι, δεν είμαι ο αρμόδιος ιστορικός της συνταγματικής εξελίξεως του ελληνικού κράτους και πιστεύω ότι η πλήρης παθών νεοελληνική ιστορία δε βρήκε μιμητές του μεγάλου Θουκυδίδη, ειμή μόνο στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου. Αποπειρώμαι, όμως, παρά την έλλειψη αντικειμενικότητος εκείνου, ο οποίος σήμερα είναι ο πρώτος υπηρέτης του Συμβουλίου της Επικρατείας, να διατυπώσω την κρίση ότι το Δικαστήριο αυτό, καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του, δεν έβλαψε, αλλά ωφέλησε σ' ένα βαθμό και το Κράτος και το Πολίτευμα και τον Πολίτη.

 

1 Το άρθρο 5 του Συντάγματος 1927 όριζε: «Η δικαστική εξουσία ασκείται υπό Δικαστηρίων ανεξαρτήτων, υποκειμένων μόνον εις τους νόμους….»

Η δε ερμηνευτική δήλωση όριζε: Η αληθής έννοια της διατάξεως είναι ότι «τα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμον, ούτινος το περιεχόμενον αντίκειται προς το Σύνταγμα». Συνεπώς καθ’ ο μέρος αναφερόταν στους διοικητικούς υπαλλήλους, η αγόρευση Ρακτιβάν δεν είναι ακριβής.

2 Αυστριακό Σύνταγμα του 1920.

3 Το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο αρχίζει να λειτουργεί από τον Απρίλιο 1951.

4 Ελευθερίου Βενιζέλου, Πολιτικαί Υποθήκαι (1969) τ.Β’ σελ. 442.

 

Σωτ. Αλ. Ρίζος, 27/2/2015

 

 

 

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

KPRINT Banner
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

85 χρόνια Συμβούλιο της Επικρατείας από τον ΣΕΑΝ Ρεθύμνου‏

0
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ