ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Με μαντινάδες & όνειρα

0

 ΣΤΗΝ ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΛΑ

Κακό πράμα ήτανε ο Νικολής μια ζωή, από μικρός αρρώσταινε κάθε τόσο. Όλο κρυωμένος ακόμα και το κατακαλόκαιρο ετρέχανε οι μύξες του. Εξήντα χρονώ του 'ρθε να παντρευτεί μα και ποια να τονε πάρεις; Μεγάλο ζόρε τον είχε πιάσει και όποια εθώριε τση 'στελνε και ένα προξενητή. Εβαρεθήκανε οι αθρώποι να αναμαζώνουνε τα όχι των γονέω και να του τα πηγαίνουμε. Εγέμισε το σπίτι ντου και τον έπιασε πάλι κρούψη και αποφάσισε να ξεπορτίσει και να ψάξει μοναχός του. Καβαλίκεψε το γιοργαλίδικο και έπιασε τα γυροχώρια.

Εφόρτωνε στο γιοργαλίδικο τα όχι ντου και αυτός στη μέση εβγήκε η ψυχή του ζωντανού, μέχρι που έφταξε σε ένα χωριό ξεχασμένο και από το θεό τον ίδιο. Δυό τρία σπίτια και δεν κάτεχε ήντα να κάνει και που να πάει, καφενείο ούτε λόγος και έκανε και μια κρυγιότη που χτυπούσανε τα δόντια του. Έ, το πήρε απόφαση και χτύπησε την πρώτη πόρτα που εσυνάντησε. Με τα πολλά η πότρα άνοιξε, αφού πρώτα τονε ρωτήξανε ποιος είναι και ήντα θέλει, μπήκε μέσα ο Νικολής και ο νοικοκύρης τον υποδέχτηκε με τα βαΪων και κλάδων.

-Και ψάχνεις νύφη, κουμπάρο?

-Πολεμώ μπρε κουμπάρο, μα είναι δύσκολο. Εγώ νοικοκύρης είμαι, με τα χωραφάκια μου, με τα οζουλάκια μου, τσ' ελές μου, το κονάκι μου,

μα δε κατέω ήντα ψάχνουνε οι γυναίκες στσι μέρε μας και αναγυρίζουνε... (Καθρέφτη δεν είχε στο σπίτι ντου.)

-Μη σε γνοιάζει και κάτι μπορεί να γενεί...Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα του ο νοικοκύρης και ένα ξανθό κεφαλάκι μιας κοπελιάς,

εφάνηκε  να γέρνει από την κάσα τση μεσόπορτας και οι χοντρές κοτσίδες τση πέσανε ίσια μπρoς...

'Εμεινε αποσδολωμένος ο Νικολής κι' αυτή ετραβήχτηκε και χώστηκε πάλι. Πολύ όμορφη, ροδοκόκκινη οσά ντη βιόλα, ήτανε δεν ήτανε εισοσπέντε χρονώ.

Έπιασε την κίνηση ο σπιτονοικοκύρης και περιχαρής του λέει:

-Άρεσε σου μπρε κουμπάρο η κοπελιά? Πες μου εσύ και ξιά μου εμένα!!!

-Ανε μ' αρέσει λέει? Αρέσει μου κουμπάρο, αρέσει μου και νάχα κάμεις πράμα θε να στο χρωστώ!

-Άμα δε μπορώ του λόγου μου  ποιος μπορεί, κόρη μου είναι και θέλω και γω να τηνε αποκαταστήσω γιατί είναι καιρός τση. Ότι τση λέω κάνει και θα το πει το ναι, αλλά είναι και ντροπαλή και ανέ τσι μιλίσεις και δε σου απαντήσει μη παρεξηγήσεις από τη ντρόπια τζη θα' ναι.

Συνήλικοι πάνω κάτω γαμπρός και πεθερός ετελειώσανε το προξενιό και γίνηκε τάκα τάκα ο γάμος, φόρτωσε στο μπεγίρι τη νύφη, την Καλλιόπη, ετσά τη λέγανε και ντουγρού για το χωριό ντου. Μιλιά δεν έβγανε η νύφη, τσι μίλιε ο Νικολής μα αυτή πράμα. Πολλά ντροπαλή μωρέ μου βγήκε σκέφτηκε, μα ήτανε η χαρά ντου τόση  που βρήκε γυναίκα που το ξέχασε...

Περάσατε μερικοί μήνες, η Καλλιόπη είχε αρχίξει και έλεγε που και λέξη μα ήτανε μπίτι τσευδή και λίγο λίγο σα να έχανε και λάδια από τη μια μεριά του νου τζη. Στο ψιλό την είχανε πάρει οι χωριανοί και πρώτος πρώτος ο Λευτέρης, ο ρημαδόρος του χωριού. Οι μαντινάδες για την Καλλιόπη δίνανε και πέρνανε, τα μάθαινε ο Νικολής μα σημασία δεν έδινε, είχε αυτός μια βιόλα να αγκαλιάζει και δεν πάνε να πνιγούμε ούλοι.

Έδωσε μεγάλο ζόρε όμως τα βράδια ντου, ήτανε και μεγάλος άθρωπος και φιλάσθενος και μια στιγμή απόμεινε ο Νικολής, χασκούμενος και με ορθάνοιχτα τα μάθια...

Το απόγευμα τονε χάσανε οι χωριανοί ντου και πήγανε στο σπίτι ντου να δούνε ήντα 'γινε και δεν πήγε στα οζά ντου σήμερο.

-Τσοιμάτε το Νικογιό μου, από σες με ανοιτά τα μάσια ντου τσε δε τσυπνά με πλάμα!!!

Κρυγιός αέρας μπήκε στα σκώτια τους και μπήκανε στη κρεβατοκάμερα του Νικολή και τον ήβρανε τέζα.

Κι άρχιξε ο Λευτέρης:

 Όφου και τα απόστεξες τα μάθια Νικολάκη

 κι' εδά χηρούκλα άφησες μωρέ το Καλλιοπάκι

με το βαθύ το κούταλο κοκκάλιζες το μέλι

εξέχασες τα χρόνια σου και το 'παιζες κοπέλι,

όφου όφου και το 'παιζες κοπέλιιιιιιιι!!!

Είδανε και πάθανε να εξηγήσουνε στη Καλλιόπη πως εταξίδεψε ο άντρας τση, τση βάλανε μαύρα και ένα μαύρο μαντήλι στη κεφαλή

και τσι πανε, εκειά θα κάτσεις μέχρι αύριο και θα τονε κλαίεις. Έκατσε  η χήρα δίπλα στο Φέρετρο και άρχιξε:

Όφου τσε ζάντα έτεσες τα μάσια σου γαλίζα,

τη νώλα που σου βάτουνα εζώ τη καπανίζα...

Όι όι όι ήντα 'πασα η κακομοίλαααααα!!!

Δάγκωνε τα χείλια ντου ο κόσμος να μη γελάξει, ο Λευτέρης εμαντιναδολόγα, μέχρι που κάποια γυναίκα λέει τση χήρας πως πρέπει να κόψει τση πλεξούδες τση και να τση βάλει απάνω στο ποθαμένο γιατί έτσι πρέπει. Σηκώνεται απάνω η χήρα αρπά τη κουροψαλίδα και κόβει σύριζα τση πλεξούδες τση και πάει και τση αφήνει τη μια από τη μια μεριά και την άλλη από την άλλη στα αυτιά του άντρα τζη. Ωωωωω!!! αυτό ήτανε το αποκορύφωμα! Βαστούνε ούλοι τη κοιλιά ντονε από τα γέλια και πέρνει καιρό ο Λευτέρης:

Να κάτεχα ανέ θωρρείς την όψη τη δική σου

με τη ξανθιά τη κόμωση πάνω στη κεφαλή σου...

Παντέρμο Νικολάκη μου τα χάλια σου πολλά 'ναι

και οι σκουλήκοι θα σκεφτούν να 'ρθουνε να σε φάνε...

Πως καταντίζει ο άθρωπος ίσαμε να ποθάνει

ποτέ ντου δε ντο σκέφτεται κι' ο νους του δεν το βάνει...

Καλή σου ώρα Νικολή να' ναι καλή στραθιά σου

και τση πλεξούδες πρόσεχε που κρέμουνται στ' αυθιά σου...

Που κρέμουνται στ' αυθιά σου, που κρέμουνται στ' αυθιά σου...

 

Οι μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε με τη λέξη, Θέτω:

 

Κουτσάκη Χρυσούλα (Αντισκάρι Ηράκλειο)

Θέτω και συλογίζομαι πότε θα ξημερώσει 

να βγει ο ήλιος τσι χαράς ελπίδες να μου δώσει. 

 

Καλλιτσουνάκη Αθανασία (Ρέθυμνο)

Θέτω στη κλίνη του καημού στου πόνου το κρεβάτι

 απ' όταν εχωρίσαμε πάντα μου λείπει κάτι.

 

Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)

Θέτω κι η καλημέρα της πρωί σαν με φιλήσει

μοίαζει μ' ακτινοχαϊδεμα που ξεξυπνά τη φύση.

 

Καλλιτσουνάκη Γιάννα (Ασκύφου Σφακιά Χανιά)

Νεκρές ελπίδες κι όνειρα στσ' αγάπης μου την κλίνη

θέτω και πάλι η μοναξιά στσ' αγκάλες τσι με κλείνει.

Μονιάκης Στάθης (Ηράκλειο)

Ευτυχισμένος άνθρωπος είναι αυτός που θέτει 

και τονε βρίνει το πρωί στσ' αγάπης του το μπέτη.

 

Κουλιζάκη Ελπίδα (Φρες Αποκορώνου Χανιά)

Πάντα σαν θέσω δεν μπορεί ο ύπνος να με πάρει

γιατί μου λείπεις και σφιχτά  κρατώ το μαξιλάρι.

 

Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου Ηράκλειο)

Έθεκα να ξεκουραστώ τη νύχτα να περάσω

μα η σκέψη σου δε μ' άφηκε, το ν' ύπνο να χορτάσω.

 

Καπνιστός Γιώργος -Μαύρος (Ηράκλειο)

 Δυο μαξιλάρια καθ' αργά βάνω στη κοιμηθιά μου,

γιατί στο ένα θέτω εγώ και στ' άλλο η μοναξιά μου.

 

Δραμηλαράκης Γιάννης (Ασή Γωνιά Αποκορώνου  Χανιά)

Θέτω επάνω στο σοφά κι εκειά αναστορούμε
τσι νύχτες απού πέρασα μαζί σου συλλογούμε.

 

Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανιά)

Κρυφή δροσοσταλίδα μου νιώθω ανατριχίλα

σ ' ώρες που θέτεις και ξυπνάς στση σκέψης μου τα φύλλα.

 

Μελαμπιώτης Μιχάλης (Μελβούρνη Αυστραλία)

Έθεκα πάλι οψές αργά και ήρθες στο μυαλό μου

κι' ολονυχτίς δεν έκλεισα μάτι μελαχροινό μου.

 

Αγγέλα (Ηράκλειο)

Έθεσα με τη μοναξιά κι απόψε στο κρεβάτι

κι η θλίψη μου δε μ' άφησε πάλι να κλείσω μάτι.

 

Κουτσελάκης Αντώνης (Ιεράπετρα)

΄Αν τύχει και στα πόδια σου θέσει η χαρά και σβήσει
την ιδιά ώρα το κορμί θα νε" χει μαρτυρήσει.

 

Κιαγιάς Γιώργος (Ρέθυμνο)

Θέτω και είμαι σε χαρές μπαξέδες ανθισμένος

ξυπνώ με βρίχνει συμφορά του πόνου χαημένος.

 

Κοτσυφάκης Αρτέμης (Χανιά)

Θέτω και παίρνω  αγκαλιά πάλι το μαξιλάρι,
νομίζοντας πως είσαι εσύ ,ο ύπνος να με πάρει.

 

Κοστιφάκη Ελπίδα (Πιτσίδια Ηράκλειο)

΄Αχι και να 'ταν μπορετό να θέτω στον οντά σου

 να με ξυπνάς κάθε πρωί με το κελάηδισμά σου

 

Γύπαρη Κατερίνα (Ασή Γωνιά Αποκορώνου Χάνια)

Θέτω εγώ να κοιμηθώ μα ύπνος δεν με παίρνει

θυμούμαι του πατέρα μου  και ο καημός με δέρνει.

 

Σταυρουλάκης Γιώργος -Σταυρουλής (Χανιά)

Θέτω και δίπλα μου ποτέ δε βάνω μαξιλάρι
του πόνου να 'χει κοιμηθιά δε κάνω αυτή τη χάρη.

 

Κουκουμπεδάκη Χαριστή (Γαλιά Ηράκλειο)

Στη στρωματσάδα του καημού η μοίρα μου με θέτει
και χιλιοστραπατσέρνει με μα κάνω καερέτι.

 

Καπετανάκης Γιάννης (Θεσσαλονίκη)

Θυσία γίνομαι παντού μα θύμα δε λογάμαι
κι όντες θα θέσω καθ'  αργά ανάλαφρος  κοιμάμαι.

 

Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)

Στη κοιμηθιά τσ' αγκάλης σου να θέσω να πλαγιάσω

σα να ' μαι μωροκόπελο κανάκια να χορτάσω.

 

Γιγκλά Ειρήνη (Ρέθυμνο)

Είναι φορές που η μοναξιά βρεγμένου ρούχου μοιάζει

εργώ μ' αυτή πεισματικά θέτει και μ' αγκαλιάζει.

 

Μπάρμπας Ταξιδευτής Βαγγέλης (Αθήνα)

Ο κόσμος ομορφότερος, σήμερο φαίνεται μου

γιατί 'θεκα στσ' αγκάλες σου, οψάργας καντιφέ μου.

 

Σηφάκης Γιώργης -Σιμισακογιώργης (Ρέθυμνο)

Πως γίνεται να θέσουμε να σφιχταγκαλιαστούμε

και ίδιο όνειρο ποτέ να μην ονειρευτούμε.

 

Καζά Μαρία (Χίος)

Η μοίρα με γονάτισε κι η μοναξιά με θέτει

κι είναι η απουσία σου δυσβάσταχτο σεκλέτι.

 

Λουλουδάκης Μαρίνος (Ηράκλειο)

 Θέτω κοιμούμαι και ξυπνώ μόνο με μια ελπίδα

 να δω ανθρώπους γελαστούς μετά την καταιγίδα.

 

Αυγουστάκη Χαρά (Ρέθυμνο)

Ήθελα και να κάτεχα, πού θέτεις και κοιμάσαι

κι αν τσι χαρές που ζήσαμε, ξέχασες γη θυμάσαι.

 

Δρακάκη Ζωή (Ρέθυμνο)

Θέτω κοιμούμαι κι όνειρα που χτίζαμε στην άμμο

 πριν ξημερώσει και χαθούν μες στο μυαλό μου βάνω.

 

Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθυμνο)

Θέτω στο μαξελάρι μου μα ύπνος δε με παίρνει

γιατ' ο παντέρμος λοϊσμός στη σκέψη μου σε φέρνει.

 

Λιονής Γιάννης (Ατσιπόπουλο Ρέθυμνο)

Θέτω, ξαπλώνω τσι πληγές απού μου θέτει η μοίρα

κι ομπρός τους στένω το κορμί με συντροφιά τη λύρα.

 

Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)

Κάθε που θέτω έρχεσαι μέσα στα όνειρά μου

σα' μόνο 'κεια σμίγουμε εδά που 'σαι μακρά μου.

 

Στεφανάκης Μιχάλης (Γάλλου Ρέθυμνο)

Θέτω για ν' αποκοιμηθώ μα ύπνος δε με πιάνει

όντε θυμούμαι τα παλιά ο κόσμος δε με βάνει.

 

Σκουντριδάκης Σήφης (Κουρνάς Αποκορωνου Χανιά)

Δεν έμαθα στα πούπουλα και στα πλουμιά να θέτω

μα το ξερό μου το κορμί τσ' αχινοπόδους πέφτω.

 

Μπούτζουκα Μαρία (Σχολή Ασωμάτων Ρέθυμνο)

Θέτω κοιμούμαι και ποθώ τ' όνειρο να σε φέρει

 όμως κιανένα μέχρι δα δεν το 'χει καταφέρει.

 

Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθυμνο)

Εδά το θέτω το κορμί στη γ-κλίνη τω βασάνω

πρι σε γνωρίσω ήμουνε από καλά και πάνω.

 

Το επόμενό μας θέμα θα είναι πάλι ρίμα ..όχι όμως πάνω

 από 4 μαντινάδες με θέμα το φεγγάρι. 

Τα τηλέφωνα μου 6981572714 - 28310 53791...απογευματινές ώρες μέχρι Τετάρτη  απόγευμα.

Σας ευχαριστώ πολύ!!

 

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ