ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Με μαντινάδες & όνειρα

0
ΤΟ ΚΑΛΑΝΑΘΡΕΜΕΝΟ

Ο Μιλτιάδης, δεν περίμενε να λαλήσει ο πετεινός για να ξυπνήσει.

Έπρεπε να προλάβει την μάνα του πριν αρμέξει τις κατσίκες. Ήθελε να πιει ζεστό , ζεστό το γάλα του. Βοηθούσε κι αυτός να φτιάξουνε τα ‘’ζούμπερα’’ και μετά πηγαίνανε στο σπίτι. Μέχρι να βράσει το γάλα η μάνα, ο Μιλτιάδης ξυπνούσε τη μικρότερη αδερφή του και ντυνόταν για το σχολείο.

Η Αρετούλα ήταν έτοιμη με τη μπλε ποδίτσα της, με το άσπρο γιακαδάκι και τα ξανθά σγουρά μαλλάκια της πιασμένα με κορδελίτσα. Την καμάρωνε την αδερφή του και την έβαζε με το ζόρι να πιεί το ζεστό γάλα της, μα εκείνη στραβομουτσούνιαζε.

-Αρετούλα μου, άλλα κοπέλια, δε ν-έχουνε τούτονε το ζεστό γαλατάκι,να το πιούνε και συ κάνεις τα κακορέξια σου;

-Καλά σου λέει ο αδερφός σου Αρετή μου, άντε κοπελιά μου, να μη ν-αργήσετε για το σκολειό…Μη ξεχάσετε το κολατσιό σας, σας έχω βράσει αυγουλάκια, έχω βάλει και ψωμάκι.

-Μάνα να σου πω ένα μ-πράμα;

-Ήντα πεθυμάς κοπέλι μου, να μου πείς;

-Άμα σου περισσεύει γάλα το πρωί, να μου το βάνεις σε ΄να μπουκάλι και κιανένα παξιμαδάκι και αυγουλάκια παραπάνω, δε κατέω μάνα ήντα με πιάνει στο σκολειό και λυσσιώ τση πείνας.

-Να σου βάλω το γάλα κοπέλι μου, άμα πεινάς τόσονα πολύ. Αυγουλάκια αύριο , δε μ-προλαβαίνω εδά.

Φύγανε για το σχολειό τα πιτσιρίκια και η μάνα για τα χωράφια με τον άντρα της.

Κάθε πρωινό γινόταν το ίδιο, ο Μιλτιάδης έπαιρνε το παραπάνω κολατσιό για το σχολείο, αλλά τα μεσημέρια που γυρνούσε στο σπίτι, ήταν τόσο πεινασμένος που έτρωγε και πέτρες.

Ένα μήνα γινόταν αυτό το βιολί και η μάνα ήταν χαρούμενη που το παιδί της είχε όρεξη και έτρωγε το καταπέτασμα.

-Μόλις φύγουνε τα κοπέλια για το σκολειό, άντρα μου θα πάω στη Μαρούλα, να τση πάω λιγάκι κρέας από το χοίρο που σφάξαμε ψες, να το ψήσει τω γ-κοπελιώτζη. αύριο που ‘χουμε Αποκρές. Από τότες που πόθανε ο κακομοίρης ο άντρας τση, τση λείβουνται πολλά πράματα.

-Να πάεις γυναίκα και όντε ξεμπλέξεις, έλα να με βρείς , στο χωράφι. Βάστα τση και κιανένα όσπριο, κατέεις εσύ ήντα σου περισεύγει.

Φορτωμένη έφτασε στο σπίτι της Μαρούλας, η Χρυσή…

-Να ΄σαι καλά Χρυσή μου, κι’ ο Θεός να σας σε βλέπει κι’ εσάς και τα κοπέλια σας. Απ’ όντα έχασα το ν-άντρα μου, έχασα τη γης κάτω από τα πόδια μου, μα που θα πάει σιγά σιγά θ’ αναντρανίσω.

-Ότι χρειαστείς Μαρουλιώ μου , επαέ είμαστε, όπου μπορούμε.

-Δε γ-κάνεις και λίγα Χρυσή μου, μόνο το γάλα και το φαί που τρώνε τα κοπέλια μου στο σκολειό, φτάνει και περισεύγει.

-Μα ήντα λέεις εδά Μαρουλιω μου, δε γ-κατέω πράμα.

-Δε γ-κατέεις πράμα; Μα δε μπορεί, αφού κάθε πρωί το δίδεις στο Μιλτιάδη και στη ν-Αρετούλα σου και το ντο πιαίνουνε στο σκολειό και τρώνε τα κοπέλια μου. Είχα μια αίγα μα μου ψόφησε και το στερούνται τα κοπέλια μου το γάλα, η αλήθεια είναι.

-Εδά κατάλαβα γιάντα γυρίζουνε από το σκολειό, λυσσιασμένα τση πείνας…πίστεψε μου Μαρουλιώ μου δε ντο κάτεχα , πως τα κοπέλια μου, το κάμανε ετούτονα το πράμα. Είδες κιαμιά φορά τα μικιά πως σκέφτουνται καλλιά από τσι μεγάλους. Ανέ ντο κάτεχα Μαρουλιό μου, θε να σου το φέρνω το γάλα, στο κονάκι σου να το διαρμηστείς του λόγου σου, όπως έπρεπε, μα δε ντο σκέφτηκα και να με συμπαθάς…

Η μάνα δεν είπε τίποτα στα παιδιά της, όμως ήταν πολύ χαρούμενη για όλο αυτό που σκέφτηκαν, μόνο στον άντρα της το είπε και αποφάσισαν να κάνουν κάτι καλύτερο.

Όταν γύρισε ο Μιλτιάδης από το σχολείο, είδε τη μια κατσίκα τους δεμένη στο φράχτη του σπιτιού.

-Μάνα, γιάντα έχεις δεμένη τη ροδομάγουλη, όξω;

-Τι μέρα έχουμε σήμερο, Μιλτιάδη μου;

-Τ’ Αγι’ Αντωνιού, μάνα.

-Και ποιος γιορτάζει, γιέ μου;

-Ο Αντώνης ο φίλος μου, μάνα,τση κερα-Μαρουλιώς.

-Λέω να του κάμεις ένα δώρο, να του πάεις τη ροδομάγουλη, να τη ν-αρμέγει η Μαρούλα και να πίνει το γάλα ο Αντώνης με το Σταυράκη. ‘Ηντα λέεις και συ, αφού έχουμε και τη ν-άλλη την –ν-αίγα, του λόγου μας και θα έχουμε το γάλα μας,γιάντα να μη ν- έχουμε κι’ αυτοί το δικό ν-τονε.

Χοροπηδούσε από τη χαρά του ο Μιλτιάδης αλλά και η Αρετούλα και το απογευματάκι, πήγαν την κατσίκα στο σπίτι της Μαρούλας, την έδεσαν στη λεμονιά και μπήκαν να κάνουν τα χρόνια πολλά στο φίλο τους.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΟΤΖΑΚΗ

````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````

Οι μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε με τη λέξη ορμηνιά, ορμηνεύγω κλπ:

Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)

Ζούμε τσ' ορμήνιας το καιρό με τ' αχι νύχτα μέρα

το μπούσουλα μη χάσουμε και βρούμενε σε ξέρα.

Μιχελάκης Στέλιος (Κουρνάς Αποκορώνου Χανιά)

Σ' άγριο ν-τόπο μ' άφησες, τση μοναξάς να ζήσω

ορμήνεψε μου και το πως, θα τη χαροκοπήσω.

Γιώργος Σηφάκης -Σιμισακογιώργης (Ρέθυμνο)

Ομήνευγε με η μάνα μου κι' ο κύρης μου επίσης

πάνω στη στράτα τση τιμής γιέ μου να πορπατήσεις.

Γύπαρη Π.Γεωργία (Ασή Γωνιά Αποκορώνου Χανιά)

Τον κύρη μου δεν τον ξεχνώ ούτε και τσ' ορμηνειές του

που μου 'δινε κάθε φορά μαζί με τις ευκές του.

Ζερβουδάκης Προκόπης (Καμπανός Σελίνου Χανιά)

Με τσ` ορμηνιές που μου 'δωκαν οι δυο μου οι δασκάλοι

θα παίζω και θα τραγουδώ ως την ζωή την άλλη.

Μαυρουδή Μαρία (Μοίρες Ηράκλειο)

Τις ορμηνιές που μου δωκες στη ζήση 'χω παρέα

γι' αυτό πατέρα αθιβολή σε έχω κάθε μέρα.

Σπυριδάκης Μιχάλης (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηράκλειο)

Τσοι ορμηνιές τση μάνας μου αλλά και του κυρού μου

αάμε να ζω θα τση τηρώ και θα 'χω μες στο νου μου.

Γύπαρη Κατερίνα (Ασή Γωνιά Αποκορώνου Χανιά)

Ορμήνεψα του έρωτα και της καρδιάς τα βέλη

να σου φωνάζουν σ' αγαπώ εσένανε κοπέλι.

Κιαγιάς Γιώργος (Ρέθυμνο)

Oρμήνεψα τη σκέψη μου να μη τηνε θυμάται

κι λογική με τη καρδιά χώρια σου να κοιμάται.

Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανιά)

Εχθρού και φίλου αρμηνειά πήρα και ξεχωρίζω

ποιον απ' τσι δυό στο πλάι μου θά 'χω και θα στηρίζω.

Δανδουλάκη Ελευθερία (Νίθαυρη Αμαρίου Ρέθυμνο)

Ορμήνεψα τη σκέψη μου αλάργο να πηγαίνει

σε μια παλιά ανάμνηση ποτέ να μην γιαέρνει.

Λιανέρης Νίκος (Σίσσες Ηράκλειο)

Να ορμηνέυσει την καρδιά μόνο ο Θεός γατέχει

για αυτό και πάντα ορμηνιές καλές για σένα έχει.

Σγουράκης Βασίλης (Παλαιά Ρούματα Κίσσαμος Χανιά)

Που'σαι ρε γέρο μερακλή να δεις η ορμηνιά σου

έπιασε τόπο και μιλούν για σένα τα παιδιά σου.

Καζά Μαρία (Χίος)

Την ορμηνιά που μου 'δωκες μάνα δεν θα ξεχάσω

σαν φυλαχτό τηνε κρατώ ποτέ να μην την χάσω.

Λουλουδάκης Μαρίνος (Ηράκλειο)

Σε μια μονάχα ορμηνιά να πάρεις Θεέ μου θέση

στον τρόπο που ο άνθρωπος τσι πόνους θα αντέξει.

Γαρεφαλάκης Γιώργης (Άγιος Νικόλαος)

Μια-ν ορμηνιά εκράτηξα μονάχα απ' τσι γονέους

να αγαπώ και τσι μικρούς μα και τσι πιο σπουδαίους.

Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθυμνο)

Ποτέ να μην περιφρονείς την ορμηνιά του γέρο

πολλά 'χω πάθει στη ζωή γι' αυτό κι εγώ το ξέρω.

Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)

Πάρε του γέρου ορμηνιά κι έχε την οδηγό σου

και για μεγάλο στήριγμα στο βίο το δικό σου.

Λιονής Γιάννης (Ατσιπόπουλο Ρέθυμνο)

Πάρε γονέα την ευχή την ορμηνιά του να 'χεις

κι ασπίδα θα 'ναι στη ζωή και σ' ούλα σου τα άχι.

Μπούτζουκα Μαρία (Σχολή Ασωμάτων Ρέθυμνο)

Αρμήνεψε μου πως ξεχνάς πες μου αν θες τον τρόπο

να μάθω πως γιατρεύουνται οι πόνοι των αθρώπω.

Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)

Η μάνα κι ο πατέρας μου μ' ορμήνεψαν κι οι δύο

ομάδι με τσι δίκαιους στσ' άδικους εναντίο(ν).

Μια ορμηνιά μου έδωκαν η μάνα κι ο πατέρας

να 'μαι καθάριος στη ζωή σαν πρώτο φως της μέρας.

Σκουντριδάκης Σήφης (Κουρνάς Αποκορώνου Χανιά)

Ορμήνευγε μου γέρο μου και γω θα σε προσέχω

σα βασιλιάς στα νάχτορα που λένε θε να σ' έχω.

Δρακάκη Ζωή (Ρέθυμνο)

Εμένα δεν μ' αρμήνεψε κανένας στη ζωή μου

και ότι κι αν κατάφερα το 'κανα μοναχή μου.

Τζιγκουνάκη Πετρογλάκη Χαρούλα (Τζιτζιφές Αποκορώνου Χανιά)

Μάνα μου που πορεύτηκες με τσ΄ αρχοντιάς το ζάλο

με τσ΄ ορμηνειές σου μου 'καμες την αθρωπιά ρεγάλο.

Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Μονοφατσίου Ηράκλειο)

Μα πε μου πχιός σ' ορμήνεψε κ' απ' ούλες ξεχωρίζεις

μ' ετσά φισάντο πορπατείς τη γης και δε ν' αγγίζεις.

Καλλιτσουνάκη Γιάννα (Ασκύφου Σφακίων Χανιά)

Ορμήνευα σου για καρδιά μην δίνεσαι και ξα σου

και δα 'χεις μείνει αμοναχή με τα καμώματα σου.

Γαριπαντώνης (Νίβρυτος Ζαρός Ηράκλειο)

Εσύ κατέχεις κι ανε θες ορμήνεψε κι εμένα

ήντα λογιώς να σ' αρνηθώ να μην πονώ για σένα.

Ορμήνεψε μου πως μπορώ να σου ξελησμονήσω

όπως εσύ μ' ορμήνεψες πόσο να σ' αγαπήσω.

Στεφανάκης Μιχάλης (Γάλλου Ρέθυμνο)

Η ορμηνιά των παλαιών έχει μεγάλη αξία

κι ας ειν' οι εμπειρίες τους για μας μια ουτοπία.

Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθυμνο)

Στσι ορμηνιές σου στένομαι πολλές φορές στη μέρα

κι αν έρθουν τα σκοτίδια μου μεμιάς τα κάνω πέρα.

Το επόμενό μας θέμα είναι ελεύθερο και μπορείτε να γράψετε ότι θέλετε.

Τηλέφωνο επικοινωνίας 6981572714.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ