ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Το πάθημα του Λευτέρη

0

Της Κατερίνας Βοτζάκη

Ο Λευτέρης, ο ρημαδόρος του χωριού, είπε πως έχει δουλειές στην Αθήνα και θα φύγει για λίγες μέρες. Τι δουλειές δεν έλεγε και όλοι πιστέψανε πως είναι

θέμα υγείας και είχανε σκάσει από τη στεναχώρια τους!!!

Άδικα περιμένανε τη στη μια βδομάδα απάνω το γυρισμό του. Τα σενάρια δίνανε και πέρνανε στο καφενείο...

-Λέτε να 'παθε πράμα ο κακομοίρης;... έλεγε ο ένας...

-Μπας και τονε πάτησε κιανένα αμάξι στη πρωτεύουσσα, έλεγε άλλος!!!

- Καρδιακός θα' τανε με τόσα τσιγάρα που κάπνιζε, τον έφαε το έρμο το τσιγάρο, κρίμας και κρίμας το ν-άθρωπο και του μίλιουνε μα δε μου γροίκα,

είπε ο Νικολής που του 'χε και αδυναμία και θολαθήκανε τα μάθια του...

-Κρίμας το λεβέντη, είπε ο Γιώργης, τέθοιο μουστάκι δεν έχω ξαναϊδεί ποθές αλλού σ' αντρός μούρη...

-Και τη κορμοστασιά ντου την έχετε ματαδεί αλλού ποθές μωρέ κοπέλια, όντε βάνει τα σασλβάρια, κορμί λαμπάδα, δυο μέτρα άντρας, είπε ο Μανωλιός...

Αύγουστο έφυγε στις αρχές για λίγες μέρες και τώρα αρχές Οκτώβρη δεν είχε γυρίσει ακόμα. Ούτε σταφύλια, ούτε σύκα δεν έφαγε που τόσο του αρέσανε.

Μαύρη πέτρα έριξε, ούτε τηλέφωνο, ούτε ένα γράμμα δεν έστειλε ούτε στη μάνα του, όπως τον έλεγε, μα δεν τη πιστεύανε, σαν κάτι να τον έκρυβε  η κυρά Δέσποινα.

-Μάνα είναι, ήντα θέλετε να σας σε πει, πως είναι άρρωστο το κοπέλι τζη, αφήστε τηνε τη κακομοίρα και μη τζη ξύνετε πληγές και ο θεός κατέει το γ-καημό τζη, είπε ο Νικολής.

- Τη ν-έρμη ήντα φαρμάκι τση 'μελε να πιει.

Την κουβέντα προσπάθησε να αλλάξει ο Γιώργης και με ύφος αγαναχτισμένο, δήθεν, λέει:

-Εχάσαμε και εκείνη νε που έγραφε τση μαντινάδες στην εφημερίδα, ήντα διάολο εγίνηκε μωρέ κοπέλια και του λόγου τζη, και εδιαβάζαμε και επέρνα λιγάκι η ώρα μας,

μπα να κατέεις πράμα μωρέ Νικολή;

-Επήρα τηνε τελέφωνο, Γιώργη και είπε μου, πως εχάλασενε το ιντερνέτι τζη και δε μπορεί να τσι μπέψει λέει στην εφημερίδα και ετσά θα καθυστερήσει μια ολιά

γιατί τα στέλνει να δεις μωρέ πως είπε μου το, μέιλι, θαρρώ, κάπως ετσά, έκαμα πως εκατάλαβα και είπα τζη, καλά μωρέ κοπελιά, σιάξε το ιντερνέτι σου και απόης τα ξαναλέμε.

Εμεγάλωσενε ο διάολο μερικωνώ και πάνε με τη μόδα, φαί δεν έχουνε να φάνε μα το ιντερνέτι, έχουνε παράδες να το πλερώνουνε.

-Ήντα διάολος είναι και κείνονα το ιντερνέτι και μέσα από ένα κουτί θωρρείς τσ' αθρώπους στην άκρα του κόσμου και τονε μιλείς...

-Που το 'χεις θωρρώντας μπρε Μανώλη;

-Εμείς εγεράσαμε, Νικολή, μα τα κοπελούρια με κείνονα το πράμα ασχολιούνται ούλη μέρα και έχουνε και τα ιντερνέτια καφέ στσι πολιτείες κι' άλλη δουλειά δεν κάνουνε,

παρά καφέδες και σάλια μπάλια στο κουτί.

-Ναι εδά που το λέεις, Μανώλη, είδα το και γω στου Λευτέρη, που του το 'χανε φέρει τα ανήψια ντου από την Αθήνα προ καιρού, που 'χανε κλείσει τα σκολειά.

Έτσι περνούσανε οι μέρες και οι ίδιες συζητήσεις γινότανε στα καφενεία, λες και είχες βάλει μια κασέτα να παίζει συνεχώς.

Ότι γινόταν στο χωριό δεν είχε την ίδια αξία γιατί έλειπε ο Λευτέρης, που όλα τα σχολίαζε με μαντινάδες και γελούσανε. Κάτι έκανε ο Νικολής, από ότι είχε μάθει

από τον φίλο του το Λευτέρη, μα δεν τον είχε εξασκίσει ακόμα το επάγγελμα και δεν τον έφτανε, ούτε στο μικρό του το νυχάκι. Από το μυαλό του δεν έφευγε

ούτε λεπτό. Καλός φίλος ήτονε μα πάντα εκράθιε μυστικά που δεν τα μολόγα σε κιανένα.

Δεν έλεγε με ήντα τρόπο κεντρίζει τα δεντρά και κιανένα δε ντου σφάλει, πως έπιανε τσι λαγούς, χωρίς ντουφέκι και σκύλο, με τέλια σάικα,

μα κάθε μέρα δυο τρεις και άλλα μικροπράματα που τα θώργιε μεγάλα και τρανά...

Δεν είχε παντρευτεί ποτέ ντου, πενηντάριζε όπου ναναι και η μια του μύριζε και η άλλη του βρώμιε..Όφου μωρέ Λευτέρη, καλλιά

δεν ήτονε να 'χες εδά δυο κοπελάκια να συνεχίσουνε το όνομα σου...σκεφτότανε ο Νικολής και σκούπιζε τα μάτια του...

Δευτέρα μεσημέρι ήτανε στα τέλη του Οκτώβρη και στο καφενείο ήτανε μαζεμένοι να πιούνε το έβδομο- όγδοο καφέ τους, να παίξουνε καμμιά πρέφα

και να σχολιάσουνε τα ίδια και τα ίδια.

- 'Ηρθε μπρε η εφημερίδα;... ρωτήσανε τον καφετζή.

-Στραβωμάρα έχετε μωρέ, μπροστά σας είναι, δε ντη νε θωρρείτε;

Άρπαξε την εφημερίδα ο πιο μορφωμένος της παρέας, ο Μανώλης, είχε πάει μέχρι την πέμπτη δημοτικού και άρχισε να διαβάζει δυνατά για να ακούνε και οι υπόλοιποι.

Διάβαζε αυτός, σχολιάζανε οι άλλοι και όταν έφτανε στη μέση της εφημερίδας βλέπει επιτέλους τις μαντινάδες και λέει:- Εσιάξανε μωρέ κοπέλια το ιντερνέτι τση και έγραψε τσι μαντινάδες, επιτέλους, ωωωω, γροικάτε εδά!!!

Με ύφος μεγάλου ποιητή απαγγέλει ο Μανώλης, λέει μια, λέει δυο και δεν ακούει κανένα σχόλιο από κανένα. Σηκώνει το κεφάλι από το διάβασμα και τους βλέπει όλους με

γουρλωμένα μάτια να κοιτούν προς την πόρτα. Γυρίζει και τι βλέπει... Ο Λευτέρης...Ζει... Μα ήντα 'χει κάμει στη μούρη ντου; Έκοψε το μουστάκι ντου; Όι όι, ονειρεύομαι, άσπρο ποκάμισο με κουστουμιά...Ήντα 'παθε μωρέ έστριψε ντου...

Κανείς δε μιλεί, μόνο κοιτάζουν και περιμένουν τον Λευτέρη να μιλήσει πρώτα.

-Ηντα επάθατε μωρέ, δε χαίρεστε που με θωρρείτε;

-Ηντα 'ναι μωρέ τα χάλια σου, σα τζη μαϊμούς το πισινό εγίνηκες, ήντα ξεφτιλίκια είναι ετούτανε  και που' σου νε ούλο το γ-καιρό που σ' είχαμε για ποθαμένο;...

Έξαλλος ο Νικολής σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε να του ορμίσει.

Ο Λευτέρης χαμήλωσε ντροπιασμένος το κεφάλι και με δυσκολία άρχισε να λέει:

Τη λαμαρίνα δάγκασα, φίλε μου Νικολάκη

απ' το ιντερνέτι εγνώρισα και γω 'να γυναικάκι.

Δεν είναι απ' το ντόπο μας, μα είναι μια Ρουμάνα

δε ντο 'πα εις την αδερφή μα ούτε και στη μάνα.

Δε τζ' άρεσε η μουστακιά και εκουντούρησα το

και θα με παίζει το χωριό, όφου κι' αναθεμάτο.

Τα φράγκα μου κοκκάλισε, μέσα στο μ-πρώτο μήνα

και μ' άφησε και σύξυλο, τον έρμο στη ν-Αθήνα.

Ανάθεματο για κουτί και εκατέστρεψε με

αυτά είναι τα χάλια μου, κι' α θες περίπαιξε με.

Α' ντο 'κανε άλλος κιανείς, όφου το κακομοίρη

και μαντινάδες θα' βγανες και θα 'κανες σείρι.

Εδά ήντα να κάνουμε για σένα Λευτεράκη

που πήγες και τη πάτησες οσά ντο κοπελάκι.

Στα άχερα τω δυο βουγιώ τη μοιρασιά τη χάνεις

στο ιντερνέτι ήθελες τον έξυπνο να κάνεις;

Σου λέγαμε για παντρειά και κακοφαίνετε σου

εδά πως θα τσι κρύψουμε Λευτέρη τση μπομπές σου;

Βάλε μια κούπα καφετζή να πιούμε στην υγειά ντου

και ας του γίνει μάθημα τούτο το πάθημα ντου.

Τση μαντινάδες Νικολή μου τσι 'βγαλες ντελόγο

εμένα, που σε πίστευα στσι πράξεις και στο λόγο.

Καλά να πάθω ο μπουνταλάς που σου 'μαθα το ν-τρόπο

και 'δα θα ρημαδολογάς εις βάρος τω ν-αθρώπω.

Ας κάτσω  εδά να τα λουστώ και γω με τη σειρά μου

και να μου γίνει μάθημα, που λες, το πάθημα μου.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΒΟΤΖΑΚΗ

________________________________________

Οι μαντινάδες και οι στίχοι που στείλατε:

Βίκτωρας -Ξενιτεμένος (Βυζάρι Αμαρίου Ρέθεμνος)

Σ' είχα  δεν σ' είχα αδειανή ήταν η αγκαλιά μου,

έφυγες και αισθάνομαι, το ίδιο, τίποτα μου.

Χασουράκη Ειρήνη (Αθήνα)

Είπα να θάψω τα όνειρα απου 'κανα για σένα,

μα μου 'δωσαν δυο μέτρα γης και δεν χωρεί κανένα.

Πυρουνάκης Μιχάλης (Αθήνα)

Τη διάθεσή σου μη χαλάς, ως είναι κι' αφορμή σου

μ' όσο τον πόνο ξεγελάς, μαραίνεις το κορμί σου.

Ζαχαριουδάκης Γιάννης (Γαλιά Μεσσαράς Ηρακλείου)

Μια φορά τον ήρωα, τον ήκανε η σφαίρα

μα τση τιμής τον άνθρωπο, τον κάμει η κάθε μέρα.

Αραπλή Βούλα (Ρέθεμνος)

Δε φτάνει που 'σαι ολημερνής, στη σκέψη γύρου γύρου

μπαίνεις εδά και καθ' αργά, μέσα στσ' αυλές τ' ονείρου.

Γλυνιαδάκη Δήμητρα (Ρέθεμνος)

Έλα να φύγουμε μαζί, πριχού ο ήλιος γύρει

να το περάσουμε μαζί, του πόθου το γεφύρι.

Ζούλη Αγγελική (Ασκύφου Σφακίων Χανιά)

Ποιο δάκρυ έσταξε πάνω μου, σαν ήρθες μεσ' τη σκέψη

για ποιον αρχίζει η χαρά, κι' ο πόνος που θα τρέξει.

Μηντιλάκη Μαρία (Χανιά)

Τώρα θα ψάχνω στους πολλούς, μήπως σε συναντήσω

που 'φυγες και δε πρόλαβα, να σ' αποχαιρετίσω.

Αφιερωμένη στον λαουτιέρη Γιώργο Φράρο που έφυγε νωρίς.

Κουκλινός Αντώνης (Ασήμι Ηρακλείου)

Είναι βαρύ κι' ασήκωτο, της ανθρωπιάς το βάρος

όταν σου λείπει απ' τη ζωή, φιλότιμο και θάρρος.

Σκουντριδάκης Σήφης (Κουρνάς Αποκορώνου Χανίων)

Ως το λαιμό εχώστηκα, στσ' αγάπης σου τη πίσσα

όμως τη λέξη σ' αγαπώ, τηνε πετώ με λύσσα.

Βεργετάκη Κατερίνα (Βόλος)

Όνειρα π' άλλοι τα θωρούν, όντε βαριά κοιμούνται

κάποιοι στα μάθια τους, μπροστά, τα 'χουν και τ' απαρνούνται.

Ψαθόπουλος Λεωνίδας (Αθήνα)

Δεν περιμένω μπλιο χαρές, για να μου δώσεις μοίρα

εισ' αφορμή στα χέρια μου, που τη ζωή μου πήρα.

Κυδωνάκη Ελένη (Αμάρι Ρέθεμνος)

Αν μου σιμώσει η σκέψη σου, θα σου την αποβγάλω,

γιατί δε θέλω στη ζωή, αγάπης ψεύτρας, ζάλο.

Χατζόπουλος Ι.Δημήτριος (Λείβαδος Ρεθύμνης)

Τον Αύγουστο μας έλουγε, στον Ψηλορείτη απάνω

φέγγος τω δύο φεγγαριώ, κι' είπες δε θ' αποθάνω.

Κιουρτιδάκη Νίκη (Φρατζεσκιανά Μετόχια Ρέθεμνος)

Ένας σεβντάς απού μπορεί να σε ξαναγεννήσει

έχει τη δυνατότητα, παλιές πληγές να κλείσει.

Λεουνάκης Νεκτάριος (Συρίλι Χανίων)

Το σ' αγαπώ σου μια στραθιά, βαθιά γαληνεμένη

στου φθινοπώρου την αυγή, χειμωνικά ντυμένη.

Φανουράκης Ηλίας (Άγιοι Δέκα Μεσσαράς Ηρακλείου)

Στο τελευταίο στάδιο, είμαι και το κατέχω

δε με φοβίζει ο θάνατος, μακριά σου δεν αντέχω.

Παπαδάκη Κωνσταντίνα (Μεγαλόπολη Αρκαδίας)

Σα ντον αθό μαραίνουνται, τα κάλη και περνούνε

μόνο εκείνα τση ψυχής, για μια ζωή βαστούνε.

Λιονής Γιάννης (Αταιπόπουλο Ρέθεμνος)

Πες μου τη λέξη σ' αγαπώ, μόνο μην είναι ψέμα

και θα τη γράψω στη ψυχή, με τση καρδιάς το αίμα.

Λεώνης Γιάννης (Αθήνα)

Οψάργας το 'δα να περνάς, ρόδο τ' ανέμου πάλι

να μοιάζεις με νεραϊδικό, στ' ονείρου τ' ακρογιάλι.

Σχοινάκης Μανόλης (Ρέθεμνος)

Για σε τι σέρνω, άμα θα πω, ο κόσμος και τα μάθει

θα πει Χριστέ μου, έλα να δεις, ήντα θα πούνε πάθη.

Καλλέργης Ι.Γ.Κωστής -Κ.Ι.Γ.Κ (Λούτρα Ρέθεμνος)

Έχε τη γνώση δύναμη, την πίστη για ελπίδα

και τη σιωπή σου άμυνα, στη κάθε καταιγίδα.

Γεωργιλαδάκη Μάρω (Αθήνα)

Ο ταπεινός ο άνθρωπος, το σκύβει το κεφάλι

μοιάζει πουλιού που πληγωθεί, μα θα πετάξει πάλι.

Γιώργης (Ατσιπόπουλο Ρέθεμνος)

Δικοί δεν είναι μόνο αυτοί, που' ναι απ το ίδιο σόι

μα στην ανάγκη όπου θωρείς, πως δεν σου λένε όϊ !

Σηφάκης Γιώργης -Σιμισακογιώργης (Ρέθεμνος)

Όσοι φορούν τση λεβεδιάς, το ρούχο δεν εργούνε

και στην ψηλότερη κορφή, του κόσμου ανε βγούνε.

Γύπαρη Γεωργία (Ασή Γωνιά Χανιά)

Στο 'Ρέθεμνος'' ξανάρχισες, τη μαντιναδοστήλη

καλή αρχή σου εύχονται, οι φίλες και οι φίλοι.

Νικηφόρος Νικόλαος (Αξός Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)

Εδά που βλέπω και γροικώ, θέλω στοργή και χάδι

να με θυμιάζει αζωντανό, κι' όχι νεκρό στον άδη.

Γαριπαντώνης (Νύβριτος Μεσσαράς Ηρακλείου)

Ονειροκαλεσμένη μου, του νου μου ξεμιαλίστρα

έλα να σεργιανίσουμε, στσ' ακρογιαλιές μια νύχτα.

Κορνάρου Κατερίνα (Μουρτζανά Μυλοποτάμου Ρέθεμνος)

Την τελευταία σ' αναπνιά, μέσα στην αγκαλιά μου

άφησες και ο χωρισμός, θα καίει τη καρδιά μου.

Εσφάλιξες τα μάθια σου και πράμα δε σε νοιάζει

πως μ' άφηκες αμοναχή και ζω μες στο μαράζι.

Το τελευταίο έχε γεια, μου 'πες πριχού να φέξει

κι' ώστα να ζω απ' τη καρδιά δε βγαίνεις κι' απ' τη σκέψη.

Παρακαλώ στα όνειρα να 'ρχεσαι να με βρίνεις

να σε κερνώ κρυγιό νερό, τη λαύρα σου να σβύνεις.

Έφυγες μα στο ν-ύπνο μου, ζητώ τη συντροφιά σου

για να μου πεις πως τα περνάς, στη μαύρη μοναξιά σου.

Δέντρο δε θα φυτέψουμαι, στο μνήμα σου να φτάνει

γιατί ο πόνος τση καρδιάς, τσοι ρίζες θα ξεράνει.

Ας είναι η πλάκα σ' αλαφρή, κι' η γης που σε σκεπάζει

να ημερέψει η ψυχή, να μη ν-αναστενάζει.

Πως θα σου ψήσω κόλυβα, κουλούργια να μοιράσω

και στα σαράντα σου ταχειά, τσοι φίλους να κεράσω.

Θε μου και δος μου δύναμη, κάθε λεφτό και ώρα

να μη λυγίσει η καρδιά, σε τούτηνε τη μπόρα.

Καλούμε φίλους και γνωστούς, τη Κυριακή να'ρθουνε

Οχτώμβρη τσοι 'κοσιοχτώ, ένα καφέ να πιούμε.

Στη μνήμη του συζύγου της Στυλιανού Β.Κορνάρου

Βοτζάκη Κατερίνα (Ρέθεμνος)

Τέσσερα χρόνια κλείσαμε και πάμε για το πέμπτο

με το καλό να φτάξουμε, να μπούμε και στο έχτο.

Με μαντινάδες κι' όνειρα, θα προχωρούμαι φίλοι

ακόμα και αν χρειαστεί, να σβύσει αυτή η στήλη.

Στση μαντινάδας τσι γραμμές, όνειρα στιβιασμένα

σας εύχομαι στη ζήση σας, να μη χαθεί κανένα.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ