Της Κατερίνας Βοτζάκη
Ο Κωσταντής μετάπνισε νωρίς εις το μιτάτο
εκειά 'ναι το κονάκι ντου 'κεινού και τω προβάτω.
Αίγες κι' οζά μία γερή πατούλια στη βοσκή ντου
είναι η οικογένεια απού 'χει εδική ντου.
Πάνω στ' αόρι μ' αετούς κι' αγρίμια συντροφεύγει
λιγάκι από τη δύναμη απού 'χουνε γυρεύγει.
Σε άθρωπο δεν έδειξε ποτές του ήντα νοιώθει
πως είναι άντρας δυστυχής απ' τη στιγμή που γνώθει.
Κι' όντε κοιμάται ο ύπνος του είναι σα μοιρολόι
και το βαρύ παράπονο τα σωθικά ντου τρώει.
Καημός πρικιός στα στήθεια ντου εδά καμπόσους χρόνους
του προκαλεί αβάσταχτους και ματωμένους πόνους.
Λέρια θα βάλει σήμερο σε ούλο το κουράδι
ν' ακούγουνται οι χτύποι ντως μέχρι το μαύρο ν-άδη.
Ν' ακούσουν λεροσείσματα ούλοι οι ποθαμένοι
ν' ακούσει και τ' αδέρφι ντου που χρόνους εκειά μένει.
Τ' αδέρφι ντου το πια μικιό το ν-άμοιρο Μανόλη
που έχασ' απ' του χάροντα το μαυρισμένο βόλι.
Έκατσε να ξεκουραστεί στη ρίζα ενός πρίνου
απού θαρρείς το ριζικό ταιριάζει με τα 'κείνου.
Που του χτυπούνε του χιονιά και του βοργιά οι μπόρες
μα δε λυγούνε τα κλαδιά σε τούτες σας τσι ώρες.
Στο μεσοδόκι του σπιθιού σειρά σειρά τα λέργια
ούλα βροντολοήθηκαν στου Μανωλιού τα χέργια.
Σκλαβέργια και γιδόλερα πολλά και καμπανέλια
ξανοίγει τα κι' έχει χαρά που έχουν τα κοπέλια.
Μετά 'πο το θανατικό τα 'χε ξελερωμένα
κι ήτο τα έχνη στη σιωπή κι' αυτά σα πεθισμένα.
Μα ονείρεψέ ντου οψαργάς τ' αδέρφι ντου με γέλιο
και έτριζε συγκούρμουλο του άδη το θεμέλιο.
Θαρρώ του λέει, Κωσταντή πως έφταξεν η γι-ώρα
να στέσουμε ένα χορό, επά οι βοσκοί πληθώρα.
Μετάπνισε και σκέφτηκε πως ήτονε σημάδι
πρώτη φορά τ' ονείρεψε τ΄αδέρφι ντου απ' το ν-άδη.
Τα λέρωσε και τα 'καμε το πλάι ίσια κάτω
και ζήλεψαν κι' αετοί ετούτο το λεράτο.
Καο τότεσας ριζίτικο ακούστηκε στα πλάγια
που βγαίνει απ' τα τρίσβαθα του άδη τα σκοτάδια.
-Γειά σου λεβέντη Κωσταντή αδέρφι ακριβό μου
μετά 'πο χρόνους κρέμασες τα λέργια τω ν-οζώ μου.
Κι' έχεις του τράου του χελιού απού ' χα μπολιασμένο
σκλαβέρι το πλια ν-όμορφο τ' ασημοκαπνισμένο.
Κι' εκειά το δάκρυ ο Κωσταντής δε μπόργιε να βαστάξει
και τ΄άφηκε ελεύτερο στσοι τρόχαλους να στάξει.
Αέρας του το στέγνωνε πάνω στα μαύρα γένια
που και μια τρίχα άρχιξε να βγαίνει ασημένια.
Άφηκε τη γ-κατσούνα ντου κι' έβγαλε το λυράκι
κι' έτρεξ' απ' το παράπονο και το ξερό το ργιάκι.


