ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Μαντινάδες που λέγανε οι νέοι όταν «πονούσε» το δοντάκι τους

0

του Κανάκη Ι. Γερωνυμάκη

Πάντα χτυπούσανε οι καρδιές των νέων στον ίδιο τόπο και με τον ίδιο τρόπο όπως χτυπούνε και σήμερα. Όμως πριν από λίγες δεκαετίες τα έθιμα και τα ταμπού επέβαλαν σκληρούς και αυστηρούς περιορισμούς. Φτάνει να πω ότι άμα δεν γνωρίζονταν τα παιδιά που προξενεύανε οι γονείς τους, δεν τους επιτρέπανε ούτε καν να ιδωθούν και ξέρω περιπτώσεις που πρώτη φορά ανταμωθήκανε στο γάμο τους ενώ ήτανε από κοντινά χωριά. Μα και μετά από το πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα που μπορούσε να κανονίσουνε μια φτιαχτή «τυχαία» συνάντηση, να ιδωθούνε πριν τον αρραβώνα (σ’ ένα πανηγύρι ή σε άλλη εκδήλωση, μα χωρίς να καθίσουνε μαζί για να μην προκύψουνε σχόλια). Άμα γινότανε ο αρραβώνας δεν επιτρέπανε στα παιδιά να μείνουν τα δυο τους, μα πάντα ήτανε κοντά, τουλάχιστον ένας «βλεπάτορας». Ενώ είχε γίνει μια πρόοδος και μπορούσε ο νέος να πάει στην αρραβωνιαστικιά του, όμως και το απλό φιλί ήτανε απαγορευμένος καρπός.

Όμως υπήρχε ο «ερωτικός πονόδοντος» και τότε και συχνά τραγουδούσε ο νεαρός σε μια ομορφούλα που μπορεί εκείνη να μην είχε ιδέα, κάτι που δεν συμβαίνει στη δική μας εποχή. Δεν ξέρω δηλαδή τώρα να τραγουδά ο νέος στη νέα χωρίς να το ξέρει. Αναφέρω παρακάτω λίγες τέτοιες μαντινάδες που τις άκουσα από τους παλιότερους.

- Ήτανε κάποτε ένας νεαρός «γκαλονόμος» σε ένα μητάτο (ορεινό τυροκομείο). Έβοσκε τα πρόβατα που βγάζανε γάλα. Είχανε εκεί το παιδί που τους έφερνε τα ξύλα, το νερό, έπλυνε τα σκεύη, που είχε μια αδελφούλα μεγαλύτερή του. Ο νεαρός γκαλονόμος συχνά έφερνε ξύλα ενώ ήτανε δουλειά του μαντρατζή. Μα έλεγε και μια μαντινάδα, όταν δεν τον άκουγε ο Σήφης (ο μαντρατζής): «για το χατίρι τση μηλιάς ποτίζουνται τα μήλα, για το χατίρι τση Μαριώς φέρνω του Σήφη ξύλα».

- Μια πανέμορφη κοπελίτσα λιγουρεύονταν ένας νεαρός, μα τον πήρανε στους Βαλκανικούς πολέμους. Όταν γύρισε, έλεγε την παρακάτω μαντινάδα (βαφτιστικό και επίθετο μαζί μα εγώ το αποφεύγω): «Τη ….λένη μου την καστρινή μου βιόλα, τόσον καιρό που τσ’ έλειπα, ποιος μου την παρηγόρα;».

- Άλλος νεαρός που είχε και αυτός «πονόδοντο» για μια ομορφοκοπελιά τραγουδούσε την παρακάτω μαντινάδα: «εις του…. την αυλή μια αίγα κι ένα ρίφι, Χριστέ και να ’μουνε γαμπρός και το Ρινιώ μου νύφη».

- Μια ομορφοκοπελιά που εγώ την γνώρισα λεβεντογριά, την λιγουρεύονταν ένας νέος της εποχής της και τραγουδούσε για κείνη την παρακάτω μαντινάδα: «κοντά στο φονοπήγαδο είναι το λιβαδάκι, εκειά αγαπώ μια κοπελιά ….άκη (όνομα κι επίθετο)».

- Άλλος νεαρός πήγαινε συχνά τα βόδια του, δήθεν για να τα ποτίσει ειδικά για χάρη μιας ομορφούλας και έλεγε τη μαντινάδα: «τα βούγια πάω στο νερό μα κείνα δε διψούνε, θέλω να δουν τα μάθια μου εκείνη π’ αγαπούνε».

- Άλλος νεαρός τραγουδούσε τη μαντινάδα του, ζωγραφίζοντας με τα λόγια την κοπελιά που ήθελε: «μαύρα είν’ τα μάθια π’ αγαπώ και μελανά τα φρύδια, μαύρα και τα μαλλάκια τζη που κάνου δαχτυλίδια».

- Σε ένα γάμο μια κοπελιά που φορούσε μαύρα, γιατί ο αδελφός της είχε σκοτωθεί στον πόλεμο, όπως πέρασε μπροστά από ένα νεαρό, αυτός δε συγκρατήθηκε και είπε την παρακάτω μαντινάδα: «το μαυροφόρικο πουλί επέρασε ομπρός μου, κι έλαμπε σαν τον ήλιο και θάμπωσε το φως μου».

Ήταν όμως τότε αυστηρά τα έθιμα και θεωρήθηκε πρόκληση και ο αδελφός της κοπέλας που ήταν στην παρέα είπε: «αγάπου σε κι αγάπας με, μου ’λεγες κ έλεγα σου, μ’ απού το σήμερο κι ομπρός γύρευε τη δουλειά σου».

- Πρώτη ή δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, ένας νεαρός έβοσκε τα πρόβατά του σε άλλο χωριό απ’ αυτό που έμενε η οικογένειά του. Όταν σκίστηκε το παντελόνι του πραγματικά απέφευγε να κυκλοφορεί στην πιάτσα. Το πήρανε χαμπάρι τα κορίτσια του χωριού (που μπορεί να πονούσανε τα δόντια τους για το νεαρό) και βγάλανε μια μαντινάδα για να γελάσουν: «ένα παιδί απ’ τον Βουβά λιγάκι απογυρίζει, το παντελόνι του έσκισε κι ο κ… του βγορίζει». Διέρρευσε όμως η μαντινάδα και την έμαθε ο νεαρός όπου και απάντησε: «το παντελόνι μου έσκισα δεν έχω για προστάτη, μα πάρε τη βελόνα σου να ’ρθεις να μου το ράψεις».

- Και τα κοριτσόπουλα υποφέρανε από «ερωτικό πονόδοντο». Μια κοπέλα που αγαπούσε ένα βοσκόπουλο, όταν αυτό είχε τα πρόβατα του στο χειμαδιό αυτή είπε τη μαντινάδα: «Θε μου και πέρνα τον καιρό να φέρεις και το Μάρτη, που ταξιδεύουν τα πουλιά και το πουλί μου θα ’ρθει».

Τα πρόβατα πάντα τον Μάρτιο γύριζαν από τα χειμαδιά.

- Μια κοπέλα που το αγόρι της ήταν στον στρατό και υπηρετούσε στην ηπειρωτική Ελλάδα είπε τη μαντινάδα: «εγώ αγαπώ τη θάλασσα γιατ’ ίσως να μου φέρει, αητό με τα χρυσά φτερά από τα ξένα μέρη».

- Με την ευκαιρία θα αναφέρω μια ενδιαφέρουσα μαντινάδα που ειπώθηκε πριν ίσως από 150 χρόνια, όχι όμως σχετική με τον «ερωτικό πονόδοντο». Η προγιαγιά του πρώην βουλευτή Μανούσου Βολουδάκη ήταν το γένος Χατζηγρηγόρη. Πανέμορφη, πολύφερνη, «καλόσειρη», αριστοκράτισσα των Σφακίων. Όταν χόρευε σε ένα γάμο, ο λυρατζής της είπε τη μαντινάδα όταν ήτανε κοπελιά: «μπαίνουνε σ’ ούλες προξενιές μα τη Γρηγοροπούλα, δεν τηνε θέλει αυτή κανείς γιατ’ είναι «φτωχοπούλα».  Τη θυμάμαι πολύ γριά και πέθανε μετά την απελευθέρωση. Ήταν γνωστή ως «η κυρία Ελένη» όχι με το επίθετό της.

Ξέρω τα ονόματα αυτών που έλεγαν τις μαντινάδες αυτές και τα ονόματα για τα οποία είχανε «πονόδοντο». Θυμάμαι που τις διηγούνταν οι μεγάλοι, όταν εγώ ήμουνα παιδί.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ