ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ

Στο φεύγα του Κοκόλιου

0

 

ΤΖΑΝΙΔΑΚΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ

ΤΟΥ  ΜΑΡΚΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ

Εμίσεψε ο αετός, που στα γεράματά του,

στο τελευταίο πέταγμα, σπάσανε τα φτερά του.

Τζανιδιανός και Νικολής, ήτανε τ όνομά του

εις το χωριό Ελεύθερνα, είχενε τη φωλιά του.

Κοκόλη τον κατέχανε, φίλοι γνωστοί και ξένοι

από το σπίτι του πολλοί, ήταν περασμένοι.

Γεννήθηκε στην εποχή, του είκοσι και τρία

τα χρόνια ήταν πέτρινα, που γράφει κι η ιστορία.

Εις τα ογδόντα και εφτά, του έμελλε να φτάσει

πίκρες, χαρές και βάσανα, πολλά ‘χενε περάσει.

Κόρη, γκονάκια και γαμπρό, φίλους, δικούς,γυναίκα,

στσ’ οχτώ τ’ Οκτώβρη άφησε, το δυό χιλιάδες δέκα.

Ήταν αητός με τα φτερά, περίσσια λαβωμένα

κόντρα τ’αέρα πήγαινε, στσι μοίρας τα γραμμένα.

Στο μισεμό του επάψανε, πουλιά να κελαηδούνε

φαίνεται ενός λεπτού σιγή, στο φεύγα του κρατούνε.

Το μέτωπό του καθαρό, ήθελε στη ζωή του

γι’αυτό και τόπο έπιανε, ο λόγος τσι τιμής του.

Σε οικογένεια μ’ αρχές, ήταν αναθρεμμένος

και εις τσι δρόμους τσι τιμής, ήταν πορπατημένος.

-2-

Τα όμορφα αστεία του, μας φέρνανε το γέλιο

για τις παρέες ήτανε, το πιο καλό θεμέλιο.

Βοσκός κι αγρότης ήτανε, σε όλη τη ζωή του

δεν έκλεφτε δεν πείραζε,  και το’χε προς τιμή του.

Σαν πρόεδρος τσ’ Ελεύθερνας, έκαμενε αγώνα

να προοδέψει το χωριό, να βγει απ’το χειμώνα.

Το νοσοκόμο έκανε, σε χωριανούς αρρώστους

αγάπη είχενε πολύ, σε όλους τους ανθρώπους.

Σαν στρατιώτης τίμησε, άξια την πατρίδα

μ’αίμα και πόνο έγραψε, προσωπική σελίδα.

Επήγε και στ’αντάρτικο, ετσά’τανε γραφτό του

την οικογένεια τίμησε, μαζί και το χωριό του.

Σαν ήρθε η ώρα για να μπει, τσι παντρειάς η βούλα

γυναίκα του εδιάλεξε, του Φράγκο τη Τασούλα.

Τα δυο παιδιά τους ήτανε, ο Μάρκος κι η Μαρία

που τη ζωή τους έμελλε, να γράψει η ιστορία.

Ο χάροντας του ζήλεψε, και πήρε του το Μάρκο

αυτός όμως του μήνυσε, δεν θα το βάλω κάτω.

Στα γράμματα προχώρησε, η κόρη του η Μαρία

και σαν γυναίκα έδειξε, όλη της την αξία.

Εις το γαμπρό του είχενε, μεγάλη αδυναμία

μέλι σταζε το στόμα του, σα θελά πει Ηλία.

Αν πεις εδά πως ένοιωθε, στη κόρη τη Μαρία

ο ήλιος ήτανε γι’αυτόν,  μες του χιονιά τα κρύα.

-3-

Κουράγιο έπαιρνε πολύ, σαν είχε παρεάκια

μα πιο πολύ του άρεσε, να’ναι με τα γκονάκια.

Στον εγγονό το Νικολή, φάνηκε η στεναχώρια,

δε πίστευε με το παππού, εδά θα ζούνε χώρια.

Η Πηνελόπη ήτανε, περίσσια βουρκωμένη

με το παππού της ήτανε, πολύ αγαπημένοι.

Δεύτερη ήταν μαχαιριά, για το γαμπρό Ηλία

η μόνη λύση ήτανε, να έχει ψυχραιμία.

Το φάρμακο τσ’αρρώστιας του, ήτανε οι δικοί του,

απού τον συντροφεύανε και πίναν τη ρακί του.

Ούλα τα καταλάβαινε, δεν το’βαζε όμως κάτω

εκάτεχε η αρρώστια του, είχε και παρακάτω.

Του συμπαρασταθήκανε οι φίλοι κι οι δικοί του

το ράϊσμα όμως στο γυαλί, φάνηκε τσι ζωής του.

Αγάπανε τ’ανήψια του, σαν νά’τανε παιδιά του

και η χαρά του ήτανε να βρίσκονται κοντά του.

Έμαθε ο Μυλοπόταμος τα θλιβερά μαντάτα

κι ήρθαν να τον ‘ποβγάλουνε στου μισεμού τη στράτα.

Πόνος βουβός εκράθιενε, σ’ ούλα τα καφενεία

εχάσανε το Κοκολιό που έλεγε τ’αστεία.

Πονούνε οι Τζανιδιανοί, κλαίνε για το μπροστάρη

δύσκολα άλλος θα βρεθεί, τη θέση του να πάρει.

Κλαίτονε οι Πετρακάκηδες, Ξεξάκια, Αποστολάκια,

Τσικούδηδες, Τζιλίγκηδες, κι ούλα τα Κατσαμάκια.

-4-

Κλαίτονε οι Νικολούδηδες, κλαίτονε ούλοι οι φίλοι

κλαίνε και οι Λουλούδηδες, που ήλθαν από το Σπήλι.

Κλαίτονε οι συντέκνοι του, κλαίνε και οι κουμπάροι

εις τη καρδιά τους είχενε, την πρώτη θέση πάρει.

Τον τίμησαν οι συγγενείς, κι οι φίλοι του Ηλία,

κι όλοι με πόνο έλεγαν, η μνήμη του αιωνία.

Ήταν πολλοί συνάδελφοι, και φίλοι της Μαρίας

δύναμη κι έννοια έδωσαν, στη λέξη της φιλίας.

Για τον Κοκόλη ότι γραφτεί, λίγο του πάλι θά’ναι

πέρασε ανεμοθύελες που λίγοι τσι περνάνε.

Για τη Τασούλα η ζωή, δεν είχενε αξία

μα τη δικαίωση έβρηκε, στην κόρη της Μαρία.

Γκονάκια της εχάρισε, το’να καλλιά από τ’ άλλο

βάλσαμο ήτανε γι’αυτήν, στον πόνο το μεγάλο.

Εστάθηκε η Τασούλα μας, εις τσι πρεπιάς τη θέση

ωσά το βράχο ακίνητος, στου ποταμού τη μέση.

Άμε Κοκόλη στο καλό, κι εμείς ένα θα πούμε

πάντα θα σε θυμούμαστε, και δε θα σε ξεχνούμε.

Σα δεις αδέρφια και γονείς, παραγγελιά σου δίνω

πες τους πως πάντοτε νερό, στο όνομά τους πίνω.

Να μη κρίνετε αυστηρά, δε βγάζω μαντινάδες

για το χατήρι μιας ψυχής, έγραψα αυτές τσ’αράδες.

ΓΙΑ ΕΝΑ ΧΑΤΗΡΙ

ΤΖΑΝΙΔΑΚΗΣ  ΑΝΔΡΕΑΣ   ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΜΑΛΙΑΣ

ΕΛΕΥΘΕΡΝΑ 09-10-10

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ