ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Θεολογική θεώρηση του θέματος του πλούτου

0

Ιδιοκτησία λέμε ό,τι απέκτησε ο άνθρωπος με την τίμια εργασία του ή με οποιοδήποτε άλλο νόμιμο τρόπο και το κατέχει ως χρήσιμο για την ατομική και οικογενειακή του ευτυχία και καταξίωση. Περαιτέρω προς τον παραπάνω ορισμό και σύμφωνα, πάντοτε, με την ορθόδοξη Χριστιανική Ηθική, η ιδιοκτησία του κάθε ανθρώπου, εκτός του ότι θα πρέπει να είναι με νόμιμο τρόπο αποκτημένη, θα πρέπει και να επαρκεί για τη θεραπεία των κυριοτέρων αναγκών του, της καθημερινής, δηλαδή, τροφής, της ενδυμασίας, της κατοικίας, της μόρφωσης των παιδιών της οικογένειας, της καλής και ωφέλιμης ψυχαγωγίας κ.λπ.[1]

Αν προσέξουμε, πάντως, την εποχή μας, θα παρατηρήσουμε ότι- όλως αντίθετα προς τον παραπάνω χρυσό κανόνα τής χριστιανικής Ηθικής- τη σημερινή ανθρωπότητα διακατέχει ένας πρωτοφανής πυρετός πλουτομανίας, με ό,τι αρνητικό και δυσάρεστο για τον χαρακτήρα και την προσωπικότητα του ατόμου μπορεί να σημαίνει αυτό. Το χρήμα, στις μέρες μας, έχει αναχθεί σε θεό και υπέρτατη αξία, εκτοπίζοντας αρχές και ιδανικά για τα οποία αξίζει να ζει και να πεθαίνει ο άνθρωπος. Όμως, έχει αποδειχτεί ότι όσο ο άνθρωπος πλουτίζει σε υλικά αγαθά άλλο τόσο φτωχαίνει σε ευτυχία, ανθρώπινα αισθήματα και ανώτερα ιδανικά. Όσο κυριαρχεί ο πλούτος ως μοναδική επιδίωξη και προσδοκία του ατόμου, άλλο τόσο ο άνθρωπος, όσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό, καθίσταται φτωχότερος και σε αυτά τα υλικά αγαθά και χάνει ό,τι όμορφο και ανώτερο χαρακτηρίζει τη ζωή του ανθρώπου. Γιατί, όπως ο ι. Χρυσόστομος φιλοσόφως αποφαίνεται, «πλούσιος οὐκ ἐστιν ἐκεῖνος ὁ τά πολλὰ περιβεβληµένος, ἀλλ’ ὁ µὴ πολλῶν δεόµενος»[2].  

 Θεολογική θεώρηση του θέματος του πλούτου

  Ο χριστιανισμός δε στάθηκε ποτέ υπέρμαχος ούτε του πλούτου ούτε, όμως, και της φτώχειας. Και βέβαια, ο άνθρωπος της φτώχειας, της στέρησης και της ανάγκης, που στερείται και αυτού του επιούσιου, δεν θα μπορούσε, σε καμιά περίπτωση, να αποτελέσει τον ιδανικό τύπο για την Αγία Γραφή και τη χριστιανική διδασκαλία. Ακριβώς, γιατί η φτώχεια του αυτή θα μπορούσε, κάποια στιγμή, να τον κάνει να δυσανασχετήσει και να βαρυγκωμήσει ενάντια στον Θεό. Δεν μπορεί, λοιπόν, ο άνθρωπος της πτωχείας και της ανέχειας να είναι ευτυχής, εκτός αν διαθέτει έναν σπάνιον ηρωισμό, ώστε και η φτώχεια δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ο κανόνας για τους χριστιανούς.

Ενώ όμως ο άνθρωπος της φτώχειας δεν μπορεί, σε καμιά περίπτωση, να αποτελέσει τον ιδανικό τύπο για την Αγία Γραφή, όμως, πολύ περισσότερο και ο πλούσιος δε θα μπορούσε, επίσης, να αποτελέσει τον ιδανικό τύπο για την Αγία Γραφή, αφού υπόκειται σε τόσους πειρασμούς και δυσκολίες με κίνδυνο κάποια στιγμή να απολέσει την ψυχή του. Αυτό καθαυτό το να είναι κανείς πλούσιος προσδίνει υπερβολική προσκόλληση στα υλικά αγαθά, και μπορεί, γι’ αυτό, να αποτελέσει ψυχικό πάθος τελείως ασυμβίβαστο με τη χριστιανική αντίληψη της αρετής. Εξάλλου, δεν είναι δυνατόν να πλουτίζει κανείς χωρίς και να αδικεί.

 Έτσι, στην Καινή Διαθήκη ο Κύριος με τις παραβολές του «άφρονος πλουσίου» και του «Λαζάρου» και με τα λόγια Του προς τον πλούσιο νεανία, στην «Επί του Όρους Ομιλία», έδειξε ότι οι μεγάλες περιουσίες εγκυμονούν τεράστιους ηθικούς κινδύνους και γι’ αυτό οι πλούσιοι είναι πολύ δύσκολο- όχι, όμως, αδύνατον- να εισέλθουν στη βασιλεία του Θεού. Ο Ιησούς είπε: «ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ραφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν» (Ματθ. 19, 23-24, Μάρκ.10,25. Λουκ. 18, 25). Επειδή, κατά καιρούς, ορισμένοι θεολόγοι εξέλαβαν ότι ο λόγος αυτός του Ιησού φανερώνει την πλήρη αδυναμία των πλούσιων να εισέλθουν στην Βασιλεία των ουρανών, σημειώνουμε, εδώ, ότι σημασιολογικά η λέξη «δυσκόλως» του λόγου του Ιησού, όπως και το συγκριτικό «ευκοπώτερον» δεν φανερώνουν την αδυναμία αλλά τη δυσκολία με την οποία οι πλούσιοι εισέρχονται στη Βασιλεία του Θεού, λόγω ακριβώς των πολλών πειρασμών που έχουν, λόγω του πλούτου τους, να αντιμετωπίσουν.

Ο απόστολος Παύλος προβάλλει συχνότερα και σαφέστερα το ιδανικό της  α υ τ ά ρ κ ε ι α ς, το οποίο και στην πράξη ενσαρκώνει κατά τον τελειότερο τρόπο, συντηρούμενος, στις πόλεις στις οποίες εγκαθίσταται για μεγάλα χρονικά διαστήματα, με το εισόδημα που του εξασφαλίζουν τα δυο ροζιασμένα χέρια του και η τέχνη του σκηνοποιού, την οποία ασκεί στα περιθώρια του αποστολικού του έργου. Με τον τρόπο αυτόν ο απόστολος Παύλος δίδασκε την υποχρέωση κάθε χριστιανού να εργάζεται και παρείχε τον εαυτόν του ως παράδειγμα «προς μίμησιν» όταν έλεγε: «ἐν κόπῳ καί μόχθῳ νύκτα καί ἡμέραν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσί»[3], ενώ στο ίδιο μοτίβο κινούμενος και στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή του θα διακηρύξει: «ἔστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας . οὐδὲν γὰρ εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα. ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα»[4].

Στην Καινή Διαθήκη, κατά τους αποστολικούς χρόνους, συναντούμε το τελειότερο παράδειγμα κοινοκτημοσύνης και μέριμνας προς τους πτωχούς, όταν, σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Λουκά, «Τοῦ δὲ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καὶ ἡ ψυχὴ μία, καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά… οὐδὲ γὰρ ἐνδεής τις ὑπῆρχεν ἐν αὐτοῖς· ὅσοι γὰρ κτήτορες χωρίων ἢ οἰκιῶν ὑπῆρχον, πωλοῦντες ἔφερον τὰς τιμὰς τῶν πιπρασκομένων καὶ ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων· διεδίδετο δὲ ἑκάστῳ καθότι ἄν τις χρείαν εἶχεν. ᾿Ιωσῆς δὲ ὁ ἐπικληθεὶς Βαρνάβας ὑπὸ τῶν ἀποστόλων, ὅ ἔστι μεθερμηνευόμενον υἱὸς παρακλήσεως, Λευΐτης, Κύπριος τῷ γένει, ὑπάρχοντος αὐτῷ ἀγροῦ, πωλήσας ἤνεγκε τὸ χρῆμα καὶ ἔθηκε παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων»[5].

  Άρα οι απόστολοι είχαν δημιουργήσει «κοινό ταμείο», προορισμένο για τη μέριμνα των πτωχών, που αφθονούσαν, ως φαίνεται, στην εποχή τους. Κανείς, όμως, από αυτούς δεν βρισκόταν σε έσχατη ανάγκη, χάρις στην ενότητα των καρδιών και την κοινότητα των αγαθών, που εξασφαλιζόταν από τις γενναίες εισφορές των χριστιανών που βρίσκονταν σε κάποια οικονομική άνεση. Έτσι, οι χριστιανοί από καιρού σε καιρό πωλούσαν περιουσίες τους και «ετίθουν τα χρήματα παρά τους πόδας των αποστόλων», πράξη, ακριβώς, που φανερώνει την απεριόριστη τιμή και εμπιστοσύνη που ένιωθαν οι πωλούντες χριστιανοί προς το πρόσωπο των Αποστόλων, αλλά και την αγία περιφρόνηση που εκδήλωναν προς τα πλούτη του κόσμου τούτου οι απόστολοι[6].

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Πβ. Α΄ Τιμ. στ΄, 8.

[2] Migne P.G. 48,  982.

[3] Β΄ Θεσσ. γ΄. 8-9.

[4] Τιμ. Α΄, στ΄, 6-9.

[5] Πράξ. δ΄, 32, 34- 36.

[6] Π. Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα εις τας Πράξεις των Αποστόλων, Αθήναι 1955, 172.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ