ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΑΠΟΨΕΙΣ

Eίχε αδέλφια ο Ιησούς; του Μανώλη Σκαρσούλη

0

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΩΓΗ TOΥ ΙΗΣΟΥ, η Καινή Διαθήκη δίνει δύο μακροσκελείς καταλόγους. Το Κατά Ματ­θαίον ευαγγέλιο ξεκινά από τον Αβραάμ και φτάνει, μέσα από 39 ακόμα γενεές, στον Ιωσήφ και τον Ιησού. Το Κατά Λουκάν πάλι, ξεκινώντας από τον Ιησού και τον Ιωσήφ, καταλήγει, μέσα από άλλες 74 γενεές, στον Αδάμ και τον Θεό. Οι δύο εκδοχές, εκτός του ότι είναι απο­λύτως ασυμβίβαστες μεταξύ τους αφήνουν άλυτο και ένα ακόμα σημαντικό πρόβλημα: Εφόσον ο Ιωσήφ δεν ήταν πραγματικός πατέρας του Ιησού, οι σχολαστικές καταγραφές της γενεαλογίας του παραμένουν μετέωρες.

Ανεξάρτητα από τις διάφορες υποθέσεις, το εύλογο συμπέρασμα είναι ότι οι αρχικοί συντάκτες των καταλόγων θεωρούσαν τον Ιησού φυσικό τέκνο του Ιωσήφ. Τέτοιου είδους απόψεις συνέχισαν άλλωστε να γίνονται αποδεκτές από ορισμένους χριστιανούς σε μια εποχή πού οι ορθόδοξες κοινότητες είχαν αποσαφηνίσει τα βασικά χριστολογικά τους δόγματα.

Για την ανθρώπινη καταγωγή του Ιησού βασίζονταν αποκλειστικώς στο Κατά Ματθαίον ευαγγέλιο – το οποίο, προφανώς, διάβαζαν σε μια παλαιότερη, ή πάντως διαφορετική εκδοχή, από αυτήν που καθιερώθηκε στους ορθόδοξους κύκλους.

Μετά το ρόλο που διαδραμάτισε στα παιδικά χρόνια του Ιησού, ο Ιωσήφ εξαφανίζεται από τις αφηγήσεις των ευαγγελίων, χωρίς να αφήσει άλλα ίχνη. Η γενική εντύπωση είναι ότι την εποχή που ο Ιησούς άρχισε τη διδασκαλία του, αυτός είχε ήδη πεθάνει. Απόκρυφες διηγήσεις αναφέρονται συχνά στο επάγγελμά του. Σε αυτές οφείλεται η οικεία εικόνα του ξυλουργού. Μια από τις διηγήσεις αυτές υποστηρίζει ότι ο Ιωσήφ έζησε έως τα βαθιά γεράματα, και ότι πέθανε σε ηλικία 111 ετών.

Για τη μητέρα του Ιησού, οι πληροφορίες των ευαγγελίων της Καινής Διαθήκης είναι επίσης λιγοστές. Στο Κατά Λουκάν ευαγγέλιο, η Μαριάμ εμφανίζεται ως συγγενής της Ελι­σάβετ, της μητέρας του Ιωάννη του Βαπτιστή. Ένα από τα απόκρυφα ευαγγέλια συμπληρώνει τη φτωχή εικόνα της Καινής Διαθήκης, μνημονεύοντας τα ονόματα των γονέων της, Ιωακείμ και Άννα. Παρά την απόρριψη του ευαγγε­λίου αυτού από τους ορθόδοξους κύκλους, η πληροφορία έγινε γενικότερα αποδεκτή. Δεκτή έγινε επίσης και η περι­γραφή ενός άλλου μεταγενέστερου απόκρυφου συγγράμμα­τος για την κοίμηση και τη μετάσταση της Μαρίας.

Στην Καινή Διαθήκη γίνεται λόγος για αδελφούς και αδελφές του Ιησού. Τα Κατά Ματθαίον (13:55-6) και Κατά Μάρκον ευαγγέλια (6:3) δίνουν τα ονόματα τεσσάρων αδελφών: Ιάκωβος, Ιωσήφ ή Ιωσής, Σίμων και Ιούδας. Ο απόστολος Παύλος αφήνει να εννοηθεί ότι ορισμένοι τουλάχιστον από αυτούς ήταν παντρεμένοι (Α' Προς Κορινθίους 9:5). Πόσες ήταν και πως ονομάζονταν oι αδελφές δεν μαθαίνουμε από την Καινή Διαθήκη πληροφορούμαστε ωστόσο ότι, την εποχή που ο Ιησούς είχε αρχίσει τη διδασκαλία του, οι αδελφές αυτές εξακολουθούσαν να ζουν στον τόπο της καταγωγής τους. Σε μεταγενέστερες  απόκρυφες  εκδοχές  γίνεται λόγος  για  δύο  αδελφές, τη Λυσία ή Ασσία και τη Λυδία, αλλού για τη  Μαρία ή Άννα και τη Σαλώμη.

Οι αναφορές της Καινής Διαθήκης στα αδέλφια του  Ιησού δημιούργησαν από νωρίς χριστολογικά προβλήματα. Σύμφωνα με την ευαγγελική εκδοχή, η Μαρία ήταν παρθένος και συνέλαβε εκ Πνεύματος αγίου. Εφόσον ο Ιησούς δηλώνεται ως πρωτότοκος (Λουκάς 2:7), αυτό σημαίνει ότι τα αδέλφια του θα πρέπει να ήταν όλα νεότε­ρα. Το συμπέρασμα αυτό συνάγεται και από τη δήλωση του ευαγγελιστή ότι ο Ιωσήφ δεν είχε συζυγικές σχέσεις με τη Μαρία, ωσότου αυτή γέννησε το γιο της τον πρω­τότοκο (Ματθαίος 1:25). Μεταγενέστεροι προβληματι­σμοί ήθελαν ωστόσο τη Μαρία να παραμένει παρθένος δια βίου, και κατά συνέπεια να μην αποκτά άλλα τέκνα. Δια­τυπώθηκε έτσι ή υπόθεση ότι επρόκειτο για ετεροθαλή  αδέλφια, τέκνα του Ιωσήφ από προγενέστερο γάμο. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν όλα πρεσβύτερα. Επικρατέστερη πάντως στη δυτική παράδοση έγινε η άποψη ότι τα αδέλφια για τα οποία κάνει λόγο η Καινή Διαθήκη ήταν, στην πραγματικότητα, ξαδέλφια – πιθανότατα τέκνα της αδελφής της Μαρίας. Κάποιοι περίπλοκοι συλλογισμοί του Ιερώνυμου οδηγούν στο συμπέρασμα ότι την αδελφή της Μαρίας την έλεγαν επίσης Μαρία.

            Ένα από τα αδέλφια αυτά, ο Ιάκωβος, διακρίθηκε στη χριστιανική κοινότητα της Ιερουσαλήμ. Τον μνημονεύει ο Παύλος στις επιστολές του ως εξέχουσα φυσιογνωμία μαζί με τον Πέτρο και τον Ιωάννη (Προς Γαλάτας 1:19, 2:9). Στις Πράξεις των αποστόλων, ο Ιάκωβος αυτός εμφανίζεται από την πρώτη στιγμή ως συνεργάτης των αποστόλων, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι δύο άλλοι συνονόματοί του, μαθητές του Ιησού (1:12-4 12:17 πβ Α΄Πρός Κορινθίους 15:7). Από ένα σημείο και πέρα η αφήγηση τον θέλει να αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο (15:13 κ.ε. πβ 21:18). Σε μεταγενέστερες παραδόσεις καταγράφεται ως πρώτος επίσκοπος της Ιερουσαλήμ. Πέθανε μαρτυρικά το 62 μ.Χ.

            Ο ηγετικός ρόλος τον οποίο φαίνεται ότι διαδραμάτισε ο Ιάκωβος προκαλεί εύλογα ερωτήματα. Στα ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης, oι οικείοι του Ιησού εμφανίζονται εχθρικοί και χωρίς κατανόηση για το κήρυγμά του. Όταν πληροφορήθηκαν για τη δράση του προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, διότι νόμιζαν ότι είχε χάσει τα λογικά του (έλεγον γαρ ότι εξέστη) (Μάρκος 3:21, 31-4 και παράλ­ληλα· πβ Ιωάννης 7:5). Στις Πράξεις των αποστόλων, οι οικείοι έχουν πλήρως μεταστραφεί και ένας από τους αδελφούς αναδεικνύεται σε εξέχουσα μορφή, υπερκερών­τας τους μαθητές.

Οι πιο περίεργες ιστορίες για τους συγγενικούς δεσμούς του Ιησού   κυκλοφορούσαν γύρω από τον απόστολο Θωμά. Μια παράδοση που ήταν ιδιαιτέρως ισχυρή στη Συρία, τον ήθελε αδελφό του Ιησού και μάλιστα δίδυμο.

Η παράδοση θέλει τον Θωμά να διαδίδει το χριστιανισμό, πάλι με εντολή του Ιησού, στην Παρθία ή την «Ινδία» (δηλαδή το σημερινό Ιράν και το Αφγανιστάν), να μεταστρέφει στο χριστιανισμό τον τοπικό βασιλιά Γουνδαφόρο και να πεθαίνει με μαρτυρικό θάνατο.

Μετά τον μαρτυρικό θάνατο του Ιακώβου και την καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους το 70 μ.Χ., συνήλθαν, καθώς υποστηρίζει πρώιμη παράδοση, όσοι α­πόστολοι ήταν ακόμη ζωντανοί, οι μαθητές και οι συγγε­νείς του Ιησού για να επιλέξουν τον διάδοχό του. Με ομό­φωνη κρίση παρέδωσαν την ηγεσία της χριστιανικής κοι­νότητας στην Ιερουσαλήμ στον Συμεώνα ή Σίμωνα, γιο του Κλωπά, επειδή ήταν συγγενής του Ιησού. Ο Κλωπάς (για τον οποίο γίνεται λόγος και στο Κατά Ιωάννην ευαγγέλιο 19:25), όπως πληροφορούμαστε, ήταν αδελφός του Ιωσήφ. Βεβαιώνεται έτσι με τον πλέον σαφή τρόπο η δεσπόζουσα θέση την οποία διατηρούσε η οικογένεια του Ιησού στην κοινότητα τής Παλαιστίνης. Μεταγενέστερες άλλα όχι πολύ αξιόπιστες πηγές θέλουν τους συγγε­νείς του Ιησού να παίζουν ηγετικό ρόλο και στη χριστια­νική κοινότητα της Περσίας.

Στα χρόνια του Τραϊανού, ο Συμεών πέθανε και αυτός με τρόπο μαρτυρικό σε ηλικία 120 ετών. Την εποχή εκείνη γίνονταν σποραδικοί διωγμοί, αλλά η περίπτωση του Συμεώνος ήταν κάπως ξεχωριστή. Μετά την καταστολή της ιουδαϊκής εξέγερσης, ο Βεσπασιανός και οι διάδοχοι του έδωσαν εντολή να εξολοθρευτούν όλοι οι απόγονοι της  γενεάς του Δαβίδ. Ήθελαν να βεβαιωθούν ότι δεν επρόκειτο να βρεθεί ηγεσία για νέο ξεσηκωμό.

Το τελευταίο κεφάλαιο γύρω από τους συγγενείς του Ιησού παρουσιάζει επίσης μεγάλο ενδιαφέρον. Στο πλαίσιο της αναζήτησης Ιουδαίων από τη γενεά του Δαβίδ, ο αυτοκράτορας Δομιτιανός είχε διατάξει και αυτός έρευνες. Και στην περίπτωση εκείνη εμφανίστηκαν καταδότες μέ­σα από τους κύκλους των χριστιανών, οι οποίοι υπέδειξαν δύο εγγονούς του Ιούδα, του μικρότερου από τα τέσσερα αδέλφια του Ιησού για τα οποία κάνουν λόγο τα ευαγγέ­λια. Η ανάκριση έδειξε ότι επρόκειτο για πολύ φτωχούς αγρότες, που δούλευαν τη γη με τα χέρια τους. Αμφότε­ροι αποδέχτηκαν τη χριστιανική τους ιδιότητα και μίλη­σαν με θάρρος για την προσδοκία μιας επουράνιας και αγγελικής βασιλείας. Όταν ο αυτοκράτορας πληροφορή­θηκε πόσο ευτελείς ήσαν, τους άφησε ελεύθερους εκφρά­ζοντας τη βαθιά του περιφρόνηση. Οι χριστιανικές εκκλη­σίες ωστόσο, εκτιμώντας τη στάση τους και το γεγονός ότι ήταν συγγενείς του Ιησού, ανέδειξαν και τους δύο σε ηγετική θέση στην κοινότητα. Τα συγκεκριμένα άτομα, καθώς φαίνεται, δεν είχαν έως εκείνη τη στιγμή κάποια ανάμειξη στη διοίκηση των εκκλησιών τους.

Οι πληροφορίες αυτές οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η οικογένεια του Ιησού διατήρησε εξέχουσα θέση στις χρι­στιανικές κοινότητες της Παλαιστίνης έως το ξεκίνημα του δεύτερου αιώνα. Μάλιστα, στο εσωτερικό τους είχε ξε­σπάσει θανάσιμη διαμάχη γύρω από την ηγεσία. Ο ομό­φωνος ισχυρισμός των ευαγγελίων ότι οι αδελφοί δεν είχαν ακολουθήσει τα βήματα του Ιησού και ότι είχαν σταθεί εχθρικοί απέναντι του μπορεί να γίνει καλύτερα κατανοητός στο πλαίσιο αυτής της διαμάχης.

Μετά την αιματηρή κα­ταστολή της εξέγερσης το 135, ο αυτοκράτορας Αδριανός διέταξε την οριστική απομάκρυνση των Ιουδαίων από την Ιερουσαλήμ και τα περίχωρά της. Έτσι τελείωσε κάπως άδοξα και η ιστορία του ιουδαϊκού χριστιανισμού. Μαζί του χάθηκαν και οι ειδήσεις για τους συγγενείς του Ιησού.

ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΥΛΟΣ,

ΔYΟ ΑΣΠΟΝΔΟΙ ΦΙΛΟΙ

O ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΥΛΟΣ είναι οι κορυφαίοι χριστιανοί απόστολοι. Υπήρξαν και οι δύο σημαντικές προσωπικότητες και άσκησαν επιρροή στη διαμόρφωση του δόγματος και τη θεμελίωση της Εκκλησίας. Απει­κονίζονται συχνά μαζί και εορτάζονται επίσης μαζί από τις χριστιανικές εκκλησίες στις 29 'Ιουνίου. Καθένας τους ωστόσο είχε ακολουθήσει τον δικό του, ξεχωριστό 8ρ6\κο. Τις λίγες φορές πού φαίνεται ότι συναντήθηκαν, οι σχέσεις τους δεν ήταν εύκολες.

Για την κλήση του Πέτρου και το ρόλο πού έπαιξε δίπλα στον Ιησού γίνεται εκτενής λόγος στα ευαγγέλια. Για την ηγετική του θέση στη χριστιανική κοινότητα μετά την Πεντηκοστή, κύρια πηγή είναι οι Πράξεις των αποστόλων και οι επιστολές του Παύλου. Οι Πράξεις ωστόσο παύουν να αναφέρονται στον Πέτρο γύρω στο μέσον της αφήγησης τους και, από το σημείο εκείνο, ασχολούνται, σχεδόν αποκλειστικώς, με τον Παύλο. Έτσι ελάχιστα είναι γνωστά με βεβαιότητα για την ύστερη σταδιοδρομία και το τέλος του. Μεταγενέστερες παραδόσεις που οικοδομήθηκαν σταδιακώς τον θέλουν να δραστηριοποιείται στη Ρώμη και να πεθαίνει εκεί με μαρτυρικό θάνατο.

Το κανονικό όνομα του Πέτρου ήταν Σίμων. Ο Ιησούς τον αποκάλεσε Κηφά, δηλαδή πέτρα, και έτσι έμεινε γνωστός στους ελληνόφωνους χριστιανούς ως Πέτρος (Ιωάννης 1:42). Πριν να γίνει μαθητής του Ιησού ήταν ψαράς και εργαζόταν μαζί με τον αδελφό του Ανδρέα στη λίμνη Γεννησαρέτ (Μάρκος 1:16 και παράλληλα). Ή­ταν παντρεμένος, αλλά για τη γυναίκα του κάνει λόγο μό­νον ο Παύλος (Α' Προς Κορινθίους 9:5 πβ όμως Κλήμης, Στρωματείς 7.11). Εντελώς περιστασιακώς μνημονεύεται η πενθερά του (Μάρκος 1:30 και παράλληλα). Δεν γίνεται λόγος για φυσικά του τέκνα.

Στα ευαγγέλια εμφανίζεται, κατά κάποιο τρόπο, επικεφαλής των άλλων αποστόλων. Ανήκε στον στενό κύκλο των μαθητών και ήταν παρών σε όλες τις κρίσιμες στιγμές, εκτός από τη σταύρωση. Ήταν ο πρώτος μαθητής που αναγνώρισε τον Ιησού ως τον Χριστό (Μάρκος 8:29 και παράλληλα) και, σύμφωνα με πρώιμη παράδοση, ο πρώτος που τον είδε αναστημένο (Α' Προς Κορινθίους 15:5) — μολονότι άλλες παραδόσεις δίνουν το προνόμιο αυτό σε άλλους μαθητές και οικείους.

O Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας (Πράξεις 9:11 21:39 22:3). Ήταν Ιουδαίος της διασποράς και είχε δικαιώματα Ρωμαίου πολίτη (16:37). Ανήκε στην ομάδα των Φαρισαίων και διέθετε καλή μόρφωση (23:6). Όπως πολλοί Ιουδαίοι της διασποράς, μιλούσε και έγρα­φε άνετα στα ελληνικά. Σε νεαρή ηλικία πήρε ενεργό μέρος σε διώξεις κατά των χριστιανών (8:3 9:2 22:4).

Ο Πέτρος και ο Παύλος, σύμφωνα με πληροφορίες της Καινής Διαθήκης, συναντήθηκαν ελάχιστες φορές στην Ιερουσαλήμ και την Αντιόχεια (Προς  Γαλατάς 1:18 2:9   11-21 πβ Πράξεις  15:6 κ.ε.). Διαφώνησαν στον τρόπο αντιμετώπισης των εθνικών που ήθελαν να γίνουν χριστιανοί και ήρθαν σε σύγκρουση. Οι Πράξεις των αποστόλων προσπαθούν να εξωραΐσουν κάπως  το ζήτημα αλλά η εκδοχή του Παύλου δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την έκταση πού έλαβε και για τα πάθη που προκά­λεσε. Ο Παύλος είχε άλλωστε τεταμένες σχέσεις και με άλλους αποστόλους. Βρέθηκε συχνά στην ανάγκη να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τις απόψεις του (πβ Β  Προς Κορινθίους 11:5). Οι κατήγοροι του επικαλούνταν το γεγονός ότι δεν είχε γνωρίσει τον Ιησού και ότι, συν­επώς, δεν ήταν δυνατόν να αντιλαμβάνεται καλύτερα τη διδασκαλία του από τους πραγματικούς του μαθητές. Για να αποκρούσει τις  κατηγορίες, επικαλέστηκε την φώτιση που είχε λάβει μέσα από αποκαλύψεις (Προς Γαλατάς 1:11-12). Το επιχείρημα αυτό ωστόσο δεν ήταν επαρκώς ισχυρό.

Ο διχασμός που προκλήθηκε με το κήρυγμα του Παύλου ήταν βαθύς και κρίσιμος για το μέλλον τού χρι­στιανισμού. Ήδη στην πρώτη κοινότητα της Κορίνθου δημιουργήθηκαν σχίσματα.  Από τη διδασκαλία του Παύλου γονιμοποιήθηκαν εκδοχές τού χριστιανισμού που κινούνταν σε πολύ ακραίες κατευθύνσεις.

Στον αγώνα κατά των γνωστικών ενεργοποιήθηκαν, κυρίως, οι χριστιανοί ηγέτες της Ρώμης. Για να αντιμετωπίσουν εκείνους που είχαν αφο­σιωθεί υπερβολικά στην παράδοση του Παύλου, οι ηγέτες αυτοί χρειάζονταν ισχυρά όπλα. Ένα τέτοιο όπλο θα μπορούσε να είναι η παράδοση πού εκκινούσε από τον Ιά­κωβο τον αδελφόθεο. Πολλοί χριστιανοί τον επικαλούνταν ήδη ως τον γνησιότερο εκφραστή της διδασκαλίας του Ιησού. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι ο Ιάκωβος είχε ήδη συνδεθεί απολύτως με την Ιερουσαλήμ στην οποία βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Γύρω από τον Πέτρο, αντιθέτως, που είχε και αυτός αντιταχθεί στον Παύλο, δεν υπήρχαν πολ­λές πληροφορίες. Οι Πράξεις των αποστόλων, για παρά­δειγμα, δεν γνώριζαν τίποτα σχετικώς με τις κινήσεις του από ένα σημείο και πέρα. Η εκκλησία της Ρώμης στράφηκε έτσι από νωρίς στον Πέτρο, επικαλούμενη ισχυρούς δεσμούς μαζί του.

Τα λόγια του Ιησού συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν (Ματθαίος 16:18), στα οποία στήριξαν οι επίσκοποι της Ρώμης την αξίωση

τους για πρωτοκαθεδρία, δεν είχαν βεβαίως τίποτα να κά­νουν ούτε με τη Ρώμη ούτε με το επισκοπικό αξίωμα. Ε­πικαλούμενοι όμως τον μαρτυρικό θάνατο του αποστόλου στην πόλη τους, άρχισαν να τους δίνουν το νόημα που επιθυμούσαν. Σταδιακώς οι επίσκοποι της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας άρχισαν να ισχυρίζονται ότι οι ίδιοι ήταν συνεχιστές και διάδοχοι του Πέτρου.

Ο Πέτρος και ο Παύλος συμφιλιώθηκαν μετά θάνατον και αναγνωρίστηκαν ως θεμελιωτές της εκκλησίας της Ρώμης από κοινού. Ένας από τους πολλούς μύθους τους θέλει να πεθαί­νουν την ίδια μέρα. Αποφασίστηκε μάλιστα να εορτάζονται μαζί, ενώ οι ζωγράφοι άρχισαν να τους απεικονίζουν δίπλα δίπλα — κάποτε αγκαλιασμένους. Οι επιστολές της Καινής Διαθήκης που αποδίδονται στον Πέτρο είναι, στην πραγματικότητα, γραμμένες από τη σκοπιά του Παύλου. Αν δεν υπήρχαν οι Πράξεις των αποστόλων και οι γνήσιες επιστολές του Παύλου, η ιστορική τους διαμάχη θα είχε ασφαλώς λησμονηθεί.

Οι μύθοι είναι κάποτε ισχυρότεροι από την ιστορία. Αφού η εκκλησία της Ρώμης θέλησε να θυμάται τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο αγαπημένους συνεργάτες και θεμελιωτές της, δεν υπήρχε καμιά δύναμη να τη διαψεύσει. Έτσι κι αλλιώς, oι επόμενες γενεές είχαν να αντιμετωπίσουν νέα προβλήματα. Με στήριγμα τον Πέτρο και τον Παύλο, η εκκλησία της Ρώμης και οι άλλες αδελφές εκκλησίες κλήθηκαν να δώσουν μεγάλους αγώνες για την εδραίωση της καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας.

Πηγή: «ΑΠΟΚΡΥΦΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ»

Δημήτρη Κυρτάτη

Εκδόσεις «ΑΓΡΑ»

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ