ΔΥΟ ΞΕΝΟΔΟΧΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗΣ ΓΕΝΝΙΑΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΥΝ ΤΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ
Η φετινή τουριστική χρονιά που σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις δεν ανταποκρίνεται στις αρχικές προσδοκίες ως προς το οικονομικό σκέλος των εσόδων, προφανώς και συμβάλλει περαιτέρω στον προβληματισμό για το τι ακριβώς τουρισμό θέλουμε στο Ρέθυμνο.
Ο διάλογος προφανώς και δεν είναι καινούργιος. Μάλλον έχει τον χαρακτήρα μιας συνεχούς αναζήτησης νέων στοχοθετήσεων για την διαμόρφωση ελπιδοφόρας προοπτικής ως προς την «βαριά βιομηχανία», όχι μόνο του Ρεθύμνου αλλά και του συνόλου της χώρας.
Για τον Πρόεδρο του Συλλόγου Ξενοδόχων Ρεθύμνου Μανώλη Τσακαλάκη το όραμα για τον τουρισμό του μέλλοντος επικεντρώνεται στην ποιότητα ζωής του τόπου. «Όταν περνάει καλά ο ντόπιος, αντίστοιχα θα χαρεί και θα ευχαριστηθεί ο επισκέπτης» θα πει ο έμπειρος τουριστικός παράγοντας.
«Οραματίζομαι ένα Ρέθυμνο που επενδύει όχι μόνο στην αύξηση των αφίξεων, αλλά στην ποιότητα των σχέσεων που δημιουργεί με τους επισκέπτες και – πρωτίστως – με τους ίδιους τους κατοίκους του» θα πει από την πλευρά του ένας νεότερος ξενοδόχος, ο Εντεταλμένος Δημοτικός Σύμβουλος Ρεθύμνου για θέματα τουριστικής προβολής Κωνσταντίνος Γασπαράκης.
Ουσιαστικά, δύο ξενοδόχοι διαφορετικής γενιάς καταθέτουν τις αγωνίες τους και αναλύουν το όραμα τους για το μέλλον του Ρεθεμνιώτικου τουρισμού.
«ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Ο ΤΟΠΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ»
Για τον Κωνσταντίνο Γασπαράκη το όραμα είναι ένας «νέος τουρισμός» για το Ρέθυμνο που θα έχει επίκεντρο την βιωσιμότητα και την συμμετοχή.
«Είναι σημαντικό να αναλογιστούμε πού βρισκόμαστε σήμερα, πώς φτάσαμε ως εδώ και, κυρίως, πώς μπορούμε να ανοίξουμε έναν νέο δρόμο για ένα τουριστικό μοντέλο που στηρίζεται στο όραμα, τη βιωσιμότητα, τη συλλογικότητα και την ποιότητα» θα δηλώσει στην εφημερίδα «Ρέθεμνος» και θα τονίσει: «Ο τουρισμός στο Ρέθυμνο ξεκίνησε με αυθορμητισμό και απλότητα, έχοντας ως βάση του την ομορφιά του τοπίου και τη φιλοξενία των ανθρώπων του. Σταδιακά εξελίχθηκε σε θεμέλιο της τοπικής οικονομίας, επηρεάζοντας δυναμικά κάθε τομέα της κοινωνικής και επαγγελματικής ζωής: από τα ξενοδοχεία και την εστίαση, έως τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις και τον πολιτισμό. Ο Δήμος συνέβαλε ενεργά στην ανάδειξη της τουριστικής ταυτότητας του τόπου μέσα από υποδομές, δράσεις και εκδηλώσεις που καλλιέργησαν μια νέα εικόνα για το Ρέθυμνο ως τουριστικό προορισμό». Σχολιάζοντας το πως εξελίσσονται τα δεδομένα στις ημέρες μας ο κ. Γασπαράκης υποστήριξε τα εξής: «Όσο αυξάνονταν οι αφίξεις και η φήμη της περιοχής, τόσο εντεινόταν και η ανάγκη για στρατηγική διαχείριση των συνεπειών αυτής της ανάπτυξης – και κυρίως για διαφύλαξη του φυσικού και πολιτισμικού μας πλούτου, της ποιότητας ζωής και της ταυτότητάς μας.
Σήμερα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με νέες προκλήσεις. Ο μαζικός τουρισμός ασκεί πίεση στους φυσικούς πόρους, δημιουργεί συμφόρηση σε βασικές υποδομές και συχνά αλλοιώνει την αυθεντικότητα του τοπικού χαρακτήρα. Οι ανησυχίες που εκφράζονται είναι βάσιμες. Ο τουρισμός οφείλει να λειτουργεί υπέρ της τοπικής κοινωνίας – όχι εις βάρος της. Οφείλει να σέβεται και να ενισχύει τον τόπο που τον φιλοξενεί.
Από την άλλη πλευρά, αναδύονται και μεγάλες ευκαιρίες. Ο σύγχρονος επισκέπτης δεν επιλέγει πλέον μόνο με βάση την τιμή ή τη θάλασσα. Αναζητά εμπειρίες με ουσία, αυθεντικότητα, επαφή με τη φύση και τον πολιτισμό, υπεύθυνη στάση απέναντι στο περιβάλλον. Εδώ βρίσκεται η μεγάλη πρόκληση – αλλά και το μεγάλο μας στοίχημα: να μετασχηματίσουμε το τουριστικό μας μοντέλο σε ένα νέο, πολυδιάστατο, βιώσιμο και συμμετοχικό».
Αναλύοντας, λοιπόν, το όραμα του για το μέλλον του Ρεθεμνιώτικου τουρισμού ο Εντεταλμένος Δημοτικός Σύμβουλος Ρεθύμνου σημειώνει τα εξής: «Οραματίζομαι ένα Ρέθυμνο που επενδύει όχι μόνο στην αύξηση των αφίξεων, αλλά στην ποιότητα των σχέσεων που δημιουργεί με τους επισκέπτες και – πρωτίστως – με τους ίδιους τους κατοίκους του. Χρειαζόμαστε πολιτικές που θα προστατεύουν ενεργά το περιβάλλον μας, από την παραλιακή ζώνη και το ιστορικό κέντρο, έως τα βουνά, τα φαράγγια και τους παραδοσιακούς οικισμούς μας. Πρέπει να ενισχύσουμε τη βιώσιμη κινητικότητα, να επενδύσουμε σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, να εφαρμόσουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα διαχείρισης απορριμμάτων και νερού, βασισμένο σε σύγχρονες πρακτικές.
Ο τουρισμός μπορεί να γίνει μοχλός για την ενίσχυση της τοπικής παραγωγής. Τα ξενοδοχεία και οι επιχειρήσεις εστίασης μπορούν και πρέπει να συνεργάζονται με τοπικούς παραγωγούς, να στηρίζουν τη Ρεθυμνιώτικη γαστρονομία, τα παραδοσιακά προϊόντα και τις χειροτεχνίες του τόπου μας. Μια τέτοια κυκλική οικονομία δεν προσφέρει μόνο εισόδημα, αλλά ενδυναμώνει την ταυτότητά μας και προσφέρει πραγματική αξία στον επισκέπτη.
Ταυτόχρονα, θεωρώ αναγκαία την κοινωνική συμμετοχή στον σχεδιασμό της τουριστικής πολιτικής. Δεν μπορεί το μέλλον του τόπου να καθορίζεται πίσω από κλειστές πόρτες. Οι πολιτιστικοί σύλλογοι, οι επαγγελματίες, οι νέοι, τα σχολεία, οι πολίτες πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη διαμόρφωση της τουριστικής στρατηγικής. Μόνο έτσι θα χτίσουμε ένα τουρισμό που να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες και αξίες του τόπου.
Πυλώνας για αυτή τη νέα πορεία θα μπορούσε να είναι η ίδρυση ενός Οργανισμού Διαχείρισης και Προώθησης Προορισμού (ΟΔΠΠ), ή αλλιώς DMMO – Destination Management & Marketing Organisation. Ένας τέτοιος φορέας μπορεί να συντονίσει τις προσπάθειες όλων των εμπλεκομένων, να διαμορφώσει και να υλοποιήσει έναν μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό με στόχο τη βιώσιμη ανάπτυξη και την εδραίωση του Ρεθύμνου ως πρότυπου τουριστικού προορισμού.
Πέρα από τη δομή, εξίσου σημαντικό είναι και το περιεχόμενο του τουριστικού προϊόντος. Το Ρέθυμνο έχει τη δυνατότητα να αναδείξει έναν τουρισμό τεσσάρων εποχών, με διάρκεια όλο το χρόνο. Διαθέτει πλούσια πολιτισμική κληρονομιά, μοναδικά μνημεία, ζωντανές παραδόσεις, ιδιαίτερη γαστρονομική ταυτότητα, φυσικά τοπία με φαράγγια, βουνά και παραλίες, ήπιο καιρό όλες τις εποχές. Όλα αυτά μπορούν να υποστηρίξουν μορφές τουρισμού όπως ο ποδηλατικός, ο γαστρονομικός, ο οινικός, ο αθλητικός, ο περιπατητικός, ο πολιτισμικός και ο αγροτουριστικός. Έναν τουρισμό εμπειρίας και όχι απλής κατανάλωσης.
Ένας τέτοιος τουρισμός δεν θα ωφελεί μόνο τους επισκέπτες – θα ωφελεί πρωτίστως την πόλη και τους δημότες. Θα δημιουργεί ευκαιρίες για βιώσιμη επιχειρηματικότητα, θα μειώνει την ανεργία και θα ενισχύει τη μεσαία τάξη. Θα ενθαρρύνει τους κατοίκους να δημιουργήσουν επιχειρήσεις που στηρίζουν τις εναλλακτικές μορφές τουρισμού, επιχειρήσεις που θα καλύπτουν με τοπικά προϊόντα και υπηρεσίες τις ανάγκες των ξενοδοχείων και των επισκεπτών, ενισχύοντας έτσι την αυτάρκεια και την ανθεκτικότητα της τοπικής οικονομίας.
Μια τέτοια προοπτική απαιτεί και επένδυση στην εκπαίδευση. Η δημιουργία σχολών τουρισμού είναι καθοριστικής σημασίας για τη βελτίωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών και για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, ειδικά στους νέους. Μέσα από την κατάρτιση και την καινοτομία, μπορούμε να χτίσουμε μια νέα γενιά επαγγελματιών που θα υπηρετούν τον τουρισμό με γνώση, ευθύνη και όραμα.
Το Ρέθυμνο μπορεί και πρέπει να γίνει παράδειγμα μιας πόλης που δεν κυνηγά τους αριθμούς, αλλά επενδύει στους ανθρώπους της. Μιας πόλης που δεν αφήνει τον τουρισμό να την καθορίσει, αλλά τον καθοδηγεί με σοφία και συλλογικότητα.
Οραματίζομαι ένα Ρέθυμνο που σέβεται το παρελθόν του, ζει με ποιότητα το παρόν του και σχεδιάζει με τόλμη το μέλλον του. Έναν προορισμό που προσφέρει εμπειρίες με περιεχόμενο – και αξίες με διάρκεια».
«ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΣ»
«Ποιοτικότερος τουρισμός δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι χρειαζόμαστε περισσότερους τουρίστες. Σημαίνει αύξηση των παρεχόμενων υπηρεσιών με έμφαση στην ποιότητα». Αυτό τονίζει από την πλευρά του ο Πρόεδρος του Συλλόγου Ξενοδόχων Ρεθύμνου κ. Μανώλης Τσακαλάκης απαντώντας στο ερώτημα για το πως οραματίζεται το τουριστικό μέλλον του τόπου μας. Συμπλήρωσε δε τα εξής: «Οι υπηρεσίες εντός ξενοδοχείου θα πρέπει να συμβαδίζουν με αυτές εντός ξενοδοχείου. Διότι αυτή τη στιγμή το οξύμωρο είναι πως ο πελάτης μας αισθάνεται και τώρα άνετα μέσα στο ξενοδοχείο αλλά όταν βγει έξω έρχεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα του τόπου που επισκέπτεται και βλέπει τα προβλήματα που βιώνουν οι ντόπιοι στην καθημερινότητα τους. Πρέπει λοιπόν να γίνει αντιληπτό πως ό,τι καλό γίνεται για τον τόπο, πρωτίστως γίνεται για τους κατοίκους τους αλλά δευτερευόντως θα το απολαύσουν και οι επισκέπτες του. Οπότε, θα πρέπει να δούμε την ποιότητα ζωής των γηγενών και εφόσον αρέσει σε μας, θα αρέσει και στους τουρίστες».
Εμμένοντας στο φάσμα της καθημερινότητας ο κ. Τσακαλάκης τόνισε με νόημα: «Στο παρελθόν είχαμε μια γραφικότητα. Προφανώς είχαμε λιγότερο κόσμο και η γραφικότητα αυτή άρεσε στους επισκέπτες μας. Ειδικά για αυτούς που ζουν σε πολύ οργανωμένες, μεγάλες πολιτείες όπου όλα είναι προγραμματισμένα με ακρίβεια ρολογιού, τους άρεσε η περισσότερη χαλαρή ζωή που εύρισκαν σε μας εδώ. Και ακόμα τους αρέσει η πιο χαλαρή Μεσογειακή κουλτούρα. Αλλά σε κάποιο βαθμό. Η επαυξημένη χαλαρότητα και ο ωχαδερφισμός ενοχλεί τους επισκέπτες μας, όπως ενοχλεί και εμάς όταν βρισκόμαστε ενώπιον τέτοιων καταστάσεων. Τα ευτράπελα όλους τους ενοχλούν και αυτά τα θέματα πρέπει να τα ξεπεράσουμε».
Ως προς το μέλλον ο Πρόεδρος του Συλλόγου Ξενοδόχων θεωρεί πως το τρίπτυχο τοπικά προϊόντα – ντόπιοι εργαζόμενοι – ήθη και έθιμα είναι η βάση της εξέλιξης στο τουριστικό μας τοπίο.
Στο πλαίσιο αυτό δήλωσε χαρακτηριστικά: «Το όραμα μας για το τουριστικό μας μέλλον θέλει ποιότητα ζωής και υπευθυνότητα για τους ντόπιους που θα περνάει ως εικόνα και ως βίωμα στους επισκέπτες μας.
Επίσης θέλουμε να συνδέσουμε τον τουρισμό με τον πρωτογενή τομέα. Θεωρούμε πως πρέπει να καταναλώνουν οι επισκέπτες μας τα προϊόντα που παράγουμε. Το έχουμε πετύχει σε ένα βαθμό μέσα από πρωτοβουλίες που έχουμε πάρει τα ξενοδοχεία και με τις έρευνες που κάναμε είδαμε πως το 70% των πρώτων υλών που χρησιμοποιούμε είτε παράγονται εδώ στην Κρήτη, είτε στην υπόλοιπη Ελλάδα. Όμως, πέρα από αυτό να καταβληθεί προσπάθεια για να αξιοποιούμε τα δικά μας προϊόντα, να αξιοποιούμε το δικό μας ανθρώπινο δυναμικό και να προάγουμε τα ήθη και έθιμα μας.
Στον τομέα των προϊόντων και στον τομέα των ηθών και εθίμων το όλο θέμα εξελίσσεται πάρα πολύ καλά. Στον τομέα, όμως, της εύρεσης ντόπιου προσωπικού η κατάσταση είναι πολύ αρνητική. Το ντόπιο προσωπικό είναι δυσεύρετο. Σχεδόν δεν βρίσκουμε προσωπικό. Το πρόβλημα αυτό αποτελεί μια δύσκολη εξίσωση που θέλει πολλά χρόνια να αντιμετωπιστεί».

