ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
MENOY
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Παρελθόν η διεύρυνση της φορολογικής βάσης

0

Ανατρέπεται από το σχέδιο της κυβέρνησης η διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Το κυβερνών κόμμα με στόχο την προσέλκυση των κοινωνικών ομάδων που φαίνεται να χάνει δημοσκοπικά, προχωράει στην αντιστροφή των μέτρων που ψηφίσθηκαν το 2017 και τα οποία οδηγούσαν στη διεύρυνση της βάσης των φορολογουμένων που θα συμμετέχουν στα φορολογικά βάρη.

Η αρχή έγινε με την υπόσχεση για διατήρηση του αφορολόγητου ορίου για όσους έχουν εισοδήματα έως 8.636 ευρώ, τη στιγμή που πριν από περίπου δύο χρόνια η κυβέρνηση είχε συμφωνήσει με τους δανειστές τη μείωσή του στα επίπεδα των 5.685 ευρώ, με στόχο να τονωθεί για πρώτη φορά η μεσαία τάξη, η οποία έχει σηκώσει τα μεγαλύτερα βάρη από το 2010 μέχρι και σήμερα, και επί της ουσίας συνετέλεσε τα μέγιστα στη δημοσιονομική προσαρμογή.

Μάλιστα, η συμφωνία του 2017 προέβλεπε πέραν της μείωσης του αφορολόγητου ορίου και τη μείωση του εισαγωγικού συντελεστή 22% στο 20%, προκειμένου να περιορισθούν οι επιβαρύνσεις σε όσους πληρώνουν φόρους, ενώ μηδενιζόταν η εισφορά αλληλεγγύης για εισοδήματα έως 30.000 ευρώ. Τα θετικά αυτά μέτρα, εφόσον συνεχίσει να βρίσκεται στη διακυβέρνησης της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτελέσουν παρελθόν.

Το σχέδιο του κυβερνώντος κόμματος προσβλέπει και πάλι στην αυξημένη συμμετοχή της μεσαίας τάξης, περιορίζοντας ελαφρώς την εισφορά αλληλεγγύης (μηδενισμό για εισοδήματα έως 20.000).

Από την επεξεργασία των στοιχείων των φορολογικών δηλώσεων του περυσινού έτους προκύπτει ότι 437.158 φορολογούμενοι, οι οποίοι αποτελούν το 4,9% του συνόλου, πλήρωσαν το 49,39% του συνολικού φόρου.

Ουσιαστικά, πρόκειται για τους φορολογούμενους οι οποίοι δηλώνουν εισοδήματα άνω των 24.000 ευρώ. Η κατηγορία αυτή των φορολογουμένων κάθε χρόνο μειώνεται, κάτι που οφείλεται στην υπερφορολόγηση και στις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές αλλά και στη φοροδιαφυγή. Είναι ενδεικτικό ότι το 2017 οι φορολογούμενοι με εισοδήματα άνω των 24.000 ευρώ ανέρχονταν σε 491.009. Δηλαδή περιορίσθηκαν μέσα σε διάστημα 12 μηνών κατά 53.851.

Αυτό που εξάγεται ως συμπέρασμα από την ανάλυση των στοιχείων, είναι ότι τους φόρους συνεχίζουν να πληρώνουν τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα. Είτε μέσω του φόρου εισοδήματος είτε των υψηλών συντελεστών της «έκτακτης» εισφοράς αλληλεγγύης. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε τόσο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο όσο και η Κομισιόν ζητούν τη μείωση του αφορολόγητου ορίου από τα 8.636 ευρώ που είναι σήμερα στα 5.685 ευρώ από το επόμενο έτος. Πάγια θέση των δανειστών της χώρας είναι ότι για να προχωρήσει η ελληνική οικονομία χρειάζεται διεύρυνση της φορολογικής βάσης, ισχυρή εφαρμογή της φορολογικής συμμόρφωσης και ανάπτυξη στοχευμένων δικτύων κοινωνικής ασφάλειας.

Είναι αυτά που απορρίπτει το κυβερνών κόμμα και αντίθετα επιδίδεται σε ένα «παιχνίδι» παροχών από τα παλιά, το οποίο ήδη καταψήφισαν οι αγορές τις προηγούμενες μέρες. Εκτός από τη φορολογία, η κυβέρνηση με την αύξηση του κατώτατου μισθού ξεπέρασε ακόμα και τις εισηγήσεις της Επιτροπής των Σοφών που πρότειναν αυξήσεις 5% έως 10%. Η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 650 ευρώ τον μήνα αντιστοιχεί στο 10,92%, ενώ αγγίζει το 27% για τους νέους, κάτω των 25 ετών, εργαζόμενους.

Μάλιστα, η κυβέρνηση χαρακτήρισε την αύξηση «μια εμβληματική πράξη» που θα συμβάλει στη μείωση της ανισοκατανομής του εισοδήματος και στη σταθεροποίηση της κοινωνικής συνοχής, ενώ αντίθετα επιχειρηματίες και ενώσεις εργοδοτών εμφανίζονται ακόμα και σήμερα, τρεις σχεδόν μήνες μετά την εφαρμογή του μέτρου, άκρως επιφυλακτικοί ως προς το μέγεθος των χρηματοοικονομικών επιβαρύνσεων και θέτουν μετ’ επιτάσεως την ανάγκη για μείωση του μη μισθολογικού κόστους παράλληλα με φορολογικές ελαφρύνσεις, προκειμένου να μπορέσουν να επιβιώσουν.

0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ