rethemnos-sprite
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Κρητική λύρα: Όταν η παράδοση μελοποιείται

Έχει τις ρίζες της χωμένες στα βάθη της Ανατολής και υπήρχε ήδη σαν μουσικό όργανο από τον 10ο αιώνα μ. Χ., κατά την βυζαντινή εποχή. Το όνομά της παρέμεινε ίδιο. Ακόμα και επί τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι προσφωνούσαν το τότε πεντάχορδο όργανο «λύρα».

Στα κρητικά εδάφη, συναντήσαμε, στην τότε εποχή δύο είδη λύρας, ένα είδος σαν  το σημερινό λυράκι, που έβγαζε ένα οξύ και διαπεραστικό ήχο και τη βροντόλυρα, η οποία ήταν μεγαλύτερη σε μέγεθος. Από αυτούς τους δύο τύπους και με την επιρροή του βιολιού, προήλθε η σύγχρονη λύρα.

Πλέον αφού πήρε την τελική της μορφή, υπάρχουν εργαστήρια, που δημιουργούν ποικίλα είδη λύρας και άλλα συγγενικά μουσικά όργανα, όπως λαούτα και μαντολίνα.

Μπήκαμε σε δύο εργαστήρια, τα οποία αποτελούν τα παλαιότερα στην παραγωγή Κρητικής λύρας, στην πόλη του Ρεθύμνου, και μάθαμε πώς κατασκευάζεται μια Κρητική λύρα, πόσος χρόνος χρειάζεται και αν ακόμα η νέα γενιά ενδιαφέρεται να συνεχίσει την παράδοση της τόσο ιδιαίτερης Κρητικής αυτής μουσικής.

 

ΣΤΑ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ

Επισκεφθήκαμε λοιπόν, το εργαστήριο του Μανόλη Σταγάκη, που μετρά  72 χρόνια στον κόσμο του μουσικού οργάνου και υπογράφει τις δημιουργίες του με τον ανάγλυφο αετό και το οικογενειακό κατά 40 χρόνια οργανοποιείο του Νίκου Παπαλεξάκη, στην καρδιά της πόλης, ο οποίος χρησιμοποιεί σαν προσωπική υπογραφή στις λύρες του την πέρδικα.

Αρχικά ρωτήσαμε την διαδικασία δημιουργίας μιας Κρητικής λύρας. Η λύρα αποτελείται από τρία βασικά μέρη το σκάφος, το πίσω μέρος, το καπάκι το μπροστά μέρος, και τη ταστιέρα. Το σκάφος, δηλαδή το πίσω μέρος , φτιάχνεται συνήθως  από ντόπια ξύλα, όπως, η καρυδιά και η μουρνιά. Υπάρχει, βέβαια και η τριανταφυλλιά, η οποία είναι ένα είδος ξύλου που βρίσκεται στην Αφρική και κάνει τα νερά που κάνει το τριαντάφυλλο. Η ιδιαιτερότητα του είναι ότι είναι λίγο βαρύ σαν ξύλο αλλά βγάζει πολύ ωραία όργανα και αυτό. Για το μπροστά μέρος, το καπάκι δηλαδή και κυρίως στις επαγγελματικές λύρες χρησιμοποιείται ξύλο κατράνι. Αλλιώς λέγεται και κέδρος λιβάνου. Το κατράν είναι τούρκικη λέξη και είναι ο κέδρος. Τον φέρανε επί τουρκοκρατίας και έχτισαν τα παλιά σπίτια της Κρήτης. Οπότε τα συναντούμε σε παλαιά σπίτια, σε δοκάρια, σε σκεπές σε κουφώματα, ακόμα και σε δάπεδα. Δεν είναι ακριβό σαν ξύλο αλλά είναι αρκετά δυσεύρετο. Και η γλώσσα φτιάχνεται και αυτή από κατράνι ξύλο, επειδή είναι σταθερό ξύλο και το μέρος αυτό το χρειάζεται γιατί είναι ένα μέρος κολλημένο και το υπόλοιπο είναι στον αέρα. Το καπάκι είναι αυτό που βγάζει τον ήχο, θέλει μια συγκεκριμένη λεπτότητα ώστε να πάλεται. Πρέπει να είναι τόσο λεπτό, περίπου 2 χιλιοστά, που αν το βάλεις στο φως είναι ημιδιάφανο. Το κατράνι είναι αρκετά ελαφρύ, θεωρείται το καλύτερο ξύλο για τον ήχο.

  Τα επόμενα μέρη που αποτελείται η λύρα είναι  ο χορδοδέτης, ο καβαλάρης με το ξύλο και ο επάνω καβαλάρης και τα κλειδιά. Το πίσω μέρος του ξύλου γίνεται από μονοκόμματο ξύλο, ενώ το καπάκι γίνεται από δύο μέρη που κολλιούνται στην μέση.

Η λύρα είναι ένα τρίχορδο όργανο. Έτσι το κούρδισμα του είναι ακριβώς το ίδιο με το βιολί, απλώς δεν έχει την πιο ψιλή χορδή, την μι. Η διαφορά του όμως με το βιολί είναι ότι ενώ ο οργανοπαίχτης ακουμπάει την χορδή του βιολιού με το δάχτυλο, στην λύρα θα πρέπει να την ακουμπάει με το νύχι του. Αυτή η βασική λεπτομέρεια αλλάζει και το χρώμα του ήχου. Αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της λύρας.

Ρωτήσαμε και τους δύο οργανοποιούς καλλιτέχνες πόσος χρόνος χρειάζεται να δημιουργηθεί από ένα μονοκόμματο ξύλινο μαδέρι μια Κρητική λύρα.

Ο κος Σταγάκης μας απάντησε: « Τα μαθητικά, κυρίως, μοντέλα  θέλουν τρεις με τέσσερις μέρες, ενώ τα επαγγελματικά χρειάζονται μια βδομάδα και παραπάνω, δηλαδή, μπορούν να δημιουργηθούν γύρω στις τρεις με τέσσερις λύρες το μήνα. Διότι, δεν είναι δουλειά που λες ξεκινάω και σε εφτά μέρες θα την έχω τελειώσει. Παίζει ρόλο και η όρεξη, η ψυχολογία και η έμπνευσή σου, αφού είναι μια καλλιτεχνική δουλειά.»

Ο κος Παπαλεξάκης μας είπε: «Ο χρόνος κατασκευής μια λύρας είναι από δέκα με δώδεκα μέρες. Αν υπολογίσει περίπου δέκα ώρες εργασίας την ημέρα, θέλεις περίπου 100 ώρες. Είναι μεγάλη ευλογία ένας άνθρωπος να έχει  τέτοια χαρίσματα. Η κατασκευή οργάνου για μένα θεωρείται ξυλογλυπτική. Βέβαια, έχεις να κάνεις και με ήχο και εκεί η τέχνη δεν σταματάει ποτέ, γιατί συνέχεια εξελίσσεται. Έτσι προσπαθείς να βρεις τρόπους για να κάνεις την δουλειά σου καλύτερη. Κατά την γνώμη μου είναι μια φανταστική δουλειά.»

Επίσης, αναρωτηθήκαμε αν το παίξιμο της Κρητικής λύρας θεωρείται προνόμιο του Κρητικού κόσμου και της Κρητικής κουλτούρας.

Μας απάντησε ο κος Σταγάκης: «Η Κρητική μουσική παίζεται παντού πλέον. Και δεν είναι μόνο αυτό, υπάρχουν και πολλοί τουρίστες πλέον, Ευρωπαίοι, Αμερικάνοι, Αυστραλοί που τους αρέσει. Τώρα υπάρχουν και πάρα πολλοί μουσικοί που είναι εκτός Ελλάδος που αγοράζουν τα Κρητικά όργανα γιατί τους αρέσει ο ήχος που βγάζουνε. Αυτό συμβαίνει γιατί η λύρα  είναι κουρδισμένη παρόμοια  με το βιολί. Οπότε είναι εύκολο παικτικά, να παίξουνε αυτά τα όργανα. Κουρδίζεται μι λα ρε σολ το βιολί και η λύρα η κλασσική της μορφή είναι λα ρε σολ. Η λύρα έχει τρεις χορδές και το βιολί έχει τέσσερις χορδές. Μιλάω για το κλασικό σχήμα της λύρας. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι έχουν άποψη από την ευρωπαϊκή μουσική και η λύρα είναι ένα όργανο που έχει δυνατότητες να παίξει τα πάντα. Μπορεί να παίξει ό,τι κλασσική μουσική θέλεις. Έχει συγγενικό ήχο με το βιολί, αλλά με διαφορετική τεχνική παιξίματος.

Άρα δεν είναι προνόμιο των Κρητικών  η εκμάθηση λύρας. Προσωπικά, έχω πολλούς φίλους που δεν μένουν εδώ ή δεν είναι Κρητικοί και είναι δάσκαλοι και διδάσκουν λύρα και παίζουν και λαούτο και μαντολίνο. Στην Θεσσαλονίκη, στα νησιά παίζουν όλοι Κρητική λύρα. Γιατί μπορεί να  παίξει και τα δικά τους τα νησιώτικα και τα Κρητικά, τα δικά μας. Και έτσι έχει μπει παντού και αρέσει.»

  Ο κος Παπαλεξάκης μας απάντησε: «Ο Κρητικός έχει ορισμένα πράγματα μέσα στην καρδιά του, ένα από αυτά είναι και η παράδοση. Η λύρα αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσής του. Η Κρήτη είναι ένα νησί το οποίο νιώθει πάντα μια υπερηφάνεια στο κομμάτι των ηθών και εθίμων. Θέλουμε να μεταδίδουμε τις παραδόσεις και να δείχνουμε ότι είμαστε ξεχωριστή σε αυτό. Η παράδοσή μας μεταφέρεται άμεσα μέσω της οικογένειας και της διδασκαλίας που γίνεται μέσω αυτής. Με το που γεννιέται ένα παιδί, ιδιαίτερα εδώ στην Κρήτη αμέσως βλέπεις ότι ασχολείται με την παράδοση. Αυτό δεν είναι τυχαίο.»

Η τελευταία κουβέντα του κος Παπαλεξάκη μας έδωσε το έναυσμα να ρωτήσουμε αν ακόμα η νέα γενιά των Κρητικών ενδιαφέρονται να μάθουν Κρητική λύρα.

Ο ίδιος μας είπε: «Όσα περισσότερα παιδιά παίζουν, τόσο περισσότερη ζήτηση θα υπάρχει σε όργανα. Θεωρώ ότι το πρόβλημα με τις σχολές της Κρητικής μουσικής, αλλά και τις μουσικορευτικές, είναι ότι έχουν ξεκινήσει κοντά από το 1985 επίσημα στο μουσικό χώρο, δηλαδή αρκετά αργά. Παλιότερα για να μάθει κάποιος μουσική δεν υπήρχε κάποια σχολή. Και τώρα βέβαια είναι πάρα πολλά τα παιδιά που διδάσκουνε λύρα, σαν δάσκαλοι πλέον. Αυτό μας δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη άνθιση της Κρητικής μουσικής και πιστεύω ότι καθ’ όλη την ιστορία της Κρητικής μουσικής έχει την μεγαλύτερη άνθιση αυτή την στιγμή. Θέλουν να μάθουν και αυτό συνεπάγεται και με την Κρητική παράδοση, όπως προείπα.»

Ο κος Σταγάκης τοποθετήθηκε πάνω στο θέμα ως εξής: « Υπάρχει φοβερή έφεση στην Κρητική μουσική. Παιδιά από έξι χρονών και εφτά τα ξεκινάνε και πλέον η Κρητική μουσική, αρέσει πολύ και στην πάνω Ελλάδα. Και βλέπεις ανθρώπου που δεν είναι καν Κρητικοί και ασχολούνται με την λύρα, το λαούτο , το μαντολίνο, ούτε έχουν σχέση  με την κουλτούρα μας, ούτε από εδώ είναι, ούτε είχαν ακούσματα Κρητικής μουσικής και όμως τους αρέσει.»

Τέλος, ρωτήσαμε το αυτονόητο, αν γνωρίζουν να παίζουν οι ίδιοι Κρητική λύρα. Ήξερα ήδη τις απαντήσεις τους, όμως μέσα από αυτές συνειδητοποίησα πόσο πολύ αγαπούν την δουλειά τους αλλά και τα ‘ακούσματα’ της.

Ο κος Σταγάκης είπε πως: «Εγώ παίζω λύρα. Παίζω για να καταλαβαίνω το όργανο που φτιάχνω και να το κουρδίζω. Παίζω από μικρός είχα πάει και σε ωδείο, έχω παρακολουθήσει και κάποια σεμινάρια και στην κατασκευή των οργάνων και στην εκμάθηση. Και γενικά δεν παίζω μόνο λύρα, μπορώ να παίξω και λίγο μαντολίνο και λίγο λαούτο και μερικά από λαϊκά, όπως τα λέμε, όργανα όπως μπουζούκια, τσουράδες, μπαγλαμάδες που επίσης κατασκευάζουμε παίζω και από αυτά λίγο για να μπορώ να τα δείξω στον πελάτη.

Ο παππούς μου έφτιαχνε από το 1936 λύρες και το 1945 μετά τον πόλεμο άνοιξε το πρώτο του εργαστήριο. Το 1972 μπήκε ο πατέρας μου με τον θείο μου και από το 2000 κατασκευάζω εγώ μαζί με τον θείο. Τώρα είμαι εγώ γιατί ο πατέρας μου έχει πεθάνει, ο παππούς μου έχει πεθάνει και ο θείος μου είναι εκτός Κρήτης. Είναι κάτι σαν οικογενειακή παράδοση 75 χρόνια.»

Και ο κος Παπαλεξάκης στην ίδια ερώτηση μας απάντησε: «Δεν μπορείς να κατασκευάζεις ένα όργανο χωρίς να ξέρεις να το παίζεις. Πρέπει να γνωρίζεις για να μπορέσεις να το νιώσεις και να το εξελίξεις.

Όλα για μένα ξεκίνησαν από τον πατέρα μου, που είναι από τους παλιότερους κατασκευαστές της Κρητικής λύρα, είναι πάνω από σαράντα χρόνια. Ο πατέρας μου, λοιπόν, από μικρό με είχε κοντά και έτσι είχα ξεκινήσει να μαθαίνω λύρα. Πήγαινα και  στο εργαστήριο, συνεχώς, και με έβαζε είτε  να του τρίβω ξύλα, είτε να κάνω διάφορες μικροδουλειές για να του  κάνω παρέα που του άρεσε πάντα. Και αυτό το πράγμα μπήκε μέσα μου. Οπότε μετά που τελείωσα από φαντάρος ήταν κάτι το σχεδόν αυτονόητο ότι θα δουλέψω και εγώ στο εργαστήριο. Ήταν κάτι ωστόσο που αγαπούσα, αγαπάω και θα συνεχίσω να αγαπάω βέβαια.»

 

Παπαχρήστου Βαρβάρα